(Λάβαμε 23/1/17)
Σύνορα αδιόρτα και σύνορα ευκταία
1) Μία παρουσίαση.
Το παρακάτω κέιμενο συντάχθηκε εν μία νυκτι αποκλειστικά για λόγους προσωπικής έκφρασης και ταξιθέτησης της αξιολόγησης των γεγονότων, μένοντας στο συρτάρι περισσότερο από έναν χρόνο δίχως την πρόθεση να δημοσιευθεί. Μετά την απόφαση περί οριστικής δημοσίευσης του, απαραίτητη θεωρήθηκε και η προσθήκη ορισμένων επιπλέον παραγράφων επιχειρώντας να συμπεριληφθούν στο πρωτότυπο τυχόν αναθεωρήσεις αλλά κυρίως πρόσθετα συμπεράσματα, αποβλέποντας στον αμοιβαίο συσχετισμό του αρχικού κειμένου με τις διαδραματιζόμενες έναν χρόνο μετά εξελίξεις. Θέμα βαρύνουσας σημασίας συνιστά η αποφύγη λήψης του κειμένου με την μορφή μιας σοβαροφανούς, κοινωνιολογικής έρευνας στην οποία αρέσκονται όλοι αυτοί που με επαγγελματικό ύφος επαϊόντα, συγκροτούν την αιχμή του δόρατος της δυτικής αποπροσωποποιήσης ενώ αυτή η ίδια αποτελεί πρωταρχικό στόχο του κειμένου. Πρόκειται για μια κριτική και όχι ένα πρόγραμμα. Μία έποψη, όχι μία προσπάθεια καθολικοποίησης της ερμηνείας. Ένα βολονταριστικό χτύπημα στην ουδετερότητα και όχι ένα εκφώνημα ορθολογικοποίησης. Έτσι κ’ αλλιώς κάθε κείμενο οφείλει να αξιολογείται σε σχέση με την στόχευση από την οποία προήλθε. Οτιδήποτε άλλο είναι ακαδημαϊσμός, περιττολογία και διαλεκτική δειλία. Στόχος αμετάκλητος, παραμένει η εξάπλωση της καταστροφικής προοπτικής και η συνακόλουθη εξύψωση του προσώπου που όχι απλώς την πραγματώνει, αλλά αντιθέτως την ενσαρκώνει σε όλης της την ομορφιά και την διαύγεια ενάντια στον σύγχρονο κόσμο. Αν το κείμενο κατορθώνει να τροφοδοτεί τον επαναστατικό εγωισμό, την αδιαφορία απέναντι στα κοινά, τον προσωπικό αμοραλισμό αντί της κοινωνικής ηθικής, την αναπτέρωση της προσωπικής ηθικής κόντρα στον αξιολογικό σκεπτικισμό, τον ανήσυχο πεσιμισμό εις βάρος της εμπορευματικής ματαιοδοξίας, την κατάφαση του εξεγερμένου έναντι του μεταμοντέρνου πεσιμισμού, τον ατομικιστικό μισανθρωπισμό σε αντιδιαστολή με την μαζοποίηση του νεοχριστιανικού πλήθους, την γνήσια συντροφιά των αδελφών στην μάχη αντί του ατομίστικου αριβισμού και τέλος, τον ενεργό μηδενισμό της αναρχικής επίθεσης έναντι του παθητικού μηδενισμού της αστικής αποσύνθεσης, τότε αναμφιβόλως το κείμενο πέτυχε τον στόχο του. Οι διάφοροι φιλάνθρωποι, οι ειδήμονες της ταξικής πάλης και οι λοιποί καλοθελητές ας αναλάβουν την εκδίκαση του μετά την πλήρη αποτυχία σύλληψης του. Αυτή ως γνωστόν αποτελεί εξάλλου την μοναδική πραγματική ειδίκευση τους. Το κείμενο, τέλος θεωρώ αναγκαίο να αφιερωθεί σε πολύ συγκεκριμένους έγκλειστους και μη συντρόφους των οποίων η ζωή, οι αποφάσεις και οι σχέσεις μας προσφέρουν το προνόμιο να διατηρούμε ένα ποιοτικό αντίβαρο στις συγκρίσεις καταστάσεων του σήμερα, αποτελώντας μία αστείρευτη πηγή οίστρου. Καταστάσεις πάθους που οδηγούν στην έμπρακτη συνενοχή από την τυποποιημένη αλληλεγγύη. Γιατί η νέα ποίηση είναι να χτυπάμε τον εχθρό εκεί που δεν το περιμένει με τρόπους που ποτέ δεν καταλαβαίνει.
2) Κοινωνία και γενικότερες υποθέσεις.
Πολλές προτάσεις μπορούν να κατατεθούν και άλλες τόσες σκέψεις και απόψεις να εκφρασθούν όσον αφορά το προσφυγικό ζήτημα και την στρατηγική της Ευρώπης φρούριο, σημασία όμως για μια ανεπηρέαστη, κριτική, ριζοσπαστική ερμηνεία των φαινομένων οφείλει να δοθεί στο επιμέρους στοιχείο των καταστάσεων, στις υποκείμενικές βάσεις, την προέλευση των δράσεων αλλά και το που αυτές αποσκοπούν ώστε συγχρόνως να γινεταί πρόδηλο το τι είδους κοινά γνωρίσματα μας είναι δυνατό να συναντήσουμε σε αυτές. Μια αναρχική ανάγνωση του θέματος παραδείγματος χάριν δεν δύναται να διέπεται από ανθρωπιστικά μικρόβια, ουσιοκρατικά ιδεώδη, ορθολογικά κατάλοιπα και άλλα σπέρματα του διαφωτισμού όπως η ιδεολογική καθαγίαση ταυτοτήτων στο όνομα της μαθηματικής ακρίβειας επαναστατικών εξισώσεων. Στοιχεία που συνηθίζουν να παραμορφώνουν την πραγματικότητα, αποκρύπτοντας τα αίτια γεγονότων και ορθώνοντας άλλοθι για το μερίδιο ευθύνης κάθε επονομαζόμενου αλληλέγγυου και καθαρόαιμου φιλάνθρωπου στο φαινόμενο που οι ίδιοι αρέσκονται να αποκαλούν επέλαση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και όργιο ενός σύγχρονου ολοκληρωτισμού.
Η μηδενιστική κριτική δεν ασκείται με σκοπό να προσφέρει λύσεις, προοπτική, ελπίδα ή να μοιράσει στον δημόσιο αρμό νέους ρόλους θυμάτων και καταπιεστών, αγωνιζόμεων και εξουσιαστών, εκμεταλλευόμενων και εκμεταλλευτών. Δεν ενδιαφέρεται να αναζητήσει άλλοθι για την σωτηρία της ευποληψίας φιλήσυχων πολιτών, των οποίων οι δράσεις προσφέρουν την προσήκουσα υπαρξιακή πλήρωση μέσα από την διεκπαιρέωση του κοινωνικού τους καθήκοντως. Φαινόμενο το οποίο γίνεται ευκόλως αντιληπτό για όποιον στην απλόχερη προσφορά κουρελιών και την διανομή φαγητών επέλεξε να στρέψει αλλού την μύτη του αποφεύγοντας την δυσωδία της ιδεολογικής αφόδευσης. Η ρομαντικοποίση των καταστάσεων σίγουρα δεν αποτελεί ιδίωμα μιας αναρχίας αρνούμενης να εθελοτυφλήσει και αγέροχης απένταντι στις ακατάπαυστες επελάσεις των πνευματικών τέκνων του κυρίαρχου μαζισμού. Μιας νέας αναρχίας κομμάτι της οποίας συνιστά και το παρόν κείμενο αποβλέποντας στην κατάθεση σκέψεων μα και ερωτημάτων μέσα πάντα από μία κυνική ματιά η οποία προσπαθεί να αποδομήσει τυχόν παραμορφωτικούς καθρέπτες, ρίχνοντας φως σε ένα ευρύτερο πλέγμα σχέσεων και αλληλοεξαρτήσεων που συμπληρώνουν την ποιοτική μορφή της κατάστασης με τον χαρακτηρισμό του ”προσφυγικού ζητήματος”.
Η καπιταλιστική διαχείριση σε αγαστή συνεργασία με την κυρίαρχη αστική ιδεολατρεία παρά την όποια φαινομενική σταθερότητα και ασφάλεια που επιθυμεί να προβάλλει στο, παρά τους ισχυρισμούς ορισμένων, ασύμμετρο, οχυρωμένο εσωτερικό της, από την φύση της λειτουργίας της παρουσιάζει προβληματικές και ελαττώματα τα οποία διαρκώς την φέρνουν αντιμέτωπη με την δυνητικότητα μιας κατάρρευσης ή μιας επικείμενης, υποχρεωτικής μετάλλαξης- αναδιάθρωσης. Αφθονία παραδειγμάτων εντοπίζουμε δίχως την καταβολή ιδιαίτερης προσπάθειας ανατρέχοντας σε περιβαντολλογικά ζητήματα οπού ο βιασμός της φύσης και η αδιάκοπη λεηλασία των πόρων χάρη στους οποίους καθίσταται δυνατή η παραγωγή των σιχαμερών εμπορευμάτων που καταναλώνουν τα ανθρώπινα ανδρείκελα στις γνωστές και ως ανεπτυγμένες χώρες, κυοφορούν συνεχώς τον κίνδυνο μιας νέας οικολογικής καταστροφής με την μορφή είτε ενός φαινομένου που θα ενσκήψει προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές, είτε ενός ιού προερχόμενου από τις συνθήκες ζωής που επιβάλλει ο σύγχρονος καταμερισμός των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ένα ακόμα παράδειγμα που έρχεται να προστεθεί και με το οποίο ερχόμαστε καθημερινώς αντιμέτωποι, είναι η τροφοδότηση ψυχολογικών αδιέξοδων και νευρωτικών παθήσεων από τον εκμαυλισμό της ζωής μας σε μια μηχανική, ρουτινιασμένη, ασφυκτική επανάληψη. Φαινόμενα που παρά τις όποιες βαλβίδες αποσυμπίεσης και τις απειλές καταστολής πάντα εγκυμονούν τον κίνδυνο ενός ξεσπάσματος με απρόβλεπτες συνέπειες για την ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής. Υπάρχουν ουκ ολίγα παρόμοια παραδείγματα σε κάθε έκφανση της σύγχρονης ζωής ( οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά ) αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικοί μηχανισμοί αυτοάμυνας της μεγαμηχανής καλούνται να ανταποκριθούν και να ξεπεράσουν τις εν λόγω αντιφάσεις.
Όπως στις μέρες μας έχει καταστεί γνωστό, στην κοινωνία της αφθονίας, της ευημερίας και της δημοκρατίας δεν παγιδευόμαστε στα αδιέξοδα που σκοντάφτουμε. Για κάθε φαινόμενο αναγόμενο στην σφαίρα της κρίσης ( και ένα φαινόμενο κατηγοριοποιείται ως τέτοιο όταν η εμφάνιση του συνοδεύεται από το ενδεχόμενο παρουσίασης δυσλειτουργιών για την ανθρώπινη μηχανή ) υπάρχει η αντίστοιχη περιβαντολλογική, πράσινη επιστήμη με λύσεις που θα αναβάλουν την επερχόμενη κατάρρευση, ελπίζοντας πως έως τότε νέες δυνατότητες αντιμετώπισης θα έχουν ανακύψει μέσα από την τεχνολογική πρόοδο και την διεύρυνση της επιστημονικής γνώσης για την ζωή και το οικοσύστημα. Για κάθε ”ανωμαλία”, ψυχική νεύρωση ή πνευματική κατάρρευση, παραμονεύουν οι ανάλογοι τρελογιατροί να επαναφέρουν το άτομο στα ίχνη μια ορθής πορείας που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επανάληψη του φαινομένου και στην διαιώνιση της φαυλότητας, ή να το διαγράψουν με τα απαραίτητα τεκμήρια εξακριβώνοντας ακόμα και στους πιο δύσπιστους πως ποτέ στο παρελθόν δεν πάτησαν το πόδι τους σε τούτο τον πλανήτη προσφιλέστεροι κομιστές θεϊκού λόγου. Για το καναλιζάρισμα και την εξαχρείωση του γίγνεσθαι, συνεχώς πλάθονται πλείστοι ρόλοι με φανταχτερές, θελκτικές στολές να προχωρήσουν σε μια ευγενέστατη και δίκαιη διαπραγμάτευση πάνω στο κέλυφος νοήματος που ο καθένας επιτρέπεται να διεκδικίσει βάσει της συμβολής του στην γραμμή παραγωγής μαζικού νοήματος για το πλήθος. Για κάθε οικονομική κρίση ευτυχώς υπάρχουν οι ανάλογοι οικονομολόγοι, οι ακαδημαικοί, οι διανοούμενοι, οι λόγιοι και οι κάθε λογής γραβατομένοι, ξιπασμένοι πίθηκοι, επαιρόμενοι για την βεβαιότητα που αφειδώς τους παρέχουν οι στατιστικές τους αναλύσεις και τα κωλόχαρτα που θεωρούν οτί τους δίνουν το δικαίωμα να σμιλεύουν τις ζωές μας στα σχέδια των προγραμματισμών τους για το ετοιμοθάνατο ανθρώπινο συνοθύλευμα. Για κάθε αναλαμπή ξεσηκωμού, αποστασίας ή εξέγερσης καραδοκούν άπλετοι μηχανισμοί αφομοίωσης και κοινωνικοποίησης, οι οποίοι θα στομώσουν και θα καλουπόσουν τις παφλάζουσες επιθυμίες στα στενά πλαίσια μια ιδεολογικής φόρμας με σχέδια προοπτικές και ρεαλιστικές προτάσεις.
Στην περίπτωση μας, για κάθε κύμα μεταναστών προερχόμενο απο τα σπλάχνα της καπιταλιστικής αφαίμαξης και των συγκρούσεων συμφερόντων που επίσης γεννά, παρουσιάζονται οι αντίστοιχες Μ.Κ.Ο, οι κινήσεις πολιτών, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις, τα αυτοοργανωμένα σωματεία, οι πρωτοβουλίες εθελοντών, να καλύψουν τα κενά που το κράτος δεν μπορεί να προστατεύσει στο σώμα του. Μέσα από τις διαδικασίες επίλυσης και αφομοίωσης, έρχεται η κοινωνικοποίηση και η ταυτοποίηση των άγνωστων μέχρι εκείνη την στιγμή σωμάτων. Παύουν να αποτελούν μερικώς ξένο σώμα ή ένα φαινόμενο το οποίο κινδυνεύει να πάρει απρόβλεπτη μορφή ξεκινώντας να διογκώνεται σαν καρκίνωμα, απειλώντας την επιδεικνυόμενη φαινομενική ομαλότητα και ευταξία της πραγμοποιημένης κοινωνικής ζωής. Οι ορθολογικές δεξαμενές πιστές στο καθήκον που έχουν αναλάβει, οφείλουν μελετώντας να κατανοήσουν το ζήτημα ευελπιστώντας να το ανθρωπινοποιήσουν και αν αυτό καθίσταται αδύνατο, να ανθρωπινοποιήσουν την προβεβλημένη δυνατή λύση. Με αυτόν τον τρόπο η σκιά μιας εθνοκάθαρσης ή μιας γενοκτονίας πάντα φαντάζει πιθανή αφού τίποτα δεν μας εγγυάται πως αποκλείεται το ενδεχόμενο οποιαδήποτε στιγμή να παρουσιαστεί ως βέλτιστη λύση από τους μηχανισμούς παραγωγής ιδεολογίας, οι οποίοι συνεχίζουν να αποτελούν τον μεσάζοντα στις σχέσεις τον ανθρώπων με τους νόμους της διαχρονικής, κυρίαρχης ορθολογικότητας που κατέλαβε τον μισογκρεμισμένο θρόνο του θεού, σκεπάζοντας με μητρική αγάπη κάτω από τις φτερούγες της τον σύγχρονο άνθρωπο. Η αυτοκρατορία της οικονομίας, με αξιοζήλευτη ευερεθιστότητα, κανονικοποιεί και μεταφράζει παν λαμβανόμενο ερέθισμα ή φαινόμενο, προσδίδοντας του μια νέα μορφή και διαχέοντας το ως τροφή στο εσωτερικό της, δίχως να αφήνει την παραμικρή έξοδο διαφυγής από την λαίλαπα της ετερονομίας. Οι πρόσφυγες για παράδειγμα, πέρα από τον όποιο οικονομικό ρόλο που αναμένεται να επιτελέσουν στα χέρια του κεφαλαίου ως εργατικό δυναμικό, ή ως έναυσμα για την εντατικοποίηση της εξάπλωσης αντεργατικών νόμων, θα αποτελέσουν επίσης αναμφιβόλως ψυχολογικό βαρόμετρο για τους υποταγμένους πολίτες των δυτικών κοινωνιών προσωποποιώντας το χέρι της τρομοκρατίας, την αλλοίωση της παραδοσιακής κουλτούρας, τον αποδιοπομπαίο τράγο για μια διοχέτευση της συσσωρευμένης οργής, την άνοδο της εγκληματικότητας, την αύξηση του ανταγωνισμού για την κατάκτηση της πολυπόθυτης στους καιρούς μας επιβίωσης όπως και τον προμαχώνα στο οχύρωμα της κυριαρχίας σαν φόβητρο που υπενθυμίζει την προοπτική ενός πάντα καραδοκούντος πολέμου. Εξίσου αναμενόμενη είναι και μια συνολικότερη χρήση τους ως βαλβίδα αποσυμπίεσης μέσα από την εστίαση και την προβολή του πόνου και του μαρτυρίου τους, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι ”πάντα υπάρχουν χειρότερα”, αναπτερώνοντας τον θιγμένο ψευτοεγωισμό του λαουτζίκου ο οποίος μέσα απο πράξεις οίκτου, ελεεινολογίες και ελεημοσύνες θα αποκτήσει την δυνατότητα να θρέψει το ταπεινό του αίσθημα δύναμης, εξυψωμένος έστω και προσωρινά, έστω και αποσπασματικά σε ηγέτη και ευεργέτη. Οι αντιδράσεις των υπήκοων παρ’όλη την πολλαπλότητα των θέσεων που φαινομενικά ίσως εκφράζουν, δεν παύουν να είναι μηχανισμοί κανονικοποίησης, κοινωνικοποίησης, μεταστροφής και αποσυμπίεσης του γεγονότος οι οποίοι όχι μόνο προσδοκόμενα δεν υπονομεύουν το κράτος και την κοινωνία, μα αντιθέτως ενδυναμώνουν την φύση του, ενισχύουν τις δομές τους, συσπειρώνονται και ταυτίζονται με τα συμφέροντα του και ως απότοκο αυτών, αντιμετωπίζουν τις παθογένειες, τους κινδύνους και τις δυσλειτουργίες που ενδέχεται να εξαπλώσουν την αποσταθεροποίηση τους. Εθνολάγνοι που στα πρόσωπα των προσφύγων αντιλαμβάνονται μια πιθανή απειλή για την κουλτούρα, τις παραδόσεις, τα έθιμα, τις σταθερές και την καθαρότητα του έθνους. Φιλάνθρωποι που ξερνάνε ακτάσχετα την δήθεν αλληλεγγύη τους πιστοί στο ανθρωπιστικό τους καθήκον. Στρατευμένοι επαναστάτες κινητροδοτούμενοι απο τους παρωχημένους ιδεαλισμούς τους που καθαγιάζουν την ταυτότητα του μετανάστη. Πολίτες που αγανακτούν ανήσυχοι για την ευταξία και την διατήρηση της ομαλότητας. Μ.Κ.Ο που σπεύδουν να φροντίσουν για την επαγγελματική ενσωμάτωση των προσφύγων στις ανάγκες του σύγχρονου κόσμου και στην δημόσια αιδώ των κοινωνιών. Όλοι εκφράζουν τα αξιακά του υπάρχοντος κόσμου και προπαγανδίζουν την ιδεολογία του.
Η μηδενιστική κριτική όπως προανέφερα δεν αποσκοπεί σε έναν πρόχειρο εξωραισμό προθέσεων και σχέσεων ούτε φυσικά σε μια ρομαντικοποίηση ετοιμόροπων, ευτελών καταστάσεων. Δεν αποτελεί την θεωρία του πως να είσαι ενάρετος άνθρωπος και αναμενόμενο είναι να αποκομίσει χλεύη και αποστροφή ως αντίδωρο του κυνικού λόγου που αφειδώς εκτοξεύει, λερώνοντας τα ιερά εικονίσματα που το εκάστοτε πλήθος με ευλάβεια προσκυνάει. Οι μυωπικές προσεγγίσεις που διατυπώνονται από πένες βουτηγμένες υπέρμετρα μέσα σε ιδεολογικά μελανοδοχεία, διάφορων καλόγερων της επανάστασης και κηρύκων μιας ατράνταχτης, αδιάσειστης αλήθειας, απροσπέλαστη από κριτικές ματιές ή εμπειρικές παρατηρήσεις, αναζητούν τους νέους πιστούς που θα σχηματίσουν την γέφυρα ανάμεσα σε φαντασιακό και πραγματικότητα με προσφορά την ίδια τους την σάρκα. Όλος ο παραπάνω οχετός πλαταγίζει και αποσαθρώνεται καθώς συγκρούεται με την ακμάζουσα διανοητική οξύτητα που διέπει τον εξεγερμένο καταστροφέα, καθώς έχει γκρεμίσει πρωταρχικά το ίδιο το είδωλο της εξέγερσης ως ιδανικού και ως σκοπού βαδίζοντας αγέρωχα στον στέρφο δρόμο προς κορυφές οπού ο ήλιος λησμονά να ανατήλλει. Απάνθρωπος, έκλυτος, βέβηλος, αποτρόπαιος. Αυτοί και πολλοί άλλοι είναι οι χαρακτηρισμοί τους οποίους θα επομιστεί ο άνθρωπος που θα λούσει με την ευθύτητα και την ειλικρίνεια του το πέπλο της εθελοτυφλίας το οποίο απλώνεται ανάμεσα στον θαμπό πλέον ουρανό και στον πνιγηρό κοινωνικό βόρβορο. Χαρακτηρισμούς απέναντι στους οποίους οφείλει να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων με ευψυχία ο επιτετράμενος, αποφεύγοντας να γονατίσει ηττημένος υπό το βάρος του φορτίου που πρέπει με κάθε κόστος να διασώσει. Γιατί σε αυτό το βαρύ φορτίο εμπεριέχονται τα εργαλεία με τα οποία θα σφυροκοπήσει ανελέητα όλα τα είδωλα που περιβάλουν τον κόσμο και του λερώνουν το βλέμμα. Αυτή η ιδιαίτερη στόφα που τον διέπει δεν αφήνει χώρο για την φιλοξενεία φιλάνθρωπων αισθημάτων, ιερατικών τρωκτικών και επαναστατών ασκητών καθώς επιθυμεί να διατηρήσει τους χώρους της καρδιάς του καθαρούς για επισκέπτες που προσιδιάζουν στις ραφιναρισμένες επιθυμίες του. Στο κάτω κάτω μαίνεται ένας ανελέητος πόλεμος που δεν έχει προηγούμενο. Ένας πόλεμος για το υπερκέρασμα του κοινωνικού ετεροκαθορισμού με τον αντίπαλο να υπερτερεί σε όπλα. Αυτός ο πόλεμος όμως είναι που μας χαρίζει την δυνατότητα μιας πιο διευρυμένης οπτικής, αποδεσμευμένης από το στενό περιβάλλον που σφίγγει ασφυκτικά τα ανθρώπινα κοπάδια εμποδίζοντας τα να υπερβούν τον καθημερινό κύκλο τους και αυτό που αυθαίρετα,μοιρολατρικά αποδέχονται ως συμφέρον τους. Κάπως έτσι ωστόσο οι μετανάστες καταλήγουν να θεωρούνται κλάσματα επαναστατικών εξισώσεων και απότοκο της παραπάνω διαδικασίας είναι εν μέρει και το καρκίνωμα της πολιτικής και ακόμα χειρότερα, κοινωνικής αλληλεγγύης. Η πραγματικότητα όμως θα σας διαψεύσει ευγενείς λογιστές. Οι μετανάστες δεν θα αποτελέσουν το υλικό για να πλεχτεί το αυθαίρετο αραβούργημα σας που θα εγκωμιάζει τις παρωχημένες, μαρξιστικές παραφυάδες του σήμερα. Τα γεγονότα ήδη έχουν αρχίσει να με επαληθεύουν δεδομένης της εμφανής πλέον απουσίας διάθεσης των προσφύγων για οποιαδήποτε ριζοσπαστικοποίηση ή έγνοιας για την συμβολή τους σε μία επαναστατική αποσταθεροποίηση. Το προσφυγικό ζήτημα είναι επικίνδυνο να προσεγγιστεί αποσπασματικά από τις γενικότερες κινήσεις του υπάρχοντος αλλά είναι ακόμα πιο βλαβερό να αναλύεται συγκινησιακά με χρήση αναλυτικών εργαλείων που μόνο στρεβλώσεις προκαλούν λόγω της προελευσής τους και της προσπάθειας τους να σχηματίσουν οπτικές που αναπαράγον το ιδεολογικό πανδαιμόνιο στο οποίο βρίσκονται.
Τα κύματα μεταναστών που φτάνουν στον δυτικό κόσμο από τη ανατολή αν δεν εκκοινωνηθούν αποτελεσματικά, γεγονός το οποίο καταλαμβάνει μεγάλες πιθανότητες αν λάβουμε υπόψιν μας την γενική άνοδο της ακροδεξιάς, της ξενοφοβίας, του εμπορευματικοποιημένου πλέον εθνικισμού και του γραφικού πατριωτισμού, τότε είναι αναμενόμενο να αποτελέσουν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ευρωπαικής κοινωνίας που με την έκρηξη της τα θραύσματα θα εκτοξευθούν σε πλήθος κατευθύσεων εγκυμονώντας απρόβλεπτες για το κεφάλαιο και τα κράτη συνέπειες. Από θρησκευτικές σέχτες και επαναστατικές οργανώσεις μέχρι παραβατικές ομαδοποιήσεις με μοναδικό σκοπό την επιβίωση. Ο εγκλιματισμός και η αφομοίωση των προσφυγικών ροών, ως αποκύημα των παραπάνω υποθέσεων, συνιστά προτεραιότητα σε μια κοινωνία της οποίας οι δομές βρίσκονται μονίμος σε επαγρύπνηση και διαδικασία αναδιάθρωσης. Το ζήτημα όμως όπως αποτυπώθηκε εξ αρχής εντοπίζεται στην διαλεκτική σχέση της κοινωνίας με τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Έτσι παρά τα δημοκρατικά, πολιτισμένα αντανακλαστικά μερίδας πολιτών που για διάφορους λόγους επέλεξαν να διατηρήσουν φιλική στάση απέναντι στους πρόσφυγες, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τείνουν όλο και περισσότερο στην συντηρητικοποίηση και την ξενοφοβία, αντιλαμβανόμενοι τα υπάρχοντα αξιακά χάσματα ανάμεσα στην σημειολογία των τυποποιημένων εθίμων, αντικαθιστώντας τον αρχαικό φόβο για αλλοτρίωση της παραδοσιακής, ντόπιας κουλτούρας, η οποία έχει ήδη κυριευθεί από τις ορδές των αντικειμένων μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης που συνθαίτουν τις νέες πατρίδες, τις νέες αξίες και τις νέες ταυτότητες.
Ένας αναρχικός λοιπόν, οφείλει να μην παγιδεύεται σε δίπολα τύπου ” Refugees welcome ” – ” Refugees not welcome ”. Οι πρόσφυγες αποτελούν τα περιπτώματα που περίσσεψαν από την ανακατασκευή της αντικειμενοποιημένης ανατολικής κοινωνίας που στα μάτια ενός δυτικού πολίτη κατά συντριπτικό βαθμό εκπροσωπεί το σκοτεινό, μεσαιωνικό παρελθόν που ξεπεράστηκε και η ίδια η δύση χρησιμοποιεί για να επαληθεύεται διαρκώς ως προοδευτικό παρόν. Είναι τα υλικά που απέμειναν από διαδικασία εμπορευματικής αναδιάθρωσης του συγκεκριμένου γεωγραφικού αποσπάσματος να επιπλέουν στο κενό ισορροπίας ανάμεσα στους χώρους της εμπορευματικής ζωής. Στοιχεία δίχως αναγνώριση σε κανένα σημείο του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη. Καβαλιστικά σύμβολα μιας γλώσσας άγνωστης με μοναδική λειτουργικότητα προς το παρόν να υπενθυμίζει στους έντρομους πολίτες τον όλεθρο του ξεπεσμού και της ανυπαρξίας μέσα από τον αχό σπαραγμών και ολοφυρμών που ταξιδεύουν στα αυτιά τους δια του συνεχόμενου βομβαρδισμού με εικόνες απόγνωσης και απελπισίας. Ήδη σε αυτήν την πραγματικότητα διαγράφεται το σχεδιάγραμμα της δυναμικής επιρροής που διαμορφώνει τις οικονομικές ζώνες παραγωγής και κατανάλωσης, των οποίων η λειτουργία υπάγεται στην ολότητα που δεν είναι άλλη από το κεφάλαιο. Η κοινωνία και το κράτος είναι αναγκασμένα να ταυτοποιήσουν τα ξένα σώματα, ταξινομώντας τα στο ψηφιδωτό των κοινωνικών σχέσεων, όχι ως φιλικά ή εχθρικά αφού η αντίφαση και ο ανταγωνισμός αποτελεί το προιόν που επικυρώνει θριαμβευτικά την ενότητα της απέχθειας πίσω από το θέαμα γενικευμένου διαχωρισμού των φτιασιδωμένων χαμόγελων, των στιλβωμένων έπιπλων και των υπόλοιπων συμβόλων ταξικής ιεραρχίας των δημόσιων αντιθέσεων, μα ως απλά σύμβολα επικοινωνίας, ως παραγωγικές μονάδες εικόνων, ως καταναλωτές αξιών, ως τουριστική attraction, ως ιστορική αφήγηση μιας ακόμα νίκης απέναντι στην βαρβαρότητα. Το αδιέξοδο καταλήγει πάντοτε σε έναν βρώμικο πόλεμο μέχρις εσχάτων για την επιβίωση και τον αφανισμό. Αυτός είναι ο μόνος πραγματικός πόλεμος σήμερα πίσω από τα δελτία μετάδοσης ένοπλων αντιπαραθέσεων σε κάποιο κομμάτι του πλανήτη τα οποία στην ουσία κατέχουν το μονοπώλιο της επιλογής και κατασκευής των συνθηκών πάνω στις οποίες θα διεξαχθούν απαστράπτουσες αιματοχυσίες.
Οι παρατάξεις πολιτών που με σπουδή προχωρούν σε μια πρόχειρη και συγκεχυμένη προβολή του ζητήματος, καναλιζαρισμένη ιδεολογικά μέσα από τηλεοπτικές ταυτολογίες και από βομβαρδισμούς ανιστορικών, θυμικών ρήσεων, συνασπίζουν το δυτικό, δημόσιο σύστημα εκκοινωνισμού το οποίο ταυτοποιεί το διαφαινόμενο σώμα και μορφοποιεί τις διαστάσεις που οφείλουν να αποκτήσουν οι χώροι αναγνώρισης αναλόγως τον ξενιστή και τον χώρο στον οποίο εισέρχεται. Ο σκοπός παραμένει αναλλοίωτος και δεν είναι άλλος απο την διατήρηση της ομαλής ροής των εμπορευμάτων και της ιδεολογικής ηγεμονίας της οικονομίας. Ένας στόχος του οποίου η εμβρίθεια για την διαιώνιση του εξουσιαστικού συμπλέγματος συγκρίνεται μόνο με την ευχέρεια να το πετύχει θέτοντας σε εφαρμογή τις ορδές ακρωτηριασμένων καταναλωτών, ενάρετων πολιτών, υποκριτών σκλάβων και απρόσωπων αλληλέγγυων που σωρεία χρόνων μυζητούν στις θήλες της κοινωνίας. Το κοινωνικό μόρφωμα πρέπει να προσαρμόσει και να προσαρμοστεί, να μετατρέψει και να εξελιχθεί, να πραγμοποιήσει για να πραγματοποιηθεί, επιδεικνύοντας ακόμη μια φορά την τρομερή ελαστικότητα που διέπει την επιφάνεια του παραγωγικού και του κοινωνικού σώματος πάνω απο την άβυσσο πτωμάτων, γενοκτονιών, διωγμών, αποστραγγίσεων, πολέμων, κατακτήσεων, εκμετάλευσης, ισοπέδωσης και ωκεανών αίματος που έρχονται να συμπληρώσουν το πεδίο της φρίκης, το οποίο θα επιστρέψει ως εμπόρευμα στις διαφημιστικές εκστρατείες του δυτικού κόσμου, εξασφαλίζοντας την διαλεκτική συνέχεια της αχρειότητας. Ο κύκλος θα ολοκληρωθεί αφήνονας την αίσθηση του ανικανοποίητου διεγερμένη για την συνέχεια που έπεται. Η κοινωνία ολόκληρη μιμούμενη της μηχανές μαζικής παραγωγής αντικρύζοντας τον δρόμο ανοιχτό μπροστά της, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να αναπληρώσει την κίνηση που καιρό τώρα της έχει αποσπαστεί ως απόρροια του γενικευμένου διαχωρισμού η οποία κονιορτοποιήθηκε στους προσομοιωτές μιας ζωής που έχει πάψει να βιώνεται. Γι’αυτό τρέχει ξέφρενα προς στον χαμό της, εναρμονιζόμενη με τους ρυθμούς ενός video game, ή αν προτιμάτε με την θέαση ενός βίντεο στο youtube που η συνήθεια υπόσχεται διαρκώς την επανάληψη του. Η ακαταμάχητη ισχύς της οικονομίας στον θρόνο της κυρίαρχης ιδεολογίας, αφού πρώτα η ίδια προνόησε για την κατασκευή του, πραγματοποεί μια πρωτοφανή επίδειξη της δύναμης της. Αυτή η δύναμη έγκειται στην ικανότητα της να στοιβάζει τα απομεινάρια της αποσύνθεσης που την προυποθέτει, καθώς η ίδια εξαπλώνεται σε κάθε σημείο του πλανήτη, στις αχανείς διανοητικές μητροπόλεις και να τα συμφύρει μαζί με αρχαικές ιδεολογίες, την ίδια στιγμή που αυτές σαπίζουν στα στενοσόκακα της συνυφασμένης με το παρόν λήθης, περιμένοντας να εκλεγούν για το επόμενο μίγμα που θα σερβιριστεί στο λεφούσι των μηχανοποιημένων σκλάβων. Θα επιθυμούσα να κάνω λόγο για αφομοίωση αν ο οξύς πεσιμισμός μου δεν με είχε οδηγήσει στην παραδοχή οτι η έννοια της αφομοίωσης ήταν δυνατό να ειδωθεί ως η ελπιδοφόρα πλευρά ενός επονείδιστου πολιτισμού, του οποίου όμως το δριμύτατο άλγος σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της παραγωγής όπως και της κοινωνικής οργάνωσης που η προαναφερθείσα απαιτεί, δεν θα έστεκε ανυπέρβλητο εμπόδιο στα ακατάβλητα πνεύματα ανθρώπων που εντός τους θα ήταν ικανοί να καλλιεργήσουν έναν νέο κόσμο που θα φύτρωνε μέσα από τις ρωγμές στα τσιμέντα των μεγαλουπόλεων. Δυστυχώς όμως εδώ δεν μπορούμε να επενδύσουμε σε απαντήσεις παρά μόνο σε ερωτήματα. Και αν η επερώτηση και η αναζήτηση σηματοδοτεί μια επαναστατική πράξη στην τρικυμία των αφρισμένων διαπιστώσεων, αυτή που εμένα και των συντρόφων μου δεν παύει να μας κατατρυχεί είναι το κατά πόσο έχουμε ακόμη το θράσος να μιλάμε για αφομοίωση σε μια άγονη γη στην οποία τίποτα νέο δεν δύναται να ανθίσει. Ένα έδαφος στο οποίο κάθε κίνηση αποστερείται της σκιάς της και ενώ αυτή χάνεται στο κενό αφού ότι δεν προβάλεται στον θεαματικό φακό καταδικάζεται στην γέενα της ανυπαρξίας, η σκιά, βάσει της οποίας σχηματίζεται το εκμαγείο νέων εμπορευμάτων, παρουσιάζεται ως η μόνη δραστηριότητα που νομοθετεί τα πλαίσια λόγου της μαζικής κοινωνίας. Ο χώρος όλος έχει κατακληστεί απο σκιές οι οποίες ακολουθούνται από το αυτοπαρουσιαζόμενο μοιραίο καθώς η οποιαδήποτε αυτονομία φυλακίζεται στα κάγκελα της προσομοίωσης με δικαστικό ένταλμα από το δίκαιο που επιβάλει η αναπαράσταση. Και αν αναρωτιόμαστε τελικά τι είναι αυτή η περίφημη αναπαράσταση, οφείλουμε να ανατρέξουμε στις γυάλινες σχέσεις που περιβάλουν τον οπτικό μας ορίζοντα, να ρεμβάσουμε πως η κοινή εμπειρία μετατρέπεται σε αντανακλώμενη εικόνα, λαξευμένη στις αίθουσες της ιδεολογίας ενώ με την σειρά της αυτή ως γλώσσα καθίσταται κοινή δια των μηχανισμών επικοινωνίας, μετατρέποντας τις καταστάσεις και τους ανθρώπους σε εμπειρίες καταδικασμένες να προσεγγιστούν ως εικόνες. Η ρήση ¨γιαυτά που δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, καλύτερα να σωπαίνει” μετατρέπεται σε σλόγκαν της μαζικής κοινωνίας ύπο την μορφή του: ”γιαυτά που δεν μπορεί να σιωπήσει κανείς καλύτερα να τα απεικονίζει”.
Η διαδικασία αυτή, θα ήταν οξύμωρο να ισχυριστούμε πως προέρχεται από ένα οργανωμένο σχέδιο μιας μυστικής, συγκεντρωτικής εξουσίας αφού αυτή υφίσταται ως σώμα μόνο στην αοριστολογία που ενδιετάται στο φαντασιακό του αφηρημένου υποκειμένου μαζικής παραγωγής του έτερου μη-σώματος, της κοινωνίας, η οποία, ως λογοκεντρικό κατασκεύασμα συνθέτει τους χώρους στους οποίους πραγματοποιείται ο προαναφερθέντας μετατονισμός. Στην δραστηριότητα αυτή, η οποία συνιστά το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα κυριαρχίας μιας μηχανιστικής αντίληψης για την ζωή, είμαστε σε θέση να απολαύσουμε τους κοινωνικούς ρόλους να σμιλεύουν πομπώδεις αφηγήσεις στο όνομα της ανέκκλητης κοινωνικής οικουμενοποίησης του δυτικού δημοσίου. Οι πρόσφυγες δεν φιλοξενούνται ούτε διώκονται. Όχι, ο πρόσφυγας ως το νέο δυτικό υποκείμενο το οποίο οι κοινωνικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί επικαλούνται, μονομαχώντας λυσσασμένα, περιδυνόμενοι γύρω από την κοινωνιολογική σφαίρα του, αλλά ο πρόσφυγας, ως το υποκείμενο που εξαναγκάζεται να απολέσει πρωτίστως την συνοχή του ως πρόσωπο ώστε να χαθεί στην μετάφραση του εκκοσμικευμένου δυτικού κράτους, το οποίο εξατομικεύοντας μετατρέπει τον μύθο λογικά σε αφήγηση και τον λόγο σε μύθο δια της αφήγησης.
Η επιστροφή όμως στην μάστιγα του πρακτικισμού, σε μια δημόσια τοποθέτηση είναι κάτι που επιβάλλεται. Το άμεσο αντίκτυπο, το όφελος, το κόστος, η ολοκλήρωση της διαδικασίας και τα προβλήματα που έχουν τακτοποιηθεί η τείνουν σε μια οριστική λύση. Το επικείμενο μέλλον και το αύριο μαζί με την σοδειά που θα φέρει, κατείχαν διαχρονικά εξέχουσα θέση στους προβληματισμούς του εκάστοτε όχλου και μόνο λόγω της δομικής του φύσης. Μία μάζα ανθρώπων, που ενώνεται κάτω από τον την άφεση των ενστίκτων στην εξομοίωση της επιβίωσης και τον συνακόλουθο ευνουχισμό τους, μπορεί μόνο να απαιτεί για απτά αποτελέσματα στην γλώσσα της κοινής αξίας, ενώ η ίδια αυτή η φετιχοποιημένη αξία ταυτόχρονα αίρει το μόνο σημείο κοινού ενδιαφέροντος, άρα και το ενδιαφέρον καθ αυτό. Στην κενή θέση του αποθνήσκοντος ενδιαφέροντος τοποθετείται η πράξη ως παραγωγός αξίας δια του εαυτού της. Η αλληλεγγύη ως διάκοσμος των ανθρώπινων θυμάτων της παγκόσμιας αποστέρησης. Το μίσος ως το χαρακτηριστικό στοιχείο της μοναδικής αλληλεγγύης που μοιάζει να ξεπροβάλλει σε μια κοινότητα σκλάβων, αιχμάλωτων της απουσίας πατρικού εδάφους. “ Η αφομοίωση μέσα στο σύστημα, απαιτεί την ανάκτηση των απομονωμένων ατόμων ως άτομα από κοινού απομονωμένα. ” Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο το κοινωνικό σώμα στερείται της μοναδικής ιδιότητας που του είχε απομείνει σαν φάντασμα, μη-σώμα μιας ιστορικής συνέχειας από την οποία είχε αποκλειστεί καιρό τώρα. Κάτω από την νεολογίζουσα επιχειρηματολογία του ” γιατί όχι;” σε μία ρητορική ερώτηση, στην οποία οι λέξεις έχουν τοποθετηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προσαρμόζεται ως απάντηση ανεξαρτήτως το περιεχόμενο του στοχασμού, απουσιάζει αυτό ακριβώς για το οποίο θα είχαμε κάποιον λόγο να αναρωτηθούμε το οτιδήποτε. Γιατί αλληλεγγύη; Γιατί ενσωμάτωση; Γιατί διωγμός; Γιατί απειλή; Γιατί όχι; Γιατί ρωτάμε; Όλες οι ερωτήσεις συμπυκνώνονται χονδροειδώς στις προπαγανδιστικές ρεκλάμες συντήρησης της ψευδοεξατομίκευσης. Μπορούμε τουλάχιστον ακόμα όμως να ευχαριστούμε την πανταχού παρούσα διαφήμιση και την απαίτηση της για συνέχεια του διαλόγου που μας χαρίζει το προνόμιο να εξακολουθήσουμε να φανφαρολογούμε υπό τους δικούς της όρους. Όσοι από εσάς ακόμα λοιπόν διαθέτετε την ευχέρεια και κυρίως την ειλικρίνεια να εξαγνίζετε την εργαλειοποίηση των ούτοσι άλλως πραγμοποιημένων ανθρώπινων σχέσεων, οφείλετε να έχετε κατά νου πως η αθώωση είναι εξασφαλισμένη αλλά όχι και η αποφυγή της τιμωρίας. Ας μην χρονοτριβούμε λοιπόν επιστρέφοντας στο διακύβευμα.
3)Αναρχικοί και προσφυγικό
Αλληλεγγύη θηλυκό
η συμπαράσταση σε δοκιμαζόμενους συνανθρώπους
η αλληλοβοήθεια και το αίσθημα ενότητας μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα και στόχους.
Λες και υπήρχε κάποια εγγύηση για την διάσωση του νοήματος μέσω της διάχυσης του από τις γέφυρες των εννοιών που συνδέουν τους ιστορικούς χρόνους. Ναι, διαβλέπουμε με ευκολία το πώς τα νοήματα μεταναστεύουν με την αρωγή των λέξεων. Αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε είναι το πως αυτά απολυτοποιούνται με την ανάπτυξη του κοινωνικού γίγνεσθαι καθώς και τις έσχατες συνέπειες τους. Γιατί το νόημα μπορεί να συνδέει δύο εποχές εκμεταλλευόμενο τον σχετικά σταθερό χαρακτήρα της γλώσσας αλλά δεν δύναται να αποτυπώσει τα αξιακά εφαλτήρια τα οποία διαμορφώνουν την ίδια του την μετάφραση και αναπαραγωγή. Η επαίσχυντη χριστιανική προέλευση της αλληλεγγύης από τις κοινότητες των δούλων, των παρακμιακών και των υποταγμένων, μέσω μιας γενεαλογικής προσσέγγισης, μας αποκαλύπτει το νόημα της λέξης που χρησιμοποιούν ορισμένοι την σήμερον ημέρα ως βασικό πρόταγμα της επανάστασης τους, αυτό που δεν μπορεί να μεταδώσει όμως είναι τη μορφή που πήρε στην τότε κοινωνική πραγματικότητα, διαμορφωμένη από το αντίστοιχο αξιακό υπόβαθρο, όπως και την σημερινή της εξέλιξη σε καθεστώς αδιασάλευτης ομοθυμίας υπό το νανούρισμα μηδενιστικών παραληρημάτων. Απλοϊκά διατυπωμένο: Η λέξη ταξιδεύει στο σήμερα μα η συνεχής φθορά, σε συνέργεια με την διαδεδομένη αποϊστορικοποίηση, μας αφήνει μόνο με την αναμονή της επικείμενης ανασκαφής ενός απολιθώματος.
α) Οικειοποίηση του χώρου που διατίθεται προς οικειοποίηση.
Η απουσία στόχευσης ( πολιτικής η κοινωνικής ) για την ανεύρεση μιας οριστικής λύσης, μα ιδίως η χαρακτηριστική αμέλεια, αποδεικνύει περίτρανα πως σε μια κοινωνία δίχως σκοπό, κατεύθυνση, στόχο και συμφέρον κανένα πραγματικό νήμα δεν δύναται να επουλώσει τις χαίνουσες πληγές στα ίδια τα ανθρώπινα θεμέλια της. Με τον ίδιο τρόπο κάνει εμφανές τον γενικότερα πρόδηλο βαθμό διαποτισμού των αυτοαποκαλούμενων σύγχρονων επαναστατικών κινημάτων από τις κυρίαρχες αξίες. Η έννοια της αλληλεγγύης, όταν δεν κοσμεί σαν φτηνή συνθηματολογία τις εκστρατείες της φακής σε αγώνες πλήρως καταδικασμένους στην τυχαιότητα της δημόσιας θεματολογίας, συνηθίζει να συμπληρώνει το ψηφιδωτό των ανεπίτευκτων ιστορικών υποσχέσεων, αδιαφορώντας και αγνοώντας την υποβάθμιση τους σε ακαθόριστα σχήματα, πομπούς της γνωστής και άχρονης σύγχυσης της εμπορευματικής κοινωνίας. Το περιούσιο κίνημα των ανδραποδισμένων αλληλέγγυων, μαζί με τον ιστορικά δικαιωμένο σκοπό του, δεν δύναται να περιθάλψει και να στηρίξει κανέναν, ούτε καν από την επονείδιστη θέση του ελεήμονα και του γλίσχρου φιλανθρωπικού έργου του. Σε πλήρη αντιστοιχία με το αποσαθρωμένο έθνος-κράτος, του οποίου τα διλήμματα για την διαχείριση του ανεξέλεγκτου ανθρώπινου δυναμικού μετουσιώνονται σε μιντιακά σόου και σε υποκριτικά αναφιλητά ενώ στα παρασκήνια διαδραματίζεται η πλέον βάρβαρη αποκειμενοποίηση του ανθρώπινου σώματος και η μετατροπή της πραγματικότητας σε ένα συνεχές reality τρόμου για την ανάγκη της ολότητας του κεφαλαίου που ασφυκτιά, το αμάλγαμα των ”ανταγωνιστικών δυνάμεων” σκηνοθετεί με τα αποφάγια του θεάματος την δική του παράσταση. Γι’ αυτόν τον λόγο πλέον όλες οι δράσεις, οι κινητοποιήσεις και οι αγώνες έχουν απολέσει τα ακραιφνή αναρχικά τους χαρακτηριστικά και οι συζητήσεις περί της καταγωγής της αναρχίας, οι ιστορικές αναθεωρήσεις, οι διαμάχες, οι σεχταρισμοί επανεμφανίζονται και ανακυκλώνονται σε πλήρη ένταση. Τίποτα δεν είναι πλέον διακριτό, τίποτα δεν είναι πλέον σαφές. Η αναρχική αλληλεγγύη δεν μπορεί να διαχωριστεί από το κοινωνικό ένστικτο στα κοπάδια των ενσυνείδητων πολιτών. Οι επιθέσεις και οι πράξεις καταστροφής αδυνατούν να διαχωριστούν από την καλπάζουσα σήψη που το κεφάλαιο καλλιεργεί ως μόνιμη συνθήκη. Οι επιλογές ζωής αποσυνδέονται από την προέλευση τους και παρουσιάζονται στις αγορές ως απόλυτα, καθολικά και ανεξάρτητα στοιχεία σμίλευσης μιας ταυτότητας. Συνεπώς, καθώς τα πάντα συμβάλουν απλά στην κατασκευή μιας ταυτότητας καταναλωτή και το αστικό περιβάλλον μετατρέπεται σε μια αχανή έρημο εμπορευμάτων, η φιλοξενία των προσφύγων έχει ήδη πραγματοποιηθεί ιστορικά και η μόνη προσφυγική κρίση μέσω της οποίας απειλούνται τα κράτη στην προκειμένη, είναι το φαινόμενο της αυτοεξωρίας των κοινωνικών εξαρτημάτων στο περιθώριο της εξατομίκευσης τους, αντιλαμβανόμενοι ολοένα και περισσότερο τον γενικευμένο παραγκωνισμό τους στην αυτοκρατορία των απρόσωπων ξενιστών.
Αυτός είναι και ο λόγος εξαιτίας τους οποίου δεν διαθέτουμε την ικανότητα να φιλοξενήσουμε η να εκδιώξουμε κανέναν. Ανήμποροι να επαναστατικοποιήσουμε τον οποιονδήποτε, αρκούμαστε στο να επιδιδόμαστε σε άναρθρες κραυγές απελπισίας, φτηνές απομιμήσεις ανθρώπων ιδιοκτήτων της ζωής τους, με την ψευδαίσθηση ενός εκλιπόντως ελέγχου. Τα σύνορα στην σύγχρονη εποχή δεν ρυθμίζονται από τα φυσικά τους όρια αλλά διαμορφώνονται στο ίδιο το εσωτερικό των κρατών. Οι απέλπιδες, σισύφιες προσπάθειες των προσφύγων να διασχίσουν τις πύλες του ευρωπαϊκού παραδείσου, ρισκάροντας την μοναδική περιουσία που κατάφεραν να διαφυλάξουν ώστε να διεκδικήσουν μία θέση στο στερέωμα της μισθωτής κακομοιριάς δεν γνωρίζουν πως θραύονται, όχι στους προμαχώνες των μεθοριακών περιοχών, αλλά στα κυγκλιδώματα της κοινωνικής κατάτμησης και της ταξικής υπαγωγής. Οφείλουμε γι αυτό να διατηρούμε στην σκέψη μας την αντιστρόφως ανάλογη επίρρωση των τεχνικών προσομοίωσης εις βάρος της φθοράς του αυθεντικού βίου. Τα γεγονότα συνεπώς έχουν πάψει να βιώνονται, να νοηματοδοτούνται και πρωτίστως να καταγράφονται δια της φυσικής τους εξέλιξης παρατημένα στην απρόσκοπτη, αχαλίνωτη κίνηση των εικόνων. Οι πρόσφυγες ως φυσική παρουσία, περισσεύουν λοιπόν όταν τα εκάστοτε δυτικά σύνολα, εμποτισμένα με την ικμάδα που προσδίδει η ιδεολογική ασφάλεια, έχουν εκδώσει τις τελεσίδικες αποφάσεις τους μέσω του παραδεδεγμένου ασαφή και αόριστου τρόπου, για τον ρόλο που τους προσήκει. Δεν είναι μόνο ο αχός των ακατάπαυστων βομβαρδισμών, οι μεμψιμοιρίες των ανήσυχων εθνοπόντικων, οι φράχτες στα σύνορα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι υγροί μαζικοί τάφοι, η άνοδος του εθνικισμού, τα φιλάνθρωπα σκέλεθρα και οι κάννες των όπλων πίσω από το αγόγγυστο μαρτύριο των προσφύγων. Είναι τα εμπορικά κέντρα, η θαλπωρή του καναπέ, οι αμέριμνες βραδυνές περιδιαβάσεις στα στενά της πόλης, οι προβολές και οι ταινίες στα αυτοοργανωμένα επιμορφωτικά εργαστήρια, η διαπόμπευση υπό την μορφή επικοινωνίας στα social media, το τετριμμένο καλημέρα με τον γείτονα, η νεκρανάσταση και η κατανάλωση επαναστατικής ιδεολατρείας, ο ίδιος ο λόγος που συνοδεύει την κάθε μας δραστηριότητα. Κυρίως όμως, είναι η γαμημένη καθημερινή ζωή που ασελγεί πάνω στα ζώντα υποκείμενα. Η εκπόρνευση οδυνηρών βιωμάτων στο δημόσιο για την πορνοποίηση κάθε δημόσιου βιώματος. Τότε μονάχα η οδύνη διαλύεται στην φαινομενικότητα.
Φιλοξενία στους μετανάστες. Χαρτιά στους μετανάστες. Refugees Welcome. Είμαστε όλοι μετανάστες. Πόσων αλήθεια οι καρδιές ευφράνθηκαν μόλις βρέθηκαν μπροστά στην φιλόξενη στάση του ελληνικού λαού; Πόσες ελπίδες αναζοπυρώθηκαν βλέποντας κόσμο των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων να στέκεται αλληλέγγυος με το δράμα των προσφύγων, φτάνοντας στο σημείο πολλοί εξ αυτών να φιλοξενούν κόσμο στην ίδια τους την κατοικία; Οι προσδοκίες αναπτερώθηκαν, οι επιθέσεις σε καταυλισμούς, τα πογκρόμ, οι πορείες μίσους και το ρατσιστικό δηλητήριο που για να είμαστε ειλικρινείς ουκ ολίγες φορές χύθηκε, αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά και φυσικά δεν χαρακτήριζαν σύνολη την ελληνική κοινωνία, η οποία με το προσφυγικό παρελθόν της βαθιά χαραγμένο στην συλλογική μνήμη στάθηκε δίπλα στους πρόσφυγες. Σε ομόλογη διάθεση το ”κίνημα” δεν άργησε να επιδοθεί στην ιδαίτερα ανεπτυγμένη δραστηριότητα της αοριστολογίας, της αμετροέπειας, του μεσσιανισμού και της κατασκευής μανιχαϊστικών αναγνώσεων. Αναγνωρίζοντας στην ταυτότητα του πρόσφυγα, ένα καθ εαυτό επαναστατικό υποκείμενο, έσπευσαν επιτακτικά να δημοσιοποιήσουν τις φιλόξενες προθέσεις τους με τον μανδύα της αγωνιστικής όσμωσης ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους. Επειδή όμως δεν έχω καμία διάθεση να εστιάσω στην αποδόμηση των φαιδρών φληναφημάτων της αριστεράς κλασσικής ή ριζοσπαστικής, θα περιοριστώ στην ανάδειξη των αντιφάσεων, πάνω στις οποίες έχει καλλιεργηθεί το αμάλγαμα των αλληλέγγυων και του κινήματος των καταλήψεων.
β) Ιστορικισμός και η συνακόλουθη αναπαραγωγή των κρατικών αφηγήσεων
Δεν θα προσφέρω μία καινοτόμα διαπίστωση λέγοντας ότι διαχρονικά οι άνθρωποι των καταπιεσμένων εργατικών στρωμάτων, οι περιθωριοποιημένοι, οι αποκλεισμένοι, οι παραβατικοί, οι μετανάστες και γενικότερα οι κοινωνικές ομάδες εντός των οποίων εμφανιζόντουσαν τα εκάστοτε ανατρεπτικά κινήματα, κατοικούσαν στα πλαίσια των αντιφάσεων που τα εξέθρεψαν. Αυτές οι αντιφάσεις εξάλλου προτού υπερκεραστούν ( στοιχείο εμφανές στην αποδοχή τους ως ανατρεπτικό κίνημα διαμέσου της σύγχρονης ιστορικής αφήγησης ) και καταλήξουν στοιχείο της πολιτισμικής διάρθρωσης, τους εξασφάλισαν τον χαρακτηρισμό του ανατρεπτικού κινήματος στο σήμερα. Ήταν όμως η ίδια η αίσθηση του αποκλεισμού η καθοδηγήτρια αρχή, το έρεισμα πάνω στο οποίο κατόρθωσαν να συγκροτηθούν ως αδιαμεσολάβητο κίνημα, ως δύναμη αλλαγής και καταστροφής. Η φιλοξενία αποτελούσε καταφύγιο της καπιταλιστικής αυτοκρατορίας, δικλείδα ασφαλείας και κανάλι αποσυμπίεσης μπροστά στα επελαύνοντα κύματα των δυσαρεστημένων. Πως θα μπορούσαν στο κάτω κάτω οι ίδιοι οι ”φυλακισμένοι”, οι επιζήσαντες της κρατικής επίθεσης που ναυλοχούν διαρκώς αναζητώντας ρήγματα στο τοίχος με σκοπό να το γκρεμίσουν, να φιλοξενούν επισκέπτες σε έναν κόσμο αδιανόητο να θεωρηθεί ποτέ δικός τους; Η έννοια του φιλόξενου κράτους και του αλληλέγγυου λαού προσιδιάζει περισσότερο σε αριστερές ανθρωπιστικές δοξασίες ή σε χριστιανικά κελεύσματα ηθικής, όχι πάντως σε επιδιώξεις ολικών αρνητών του υπάρχοντος. Γι αυτούς ούτε δυνάμει φιλόξενα κράτη υφίστανται, ούτε καντιανής προέλευσης κοινωνικές εφαρμογές της κατηγορικής προσταγής, ούτε ”κατειλημμένες νησίδες ελευθερίας” εντός των οποίων αναπτύσσεται ένας νέος κόσμος. Είναι φορές που οι λέξεις λειτουργούν σαν κενά σημεία, δίχως να καταλήγουν σε κανένα νόημα και άλλες φορές που η χρήση τους μπορεί να να διαυγάσει άφατες αλήθειες. Αυτό ακριβώς παρατηρούμε να συμβαίνει σήμερα με τις λέξεις φιλοξενία, ανθρωπιά, κοινωνική αλληλεγγύη και άλλα γλοιώδη, αόριστα νοητικά σχήματα της μεταμοντέρνας χύτρας. Οι πράξεις βέβαια κραυγάζουν κι ακτινοβολούν περισσότερο από οποιαδήποτε λέξη, αλλά στην πραγματικότητα του θεάματος που θα μπορούσε να αποτυπωθεί ευκρινέστερα ο απόλυτος ρεφορμισμός αν όχι στην χρήση φράσεων όπως κοινωνική αλληλεγγύη η συνθημάτων τύπου χαρτιά στους μετανάστες, κλοτσιές στα αφεντικά από αναρχικούς; Ας έχουν υπόψιν τους ορισμένοι πριν ξεκινήσουν να μακρυγορούν και να φωνασκούν ότι η κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι το αίσθημα του αγώνα ως κοινό βίωμα ανάμεσα στα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα αλλά η πρόσφυση του ποιμνίου στο όνομα της οποίας θυσιάζονται όλες οι αντιφάσεις. Θα αναφερθώ όμως αργότερα στον ιστορικισμό των χαυνωμένων καλοθελητών. Στο παρόν έχει περισσότερο ενδιαφέρον να αναφερθώ στην χωροταξική αμφίδρομη σχέση των εν ελλάδι αναρχικών με το κράτος. Μία σχέση όχι επιβολής, αφομοίωσης και κυριαρχίας αλλά σύνθεσης και αδιαχώριστης συνάφειας υπό την σκεπή της ίδιας ολότητας. Οι αναρχικοί δεν έχουν αφομοιωθεί από την κυριαρχία όπως και η κυριαρχία δεν μεταστρέφεται διόλου από τις κλαυσήγελες προσπάθειες των αναρχικών. Οι αναρχικοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κυριαρχίας, σε απόλυτη διαλεκτική σχέση με τα υπόλοιπα αόριστα ρεύματα της κοινωνίας και φυσικά απαλλαγμένοι εκ της όποιας συνειδητοποίησης, πυλώνας της συνδιαχείρησης του δημοσίου χώρου. Η ανάγκη άμεσης δραστηριοποίησης μπροστά στα κοινωνικά προβλήματα που ενσκήπτουν φανερώνει ακριβώς αυτήν την αλληλένδετη ύπαρξη. Ακόμα περισσότερο ο τρόπος και τα μέσα. Καταλήψεις κτηρίων, επαγγελματική αποκατάσταση, ένταξη στην κινηματική καθημερινότητα, σεβασμός και αποδοχή της διαφορετικότητας, απάμβλυνση των ανύπαρκτων γενικότερα επαναστατικών θέσεων και προταγμάτων στο όνομα της συνύπαρξης, φιλανθρωπία, αναγωγή της κοινωνικής αλληλεγγύης σε ύψιστο καθήκον, θυματοποίηση, θυμική στοχοποίηση των υπευθύνων η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στερείται οποιασδήποτε κριτικής θέσης η τουλάχιστον υποτυπώδους γεωπολιτικής ανάλυσης, αδιαφορία για μια στοχοθεσία ως εκφραστή μιας συνολικότερης στρατηγικής και άλλα πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν την ομοιότητα ανάμεσα σε ”κίνημα” και τα υπό κατάρρευση κράτη. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που τα κράτη αδυνατούν να αφομοιώσουν ουσιαστικά τον οποιοδήποτε έτσι και οι αναρχικοί δεν διαθέτουν κανέναν χώρο εντός του οποίου μπορούν οι πρόσφυγες να ενταχθούν και να αλληλεπιδράσουν. Το μόνο που απομένει είναι η ταυτοποίηση των παρείσακτων και η ραχιτική ψευδοεπικοινωνία μαζί τους με την αρωγή της αστικής πολυσθένειας. Το χωνευτήρι ασχήμιας και αδυναμίας θα συνεχίσει να πλαταίνει έως ότου οδηγήσει στην ολοκληρωτική καταστροφή. Μια καταστροφή, μακριά από την ευκταία διονυσιακή τρέλα του οριστικού ξεπεράσματος διαμέσου της εκφόρτισης μιας συσσωρευμένης δύναμης. Μια καταστροφή βιωμένη στην πλήρη της ένταση στο σήμερα. Στα βράδια της ανοίας, στις μηχανικές διαδρομές ανάμεσα στα αστικά πλήθη, στα υποχρεωτικά πέρα δώθε των διακοπών, στις ανούσιες ανταλλαγές ακατάληπτων πλέον λέξεων, στις μικρές ασήμαντες και αβίωτες πλέον καθημερινότητες μας ανεξαρτήτως αν σε αυτές περιλαμβάνονται πρόσφυγες ή όχι. Όσοι επέλεξαν να ακολουθήσουν αυτήν την καταστροφή αποδεχόμενοι, είτε με επευφημίες είτε με παράπονα το γέρμα της ζωής, δεν θα μας λείψουν καθόλου. Ας κοιτάξουν τουλάχιστον να συμμαζέψουν την μνησικακία τους αποφεύγοντας να διαδώσουν την μιζέρια που έχει γίνει πλέον φύση τους με την μορφή επαναστατικών διαγγελμάτων. Δεν έχουμε κανένα τόπο να θεωρήσουμε πατρίδα μας, δεν θέλουμε να επαν–οικειοποιηθούμε ούτε χαλίκι από τις αυτοκρατορίες των μαζών. Όπως είχε διατυπώσει εύστοχα στο κάτω κάτω και ο Alfredo Bonnano: ” Απομακρυσμένος από την καταστροφή σαν ολικό πρόταγμα, ο ίδιος ο αγώνας αφυδατώνεται και η παραγωγή που θα μπορούσε να κάνει μια απόπειρα αυτοδιαχείρισης λιποθυμά στα χέρια της συν-διαχείρησης”. Αυτό που διαχρονικά απομένει στον εξεγερμένο είναι η διαύγαση του πλέγματος αλληλοεξαρτήσεων στο εσωτερικό του οποίου αναπαράγεται ο εχθρός. Αμφιβολίες σχετικά με την επιλογή και την ηθική διάσταση της επίθεσης δεν υφίστανται.
Επιστρέφοντας στις φαινομενικά πρωτόφαντες ιδεολογικές αναθεωρήσεις εντός του αναρχικού χώρου αλλά όχι μόνο, σε αυτό το όχι μόνο μας δίνεται η δυνατότητα να βρούμε απαντήσεις για καλά επικουρούμενες από την ιστορική νάρκωση, παραδοξολογίες. Οι πολλαπλασιαζόμενες αναθεωρήσεις με την κουστωδία της γενικευμένης σύγχυσης δεν προσιδιάζουν σε απόμερους πρίνους έρημων τόπων, αλλά στους κύριους και μοναδικούς καρπούς της αστικής ισοπέδωσης. Η ρέμβη μιας ιστορίας αυτόνομης, αυταρχικής και διαρκώς επανερχόμενης, μέσω των εμπορευμάτων συμπαρασύρει τα άτομα σε έναν ξέφρενο χορό με τις απραγματοποίητες υποσχέσεις που στον ανεστραμμένο κόσμο του θεάματος έχουν την ευκαιρία να κυριαρχήσουν, ( η για να κυριολεκτούμε να προσποιηθούν την κυριαρχία τους ), μεταφέροντας τις εικόνες του τότε στο σήμερα δίχως την παραμικρή συνέπεια. Οι συνθήκες, τα πρόσωπα, τα κίνητρα, οι ίδιες οι ιστορικές εκρήξεις και τα ποτάμια αίματος στην επιφάνεια των οποίων τα καράβια του χρόνου διαφυλούσαν το μέλλον κυριευμένα με την λατρεία της φθοράς και τον σχεδιασμό της μοίρας αφανίζονται, αγνοώντας τον πνιγμό όσων λαγγεμένων επέλεξαν στο σήμερα να τα ακολουθήσουν κολυμπώντας. Στα συντρίμμια της ιστορίας λοιπόν, ξεπροβάλλει ο πλέον χυδαίος ιστορικισμός. Δεν μιλά όμως για μια ιστορία κομιστή γνώσης και λόγου. Δεν ερείδεται σε μια προϊούσα αποκάλυψη ενός ιστορικού σκοπού, ούτε προτίθεται να πάρει ξεκάθαρη θέση στην μαινόμενη κοινωνική σύγκρουση. Είναι ένας ιστορικισμός, ως εργαλείο διάνθισης ιδεολογικού λόγου, ο οποίος καταναλώνεται από τα πλήθη ως εμπόρευμα. Καλύπτει με ένα μαύρο σάβανο τα κοινωνικά δρώμενα και ωθεί τους θεατές στην θεαματική αυτοαναφορική δράση. Η μοναδικότητα των στιγμών και οι ιστορικοί τόποι στους οποίους μετανάστες και ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια ξεδίπλωσαν μια επαναστατική διάθεση αγνοούνται, τα ενεργά υποκείμενα διαχωρίζονται από τις επιλογές τους και απεμπολούν την ολότητα τους ενώ απομονωμένες ανιστορικές εικόνες παρατάσσονται στις βιτρίνες της αλλοτρίωσης. Οι αλληλέγγυοι αντιμετωπίζουν τα πλήθη προσφύγων στην καλύτερη ως άβουλα, ενεργούμενα με την ανάγκη ποδηγέτησης μέχρις ότου την κατανόηση του συμφέροντος τους και στην χειρότερη ως αξιολύπητα ρετάλια, για την εκτόνωση του φιλάνθρωπου οίκτου μας. Οι καταναλωτές ιδεολογίας αφού εδώ και χρόνια απέναντι στις σύγχρονες κρίσεις, ( τις οποίες πρωτίστως ασπάστηκαν ως δικές τους ) επέλεξαν να κατεβάσουν από τα ράφια τον Μαρξ και τον Μπακούνιν, ώστε να αναζητήσουν απαντήσεις στρεφόμενοι με ξέχειλο πάθος στον εργατισμό, στον λαϊκισμό, στην τελεολογία, στην κομμουνιστικοποίηση και στον ντετερμινισμό, τώρα αναπόφευκτα εφαρμόζουν την ίδια στρατηγική όσον αφορά το προσφυγικό ζήτημα. Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως a priori δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα, η κοινωνική αλληλεγγύη ως επαναστατικό καθήκον και ο εχθρός φυσικά αναλλοίωτος και απαράλλαχτος από τον 18ό αιώνα. Παρερχόμενοι βέβαια τις πραγματικότητες και τις δυνάμεις δια των οποίων προέκυψαν οι ”απελευθερωτικές” κοινωνικές συγκρούσεις στο παρελθόν, θέλοντας να τις μεταφέρον αυτούσιες στο τώρα, εκπίπτουν στην ηγεμονισμό, την εξουσιομανία και το καναλιζάρισμα, με απότοκο ο ίδιος ο δήθεν απελευθερωτικός αγώνας να απεμπολεί όποιο απελευθερωτικό η οριζόντιο χαρακτηριστικό του. Φτάνουμε έτσι στο σημείο οι πολυσυζητημένες δομές αλληλεγγύης για την επανένταξη, την φιλοξενία, την αγωνιστική όσμωση η οποιοδήποτε άλλο καθήκον επιλέγει το κάθε σχήμα ώστε να φτιασιδώσει την δραστηριότητα του και να επισκιάσει τα καλορυθμισμένα γρανάζια στα θεμέλια του, όχι μονάχα να φυλακίζουν το σήμερα στην πλέον ειδεχθή παρελθοντολαγνεία, αλλά να κηλιδώνουν το ίδιο το παρελθόν, ενισχύοντας τις στρατιές του υπάρχοντος ενόσω αυτές προελαύνουν ενάντια στα ετοιμόρροπα τείχη της κοινωνικής μνήμης. Αντιλαμβανόμενοι την αλληλένδετη σχέση μεταξύ της ιστορικής παραποίησης διαμέσου των σημερινών νοθευμένων συγκρούσεων και της καταξίωσης του σήμερα διαμέσου της ιστορικής παραποίησης, δεν διαθέτουμε τα περιθώρια να βρεθούμε προ εκπλήξεως μπροστά στους σωρείτες ευφημισμών που το παγκόσμιο θέαμα επιφυλάσσει για τους μη εμφανώς κεφαλαιοποιημένους ακόμα, ανολοκλήρωτους αγώνες. Το ίδιο εγκώμιο, που πλέον δικαιώνει εργατικούς αγώνες του παρελθόντος, κονιορτοποιημένες επαναστάσεις και βαλσαμωμένα κινήματα ( πχ. Αντιρατσιστικά, φεμινιστικά ) θα στολίσει άμεσα και τα ενασχολούμενα με το προσφυγικό ζήτημα κινήματα. Η θέση μου όμως δεν περιορίζεται σε μία μερική κατά την γνώμη μου κριτική της αφομοιωτικής διαδικασίας και αυτό διότι δεν διαχωρίζω τους κοινωνικούς μηχανισμούς από τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα τα οποία τους ενσαρκώνουν. Ως συνέπεια της παραδοχής αυτής τα κινήματα δεν αποτελούν πιθανά αντικείμενα αφομοίωσης, αλλά είναι η ίδια η κοινωνική αφομοίωση δια της οποίας συντίθεται το εκμαγείο του θεαματικού παραπήγματος. Γιατί μόνο η συνολική, αδιαμεσολάβητη, μηδενιστική επίθεση η οποία μετατρέπει τον πόλεμο σε προσωπικό στοίχημα, διαθέτει τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να γκρεμίσει συθέμελα το υπάρχον, απομακρυσμένη από ρεφορμιστικά αιτήματα και αποδεσμευμένη από το βραχνά των κοινών υποθέσεων. Αδιαφορώ για το πόσο ισοπεδωτικό ή ελιτιστικό ακούγεται αυτό. Πολλά έπονται της απόρριψης της αντίληψης ότι το κράτος είναι αυτόνομο υποκείμενο με προσωπική βούληση όσο κι αν οι ιδεολογίες των παρακμιακών του ζηλωτών διατρανώνουν το αντίθετο.
γ) Η αλληλεγγύη κοινός τόπος του φιλελεύθερου κράτους.
Τέλος, θα ήθελα να κάνω μια πολύ σύντομη αναφορά στο δόγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία προς χάριν της λεκτικής πολυφωνίας μόνο διαχωρίζεται από την έννοια της φιλανθρωπίας. Κοινός τους τόπος είναι ο τόπος του αστικού κράτους, τα κεκτημένα του διαφωτισμού και η θρησκεία του ανθρωπισμού. Η ιεροποίηση της κοσμικότητας, επικουρούμενη από την αποϊεροποίηση της προσωπικότητας. Μια σχέση που διασφαλίζει ο συνεχής κρατικός έλεγχος, με την εισβολή του σε κάθε πλευρά της ιδιωτικής ζωής και την κατάργηση της, μέσω της επιβεβλημένης εξατομίκευσης. Το κράτος αποκτά σάρκα και οστά όσο αποκειμενοποιούνται τα ζώντα υποκείμενα στο εσωτερικό του, όσο οι υποθέσεις του κράτους μετατρέπονται σε υποθέσεις των υποτελών του. Όσο κληρονομούν ανεπιφύλακτα τον λόγο του και όπως ο μεγάλος άπατρις φιλόσοφος Φ. Νίτσε είχε ισχυριστεί ” Κάθε τι που κάνει ένας άνθρωπος που βρίσκεται στην υπηρεσία του κράτους είναι αντίθετο προς την φύση του ”. Η θέληση για δύναμη του κράτους είναι η ατροφία της θέλησης για δύναμη του Εγώ. Είναι όπως θα έλεγε και ο ίδιος η απόλυτη κυριαρχία των ανθρώπινων αντενεργών δυνάμεων. Η αλληλεγγύη των κοινωνικών εξαρτημάτων είναι ο θάνατος της αμφίδρομης αλληλεγγύης, των πραγματικών αόρατων νημάτων ανάμεσα στους δημιουργικούς πλάνητες. Η εσωτερίκευση των κρατικών αναγκαιοτήτων, εκδηλωμένες πλέον ως ένστικτο, ως αντανακλαστική κίνηση, ως φύση, δίνουν την χαριστική βολή στις πιο ρωμαλέες και τις πιο αξιοζήλευτες πλευρές του ανθρώπινου είδους. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν στοχοποιώ τις κινητοποιήσεις για το προσφυγικό ως ρεφορμιστικές στο όνομα μιας επαναστατικής ορθότητας αλλά ως μηχανικές και απρόσωπες. Xαρακιές στα ανθρώπινα σώματα εις όφελος της υγείας της κοινωνίας. Αποτελμάτωση της προσωπικής βούλησης και απόλυτο καναλιζάρισμα των κατ’ επίφαση ελεύθερων επιλογών στα δίκτυα της διαλεκτικής του κράτους. Πόσο δυσμενής είναι η θέση κάποιου ικανού να παρατηρεί την αλληλεγγύη από επιτομή της φυσικής εγγύτητας, από συναισθηματικό παλάτι που αγκαλιάζει στοργικά όσους αντιμετώπισαν θύελλες και δαίμονες στα μέσα της ένσκοπης πορείας τους, να μετατρέπεται σε πρωταρχικό πυλώνα μιας ανθρωπότητας ξεπεσμένης και λιλιπούτειας μπροστά και στον πιο αξιοκαταφρόνητο σκοπό.
4) Μία αντιανθρωπιστική θέαση.
Επιθυμώντας να συνοψίσω και να κλείσω αυτόν τον ορυμαγδό ανώφελων συμπερασμάτων, προσωπικών προβληματισμών και απονενοημένων προσπαθειών για μια κατά το δυνατόν ευδιάκριτη αποτύπωση άφατων συλλογισμών, φτάνω αισίως στην στιγμή να καταθέσω μια δική μου πρόταση. Το πρόταγμα μου που αν κάποιος το εκλάβει σαν τέτοιο είμαι πεπεισμένος πως ανέγνωσε την κάθε πρόταση έχοντας την θετική ή αρνητική κριτική την οποία με τον διαδεδομένο ουδέτερο τρόπο εξέφρασε, σχηματισμένη και ετοιμοπαράδοτη, προτού επιλέξει να αξιοποιήσει τον χρόνο του σπαταλώντας τον σε αυτό το κείμενο. Και αφού μεταφράζω όλες τις επιλογές ως ιδιοτελείς εκφάνσεις μιας και μοναδικής ατομικότητας, καταθέτω την δική μου εγωιστική και γι’ αυτό καθόλου ξεχωριστή καθ’ αυτή θέση της οποίας το νόημα συμπυκνώνεται σε μία φράση: ” Να δολοφωνήσουμε την αλληλεγγύη ως πολιτική πράξη και κοινωνικό καθήκον.”. Η διαβόητη κοινωνική αλληλεγγύη, ως ακόμα μία αλυσίδα, εγγυητής της περίσφιξης των κοινωνικών σχέσεων και της διαιώνισης των κυρίαρχων προτύπων γνωριμίας, οφείλει να αποδομηθεί υπό την συγκεκριμένη μορφή από τους υπονομευτές του υπάρχοντος κόσμου, καθώς εντός της σοβούν οι δουλικές αρχές κατασκευής πολιτών έναντι αυτόνομων εγωιστών. Η ανθρωπιστική αλληλεγγύη των κοινωνικών κυττάρων, αφού υποβαθμίσει και περιθωριοποιήσει τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις διαχωρίζει ψευδώς δια της υπαγωγής τους στην γενικευμένη ασάφεια ενώ αποβλέπει στην δημιουργία κλίματος ενότητας μεταξύ των επιμέρους αφαιρέσεων της. Εν τέλει αποκαθαίρει το εντεινόμενο μίσος όσο το αξιοποιεί ενισχυτικά προς τους μηχανισμούς διαμεσολάβησης, μετατρέποντας την δημόσια ζωή σε συνέλευση κωφάλαλων στην οποία μόνο οι διαφημίσεις έχουν λόγο. Ταυτόχρονα όμως, με το αδράχτι του καθήκοντος γνέθει την στιγμή που μιλάμε τον νέο κοινωνικό χάρτη, εκριζώνοντας κάθε τυχόν υπόνοια αυτοκαθορισμού, στοιβάζοντας τους ανθρώπους στους συντεχνιακούς της βόθρους.
Πόσο άραγε το σύνολο των προαναφερόμενων αντιδράσεων αποδεικνύουν την βαθιά πίστη στην κοινωνία, το κράτος και στο ανήκειν στο ανθρώπινο κοπάδι; Πόσο τα ανώτερα αισθήματα της αυτοκυριαρχίας, της δύναμης, της περιφρόνησης, και του αυτοκαθορισμού εξοβελίζονται ώστε να παραταθεί η ανομβρία και η ερημοποίηση της ανθρώπινης αισθαντικότητας; Και δεν είναι η ίδια η εξέγερση και ο πολυδιακηρυγμένος πόλεμος που παραμερίζονται όταν αυτό το κοπάδι βρίσκεται υπό την απειλή της διάλυσης του; Και τελικά πόσο ειλικρινή και ραφιναρισμένο μπορούμε να κατονομάσουμε το αίσθημα αυτό όταν η δυναμική του εξαντλείται σε επιτήδειες πράξεις ελεημοσύνης και εσωτερικευμένα αντανακλαστικά οίκτου? Δίχως πάντα να απουσιάζει η χαρακτηριστική υστεροβουλία, καταχωνιασμένη στα παρασκήνια του απαστράπτοντος ανθρωπιστικού θεάματος. Αν αυτός εν ολίγοις είναι ο καθιερωμένος, κοινά αποδεχτός ορισμός της παραπάνω έννοιας, αξίζει χίλιες φορές να παραδοθεί στην φωτιά παρέα με όλες τις φτηνές βιτρίνες, τα σύμβολα του εμπορευματικού φετιχισμού και τις απομιμήσεις της κατ’ επίφαση ελεύθερης ζωής. Στη θέση του κοσμικού αυτού μιάσματος, στόχος είναι ο κάθε εξεγερμένος να αντιπαραβάλει την τραχύτητα της εγωιστικής, επιλεκτικής και περιπαθούσας συνενοχής μεταξύ προσώπων των οποίων τα δυσεύρετα, εκλεπτυσμένα αισθήματα φωλιάζουν σε πυκνές ανεξερεύνητες λόχμες διεγερμένων επιθυμιών. Η συνενοχή ως ορμέμφυτο, ως ύπατη έκφραση του αισθήματος για αναζήτηση δύναμης, ως περίστροφο στα χέρια της αριστοκρατίας των επαναστατημένων μειοψηφιών και όχι ως κοχλίας στο πλέγμα των κοινωνικών αλληλοεξαρτήσεων ή ως οφθαλμαπάτη στην έρημο της καπιταλιστικής αναγκαιότητας. Συμφωνώ λοιπόν με τον στοίχο του Λώτρεαμον: ” Η μεγάλη πανανθρώπινη οικογένεια είναι μια ουτοπία πολύ μέτριας λογικής.” Σίγουρα όμως κανείς δεν προέβλεψε την σύγχρονη ευτέλεια.
Ότι και να ειπωθεί υπό το πρίσμα οποιασδήποτε θεωρητικής ερμηνείας η εποχή είναι μία, μας εμπεριέχει και την εμπεριέχουμε, μας συντρίβει και την υπονομεύουμε, μας εξυψώνει και της το ανταποδίδουμε με περισσότερο φως. Η ανθρωπότητα ζητά την βοήθεια μας και έχουμε καθήκον απέναντι στον εαυτό μας, για την διατήρηση της συνέπειας μας να της γυρίσουμε ανενδοίαστα την πλάτη. Η ομαλότητα, η ευστάθεια και το αύριο τρεκλίζουν δίχως την ασφάλεια κανενός ιδεολογικού μαξιλαριού. Η αυτοκρατορία καταρρέει, ενώ συγχρόνως ένας γλίσχρος, υποτονικός μηδενισμός την σπρώχνει στις έσχατες μέρες της. Ποια είναι η θέση που θα διατηρήσουμε; Σε αυτό παραμένω κάθετος όσο έκλυτη κι αν φαντάζει η ομολογία μου σε όσους το ρίχνουν στις γονυκλισίες στο άκουσμα της καταστροφής αλλά την πραγματώνουν και την εξαπλώνουν καθημερινώς, αναμένοντας να σκεπάσει η σκόνη κάθε τετραγωνικό εκατοστό της ύπαρξης. Τώρα, την στιγμή της αποσάθρωσης, ας ανοικοδομήσουμε την σχέση μας με τον μύθο, κατασκευάζοντας απαντήσεις που θα μας αρπάξουν και θα μας σηκώσουν απότομα από τον σβέρκο. Αν ζητήσουν την αλληλεγγύη σας δώστε τους την βαθιά σας περιφρόνηση. Αν σας ζητήσουν τροφή προμηθεύστε τους όπλα. Αν σας ζητήσουν συνδρομή χαρίστε τους φωτιά. Αν σας ζητήσουν ενδύματα υπενθυμίστε τους την γύμνια τους. Αν σας ζητήσουν μέλλον προσφέρετε τους παρόν. Αν σας ρωτήσουν για το παρόν παρουσιάστε τους αδιέξοδα και αν αυτά δεν είναι αρκετά βάλτε την φαντασία σας στο παιχνίδι. Σε όποιον εκλιπαρήσει για ενότητα, απαντήστε με ένα ειρωνικό χαμόγελο ικανοποίησης. Οι εποχές της μετριοπάθειας και της παλινδρόμησης φτάνουν στο τέλμα τους. Η πλάστιγγα βρίσκεται στο τραπέζι και ο καθένας είναι υποχρεωμένος να ζυγίσει το βάρος των σκοπών του. Όσο για μένα ” η πτώση των λαών και της ανθρωπότητας θα σημάνει την δική μου ανατολή.”
Για την ανατολή του νέου Νιχιλισμού.
Λύσσα και συνείδηση
Άρνηση και βία.
Horizontal Mortem – Σύμπραξη Αναρχικών Consumimur Igni.
Mail επικοινωνίας: consumimurigni@espiv.net
υ.γ: Τα κείμενα με ατομικές υπογραφές πιθανόν να μην αντιπροσωπεύουν επακριβώς θέσεις και αντιλήψεις όλων των συντρόφων της σύμπραξης αλλά παρά ταύτα να εντάσσονται στην γενικότερη αναρχομηδενιστική σφαίρα και του θεωρησιακού της υπόβαθρου που προωθεί και εξασφαλίζει την αυτονομία του κάθε προσώπου.