Η Εξέγερση δεν διαπραγματεύεται
Ο χρόνος είναι η ασθένεια της πραγματικότητας. Στη φυλακή ο χρόνος είναι λες και δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα. Ο αέρας βαραίνει σαν να πλημμύρισε ρινίσματα μολύβδου και καθημερινά τα πνευμόνια μας γεμίζουν από αυτό το άρρωστο οξυγόνο που μας βαραίνει και μας βαραίνει, κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Βαραίνεις τόσο που κάποια στιγμή αρχίζεις να νομίζεις ότι σε κάθε σου βήμα σκοτώνεις και μία μέρα από τη ζωή σου, βήμα και μέρα, βήμα και μέρα…
Στα εξήμισι σχεδόν, χρόνια που βρίσκομαι αιχμάλωτος, έχω νιώσει να σκοτώνω πολλές μέρες στα ατελείωτα πήγαινε-έλα στις δικαστικές αίθουσες. Το άθλιο αυτό τελετουργικό των δικαστηρίων που διεξάγεται στο όνομα των νόμων της Δημοκρατίας, το έχω δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές και κάθε ξεχωριστή φορά έφευγα με ένα σακούλι δεκαετίες φυλακής στην πλάτη. Δεν είναι, όμως, μόνο οι βαριές ποινές που μου επιφύλαξε όλη αυτή η γραφειοκρατική βαρβαρότητα, η οποία αρέσκεται να αλέθει ζωές στη μυλόπετρα της δικαιοσύνης, που με ενοχλεί περισσότερο, όσο αυτό το αλαζονικό και αυτάρεσκο ύφος των δικαστών που εκτελούν την ελευθερίας μας νιώθοντας μέσα τους ότι εκπροσωπούν και κάτι το ανώτερο.
Τώρα, λοιπόν, βρισκόμαστε στη διαδικασία επανάληψης αυτών των δικών, μία διαδικασία στην οποία επανεξετάζονται οι πρωτόδικες δικαστικές κρίσεις για το αν ήταν ορθές ή όχι. Προσωπικά, δεν προσήλθα σε αυτή τη διαδικασία για να ζητιανέψω για ελαφρυντικά και άλλες τυχόν νομικές ελαφρύνσεις. Προσήλθα, όμως, με σκοπό να σταθώ αντιμέτωπος με την προπαγάνδα της εξουσίας, μία προπαγάνδα που θέλει να νομιμοποιήσει ηθικά και πολιτικά τις καταδίκες μας.
Για την Κυριαρχία είναι ιδιαίτερα σημαντικό και σκόπιμο όχι μόνο να εξοντώνει τους εχθρούς της καταδικάζοντας τους σε σε πολύχρονες ομηρίες, αλλά και το να τους αποδομεί σαν προσωπικότητες ώστε τα κίνητρά τους και οι πράξεις τους να φαντάζουν ιδιοτελείς, σκοτεινές, βρώμικες και οτιδήποτε άλλο εκτός από πράξεις που στοχεύουν στον ίδιο τον πυρήνα της κυριαρχίας: την εξουσία.
Για τη Δημοκρατία είμαστε μονάχα μερικοί εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Μπορεί να μας βαφτίζει τρομοκράτες, να ψηφίζει ειδικούς νόμους δίωξής μας, να δημιουργεί ειδικά σώματα καταδίωξης μας, μπορεί να μας δικάζουν σε ειδικές αίθουσες δικαστηρίων από ειδικούς δικαστές κληρωμένους ειδικά για αυτές τις περιστάσεις, μπορεί να μας κρατούν, ενίοτε, δέσμιους κάτω από ειδικές συνθήκες απομόνωσης ή και να φροντίζουν να μας επιβάλλουν κάθε πιθανό και απίθανο σενάριο εξαίρεσης μας από διάφορα δικαιώματα-κεκτημένα των κρατουμένων, αλλά πάνω απ’ όλα είμαστε εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Κι εδώ παρατηρείται το εξής εξαιρετικά ασυνήθιστο. Παρά το ότι η δράση μας θεωρητικά υπάγεται στο κοινό ποινικό έγκλημα, όλο το πολιτικό σύστημα αισθάνεται την ανάγκη να την καταδικάζει πολιτικά διαρκώς, εκδηλώνοντας τον αποτροπιασμό του. Το ίδιο και ένας ολόκληρος συρφετός από δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς παντός είδους, φιγούρες του αριστεροπροοδευτικού καλλιτεχνικού στερεώματος και γενικά διάφορες προβεβλημένες και καταξιωμένες κοινωνικές προσωπικότητες. Όλοι αυτοί μαζί φροντίζουν να διατρανώνουν, σε όλους τους τόνους πόσο απεχθής τους είναι η κουλτούρα της βίας και πόσο “η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα”. Τέτοιος ντόρος, φυσικά, ποτέ δεν έχει γίνει για οποιοδήποτε άλλο έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου και ούτε πρόκειται να δούμε κάποια έκπληξη στο μέλλον.
Κι όμως, στα δικαστήρια αυτά, συχνά, οι εισαγγελείς νιώθουν την ανάγκη να προσθέσουν στις μακροσκελείς, συνήθως, αγορεύσεις τους, πέρα από τις νομικές διατυπώσεις και κάποιες πολιτικές θέσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει σε αίθουσες σαν κι αυτήν, εισαγγελείς να σπεύδουν να σχολιάσουν πολιτικά το τι σημαίνει τρομοκρατία, τι σημαίνει πολιτικό έγκλημα, και για ποιο λόγο είναι απαραίτητα τα όρια της διαμαρτυρίας στη Δημοκρατία. Βασιλικότεροι του Βασιλέως οι εισαγγελείς εμφανίζονται να φορούν την Πορφύρα της Δημοκρατίας και να κηρύττουν την ηθική, την πολιτική και την πολιτισμική της ανωτερότητα για να καταλήξουν, τέλος, στην κλασική αρχαία γνωστή ετυμηγορία “αναρχίας δε μείζον ουκ έστι κακόν”. (Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την αναρχία).
Μπορεί, φυσικά, να μην επαναλαμβάνουν τα λόγια που ο Σοφοκλής έβαλε στο στόμα του Κρέοντα στο πασίγνωστο έργο του “Αντιγόνη”, αλλά το νόημα είναι πάντοτε το ίδιο. Οι εισαγγελικές κρίσεις, εκπροσωπούσες το αξιακό σύμπαν της εξουσίας, δεν αρκούνται μονάχα στην έκδοση απλών κλασικών καταδικαστικών αποφάσεων, αλλά επιδιώκουν να κατακεραυνώσουν την έμπρακτη εναντίωση στην εξουσία της Δημοκρατίας και τη βίαιη αμφισβήτηση των νόμων και των θεσμών της. Αυτά, λοιπόν, τα ειδικά δικαστήρια, επισήμως, αρνούνται να παραδεχτούν ότι στην πραγματικότητα είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου αλλά παράλληλα πασχίζουν με αγωνία, ως τελευταία προπύργια της ηθικής νομιμότητας του συστήματος, να υπερασπιστούν τις “ύψιστες” αξίες της Δημοκρατίας. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, δεν θα μπορούσε παρά να συνιστά μία έμμεση, έστω, παραδοχή ότι οι δίκες αυτές στην πραγματικότητα είναι και δίκες αξιών.
Στον πραγματικό κόσμο, τον υλικό κόσμο που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, οι ιδέες εκείνες που δεν βρίσκουν ένα αντίκρυσμα σε αντίστοιχες πράξεις είναι ιδέες κούφιες, κενές, άδειες από κάθε ουσία και νόημα. Αν εγώ σήμερα, είμαι όμηρος της εξουσίας και δικάζομαι ξανά και ξανά, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό είναι γιατί άφησα την ιδέα της αναρχίας να τρυπώσει μέσα μου και επέλεξα να ζήσω πολεμώντας με διάφορους τρόπους την εξουσία. Ερωτευμένος με την αξία της απόλυτης ελευθερίας, πιστεύοντας ακράδαντα μέσα μου πως κάθε είδους εξουσία, όποιο μανδύα κι αν ενδύεται κάθε φορά, δεν είναι παρά ένα βρόγχος στο λαιμό των ανθρώπων που σφίγγει και στραγγαλίζει την ελευθερία τους, μίσησα τους νόμους, τους κανόνες και την ηθική του κόσμου σας. Περιφρόνησα κάθε αρχή, σιχάθηκα κάθε έννοια πειθαρχίας, κι αγάπησα την ιδέα της εξέγερσης με την έννοια της διαρκούς έμπρακτης εναντίωσης στην εξουσία. Η γοητεία που άσκησε πάνω μου η ομορφιά της απόλυτης ελευθερίας ως αξία δεν ήταν ένα μετεφηβικό καπρίτσιο, ούτε ένας απλός νεανικός παροξυσμός από την εύκολη συγκίνηση της αδρεναλίνης και σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα ενός τυχαίου περάσματος απ’ το διάδρομο μιας βιβλιοθήκης με αναρχικούς συγγραφείς.
Σε μια εποχή που η κοινωνική διαμαρτυρία και οι όποιοι κοινωνικοί αγώνες θεωρούνταν στην καλύτερη είτε κάτι το ντεμοντέ, το ξεπερασμένο, ένα απομεινάρι μιας παλιάς γραφικής εποχής που έπρεπε να μπει σε κάποιο μαυσωλείο τιμής ένεκεν, είτε ένα πεδίο ανάδειξης δικαιωματιών του συνδικαλισμού (και του εργατικού και του φοιτητικού) που συσπείρωναν την εκάστοτε κομματική πελατεία με έναν πανάθλιο πολιτικαντισμό, η μόνη κοινωνική δυναμική που όρθωνε το ανάστημά της με μαχητικούς όρους ήταν ο κόσμος της αναρχίας και ευρύτερης αντιεξουσίας. Πήρα την απόφαση να αποτελέσω ενεργό κομμάτι της δυναμικής αυτής, ωστόσο οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής έπλασαν σε μεγάλο βαθμό και τη γενικότερη κοσμοαντίληψη μου.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, τότε που εγώ άρχισα να παίρνω μέρος στα δρώμενα του αναρχικού χώρου, η διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα απέπνεε έναν απόλυτο ζόφο. Η πολιτική ηγεμονία του συστήματος είχε χτίσει δύο ισχυρότατες κολώνες, πλέον, πάνω στην κοινωνία:
- I) Από τη μία, η συστηματική διαφθορά και εξαγορά των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, κάτι που ξεκίνησε να εφαρμόζει ως κεντρική πολιτική η Σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της εξουσίας, ήδη από το 1980 και μετά, δημιούργησε ένα ολόκληρο χαοτικό σύμπαν “ταξικών αντιφατικών τοποθετήσεων”, που πέτυχαν μια ριζοσπαστική αναδιάρθρωση των, έως τότε, κοινωνικών τάξεων. Αυτή η εκρηκτική κοινωνική κινητικότητα εμφάνισε, από το πουθενά, καινούργιες κατηγορίες νεόπλουτων, ενώ η πάλαι ποτέ απεχθής (ακόμα και για την αριστερά του παρελθόντος) τάξη των νοικοκυραίων γιγαντώθηκε σε αδιανόητα μεγέθη, καθώς μέσα σε μία δεκαπενταετία αυξήθηκαν κατά χιλιάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι παντός είδους μικρομεσαίοι εισοδηματίες, καθώς και οι μικρομεσαίοι ιδιοκτήτες ακινήτων και αγροτικών γαιών, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες (τα λεγόμενα “μικροαφεντικά”) και οι κάθε είδους μικρομεσαίοι αυτοαπασχολούμενοι. Το κενό που δημιούργησε αυτή η άτυπη σοσιαλδημοκρατική, κοινωνική μεταρρύθμιση σε φτηνά εργατικά χέρια (σε σκλάβους, δηλαδή, που δεν έχουν να χάσουν τίποτα πέρα από τις αλυσίδες τους) καλύφθηκε στη συνέχεια από την πολιτική ανοικτών συνόρων, που άρχιζε να εφαρμόζεται αργότερα, από το 1990 και μετά, όπου οι τεράστιες μεταναστευτικές εισροές άρχισαν να κατακλύζουν την ελληνική επικράτεια. Οι τρύπες, που είχαν παρουσιαστεί στον παραγωγικό τομέα, καλύφθηκαν από χιλιάδες πρόθυμα και φτηνά εργατικά χέρια μεταναστών, που κάτω από τις πιο ελεεινές συνθήκες εκμετάλλευσης (μαύρης ως επί τω πλείστον) έχτισαν με τον ιδρώτα τους, και πολύ συχνά με το αίμα τους, το μικρό θαύμα της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα το μεγαλύτερο, συντριπτικά, μέρος της κοινωνίας απολάμβανε μακάρια τις μέρες της αφθονίας του ακονίζοντας, συχνά πυκνά, τα ρατσιστικά του ένστικτα.
Αυτή η στρατηγική της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας αποσκοπούσε, προφανώς, στην πυρόσβεση της κοινωνικής οργής που ήταν έκδηλη ως το 1980 και στην ομαλή διατήρηση του κοινωνικού συμβολαίου, χωρίς ριζοσπαστικές αναταράξεις. Αν και αυτού του είδους οι πολιτικές τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν νέες, αλλά έχουν αναλυθεί εκτενώς στο παρελθόν, ακόμα και από εξέχουσες μορφές του κομμουνιστικού πάνθεον, όπως ο ίδιος ο Μαρξ και ο Λένιν (που μιλούσαν για τη δυνατότητα της σοσιαλδημοκρατίας να διαφθείρει σημαντικά κομμάτια της εργατικής τάξης, δημιουργώντας μία “εργατική αριστοκρατία”, της οποίας τα σύνορα με την αστική τάξη καθίστανται δυσδιάκριτα και που αποτελεί κοινωνικό στήριγμα της μπουρζουαζίας ή την κοινωνική βάση του οπορτουνισμού), δεν υπήρξε κανένα ουσιαστικό πολιτικό ανάχωμα σε αυτήν την προέλαση της κοινωνικής διαφθοράς, καθώς μονάχα μερικές επαναστατικές οργανώσεις αντάρτικου πόλης στάθηκαν εχθρικά, καθώς και η αναρχία που μαζί με κάποια ανυπότακτα κομμάτια της νεολαίας, υπήρξαν φάρος εξέγερσης και αντίστασης σε όλη αυτή τη σαπίλα. Για αυτό και δέχτηκε, εξάλλου, την ανελέητη κρατική καταστολή.
Μπορεί, βέβαια, το ελληνικό κράτος, εξαρχής ιδρύσεώς του, να μην ήταν παρά μία αξιολύπητη χώρα εξάρτησης, δεμένη στα γεωπολιτικά συμφέροντα άλλων δυνάμεων και με τη θηλιά των εξωτερικών δανεισμών στο λαιμό της, αλλά ακόμα και έτσι, δίχως προηγμένη βιομηχανική ανάπτυξη ή την εκμετάλλευση άλλων τρίτων χωρών, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να πετύχει με απόλυτους όρους, τη δημιουργία μιας από τις πιο σιχαμένες και σκατόψυχες “εργατικές αριστοκρατίες” που έχει υπάρξει, ίσως, ποτέ. Αξιοποιώντας από τη μία ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και κονδύλια, καθώς και την καθοδηγούμενη ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και πατώντας πάνω στις ράχες και στα πτώματα των “σκλάβων-μεταναστών”, η ελληνική “κοινωνική βάση του οπορτουνισμού” διευρύνθηκε τόσο που τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα άρχισαν σχεδόν να ευθυγραμμίζονται. Ήταν κάτω από αυτές τις συνθήκες που γεννήθηκε η συλλογική ταυτότητα του “νεοέλληνα” και στο κοινωνικό πεδίο. Βασίλευσαν οι αξίες της διαφθοράς, της παραδοπιστίας και του απόλυτου κοινωνικού κανιβαλισμού, καθώς όπου κι αν κοιτούσες γύρω σου, έβλεπες την επιβεβαίωση της υπαρξιακής ρήσης του Καζαντζάκη: “ο άνθρωπος είναι χτήνος (….) Του έκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Του έκαμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια.”
- II) Από την άλλη πλευρά έχουμε τη βάναυση επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας ως πολιτισμική τροφή, πλέον. Η πρεμιέρα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών άρχισε να γράφει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πολιτικής ζωής του τόπου, καθώς οι διάφοροι επιχειρηματικοί όμιλοι πίσω από κάθε σταθμό συστρατεύονταν πότε με το ένα και πότε με το άλλο μπλοκ εξουσίας. Αυτό, φυσικά, ήταν το ένα κομμάτι. Το άλλο ήταν, ότι παράλληλα άρχισε μία άνευ προηγουμένου πολιτισμική πλύση εγκεφάλου μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες που άρχισε σιγά σιγά να θεμελιώνει τη δικτατορία της μαζικής κουλτούρας. Ο δυτικός πολιτισμός και τρόπος ζωής υπερπροβλήθηκαν ως μονόδρομος και ταυτόχρονα μία απίστευτη υπερπροσφορά προϊόντων πολυεθνικών εταιρειών γέμισε τις βιτρίνες και τα ράφια της αφθονίας με ένα σωρό αγαθά, τόσο πρώτης ανάγκης, όσο και ολότελα κατασκευασμένων από την καταναλωτική κουλτούρα, που δεν άργησε να γίνει και ιδεολογία (καταναλώνω άρα υπάρχω). Η επενέργεια της διαφήμισης στο συλλογικό θυμικό και υποσυνείδητο δεν έφερε μόνο μία τεχνητή αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος αλλά ενίσχυσε καταλυτικά την επιβολή αισθητικών προτύπων, στερεοτυπικών κοινωνικών ρόλων καθώς και μία γενικότερη αντίληψη περί τρόπου ζωής, σκέψης και διασκέδασης. Κάτι που είχε αντανάκλαση και στην αστική πολεοδομία. Η άνθιση, σαν τα μανιτάρια των cafe-bars, των fast-foods, των εμπορικών κέντρων τύπου Village, Mall, κτλ και η αχαλίνωτη βιομηχανία της νυχτερινής διασκέδασης προκάλεσαν την πολεοδομική μεταμόρφωση ολόκληρων περιοχών που από μία μέρα στην άλλη μεταμορφώνονταν σε εμπορικές ζώνες ή ζώνες εναλλακτικής, λαϊκής, κυριλέ ή trendy διασκέδασης. Ο εκσυγχρονισμός, φυσικά, των δημόσιων και ημι-δημόσιων συγκοινωνιών δεν ήταν καθόλου αθώος σε όλη αυτή τη διαδικασία πολεοδομικής ανάπλασης.
Επιπλέον, η διαδραστική επίδραση του θεάματος στο συλλογικό φαντασιακό άρχιζε να εκφυλίζει ολοένα και περισσότερο τη συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας μέσα από το αηδιαστικό πολιτισμό που παρήγαγε το lifestyle, το λαμπερό star system, καθώς και τα διάφορα reality και talent shows. Γεννήθηκε έτσι, ένας εκτρωματικός τρόπος αντίληψης των πραγμάτων που διαστρέβλωνε κάθε αξία που μπορεί να σήμαινε κάτι αυθεντικό (αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, κτλ) ενώ αλλοιώθηκε δραματικά η αντίληψη των ανθρώπων για τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, κάθε σχέση που μπορεί να εμπεριείχε μία αγνή ιδιοτέλεια (όπως η φιλία, ο έρωτας, η συντροφικότητα) διαστρεβλώθηκε, με αποτέλεσμα η πλέον διαδεδομένη αντίληψη για όλων των ειδών τις σχέσεις να είναι ότι, αν δεν έχουν εργαλειακό χαρακτήρα, δεν πάνε πουθενά.
Αυτός ο τρόπος αντίληψης των πραγμάτων, καθώς και της ίδιας της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων έγινε κυρίαρχος με τόσο απόλυτο τρόπο, ώστε η κάθε εμφάνιση μιας απόκλισης από αυτόν (είτε ενσυνείδητης είτε υποσυνείδητης) να προσκρούει πάνω σε έναν ισχυρό κοινωνικό ρατσισμό και μια πλειάδα κοινωνικών προκαταλήψεων, που άλλοτε εκδηλώνονται με τη μορφή μιας συλλογικής υποτίμησης, απαξίας, χλευασμού, κτλ. και άλλοτε με τη μορφή της ανοικτής επιθετικότητας, του μίσους και του κανιβαλισμού οποιασδήποτε προσωπικότητας γίνει αντιληπτό ότι διαφέρει.
Αντιλαμβανόμενος, λοιπόν, αυτόν τον κοινωνικό ζόφο της εποχής μου, ένα ζόφο που έπλασε μία καθολική, συλλογική ταυτότητα κανιβαλισμού, ένα συλλογικό, κανιβαλικό “εμείς”, εχθρικό απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, σε οτιδήποτε αμφιβάλλει, αμφισβητεί, σε οτιδήποτε εξεγείρεται και επιτίθεται στο υπάρχον, έβλεπα πως μόνο και μόνο η επιλογή του να θες να είσαι αναρχικός δεν μπορεί παρά να είναι μία αντικοινωνική επιλογή, αφού στέκεται εχθρικά απέναντι στο κυρίαρχο ρεύμα. Στάθηκα ενάντια, λοιπόν, στην κοινωνία (όχι ως ένα ενιαίο άθροισμα ανθρώπων, όπως θεωρούν ότι την εννοούμε κάποιοι που επιτίθενται σε σκιάχτα των θέσεών μας) ως μηχανή αναπαραγωγής όλων των κυρίαρχων ιδεολογιών, αντιλήψεων, σχέσεων, αξιών. Ενάντια σε αυτή την κοινωνία ως πλυντήριο της εξουσιαστικής τυραννίας της δημοκρατίας, των νόμων και των θεσμών της, ενάντια σε αυτό το αδυσώπητο, συλλογικό “Εμείς” που συνθλίβει και κατακρεουργεί κάθε διαφορετικότητα, με κάθε δυνατό τρόπο, επέλεξα την υπεράσπιση ενός Εγώ, ενός εξεγερμένου Εγώ, ενός αναρχικού Εγώ, ενός Εγώ διατεθειμένου να υπερασπιστεί κάποιες αξίες, ακόμα κι αν αυτό αρκούσε από μόνο του να στρέψει όλον τον κόσμο εναντίον του. Ενός Εγώ που μπορεί να εκτιμά περισσότερο την αξία ενός όμορφου δάσους, παρά μία απέραντη τσιμεντούπολη στην οποία ανθρώπινα μυρμήγκια κινούνται ακατάπαυστα ζώντας για να δουλεύουν, δουλεύοντας για να καταναλώνουν, καταναλώνοντας για να υπάρχουν και υπάρχοντας για να δουλεύουν. Ξέρω ότι αυτές οι αναφορές μου στο ζεύγος “εμείς-εγώ” ξενίζουν και ερεθίζουν την εριστικότητα πολλών. Ας έχουν υπόψιν του, πως τόσο ο Φασισμός όσο και ο Ναζισμός, το συλλογικό Εμείς κολάκεψαν στην πορεία τους προς την εξουσία. Από την άλλη, ο αναρχικός ριζοσπαστικός φεδεραλισμός ποτέ δεν εξέλαβε το Εμείς ως υπεράνω του Εγώ, αλλά ως μία ισότιμη αρμονική συνύπαρξη.
Στο δικό μου το μυαλό κλείδωσα, λοιπόν, αρκετά νωρίς ότι το να υπερασπίζεσαι και να μάχεσαι για μια αξία, για ένα ιδανικό, για ένα όνειρο ή απλώς για αυτό που θεωρείς ηθικό και δίκαιο, δεν μπορεί να τίθεται υπό διαπραγμάτευση αναλόγως το πόσους έχεις δίπλα σου ή το πόσο ελκυστική φαίνεται αυτή η στάση ζωής στην κοινωνική πλειοψηφία. Η υπεράσπιση κάποιων πραγμάτων που αξιακά θεωρεί κάποιος υψηλά, μπορεί να είναι κάλλιστα μία ατομική επιλογή και καθόλου δεν χάνει την αξία της ως τέτοια, ίσα ίσα που την καθιστά πολλές φορές και πιο όμορφη, αν και σίγουρα δυσκολότερη. Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος εξασφαλισμένη την κοινωνική συναίνεση ή τη λαϊκή αποδοχή για να υπερασπίζεται ανοιχτά τη θέση πως “η Γη γυρίζει”, καθώς η ηθική υπεροχή μιας τέτοιας στάσης ζωής δεν κρίνεται με όρους μπακάλικους, αλλά με όρους αξιακούς. Από αυτή την άποψη το να υπερασπίζεσαι ανοιχτά πως “η Γη γυρίζει”, ακόμα κι όταν όλη η κοινωνία θέλει να σε δει να καίγεσαι στην πυρά, τι άλλο είναι αν όχι μια επιλογή κόντρα στην κοινωνία, συνεπώς αντικοινωνική;
Η δική μου αξία, λοιπόν, αυτή που εγώ θεώρησα ότι αξίζει τον κόπο να υπερασπιστώ, να δώσω μάχη για αυτήν ήταν αυτή ακριβώς η αξία της αναρχίας, η αξία της απόλυτης ελευθερίας. Έχω ξοδέψει κι εγώ άπειρες στιγμές ονειροπολώντας έναν ελεύθερο κόσμο, όπου απόλυτα ελεύθεροι άνθρωποι συνάπτουν μεταξύ τους απόλυτα ελεύθερες σχέσεις, αλλά ξυπνώντας απ’ την ονειροπόληση αυτή και αντικρίζοντας την κοινωνική πραγματικότητα, κατέληγα σε έναν κυνικό πολιτικό ρεαλισμό ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει εφικτό αν δεν καταστραφεί εξ’ ολοκλήρου η κοινωνία, που είναι η μήτρα όλων αυτών των συνθηκών που αποτελούν τις συμπληγάδες πέτρες που συνθλίβουν τις υπάρξεις μας. Θεωρώντας ότι πλέον ζω σε ένα εχθρικό περιβάλλον που όλοι γύρω μου είναι διατεθειμένοι να στραφούν ενάντια σε άτομα σαν κι εμένα μόνο και μόνο γιατί διαφέρουμε, υιοθέτησα αυτόν τον κυνικό πολιτικό ρεαλισμό και ως θέαση των πραγμάτων, κι αυτόν ακριβώς το ρεαλισμό είναι που εγώ, προσωπικά, ορίζω ως μηδενισμό.
Έτσι, λοιπόν, ως αναρχικός υιοθέτησα λογικές και πρακτικές ατομικής και συλλογικής εξέγερσης, επιλέγοντας να έχω μια ρηξιακή σχέση με το υπάρχον, την πολιτική του διάρθρωση, καθώς και με την κοινωνία μέσα από την οποία αναπαράγεται καθώς πλέον η νομιμοποίηση του στην κοινωνική συνείδηση είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη. Την ένταξή μου και τη στράτευσή μου στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς την είδα και τη βίωσα ως την επιβίβαση μου σε ένα πειρατικό καράβι που δεν σκόπευε ποτέ να καταλήξει σε κάποιο σίγουρο και ασφαλές λιμάνι, αλλά να διασχίσει τα ανεξερεύνητα και αχαρτογράφητα νερά της άγριας ελευθερίας και της αναρχικής επίθεσης, κουρσεύοντας τη σύγχρονη αποικιοκρατία των ζωών μας, κάτι που θεωρώ μια όμορφη και συγκινητική εμπειρία για την οποία δεν πρόκειται να μετανιώσω ποτέ.
Η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, τουλάχιστον έτσι όπως εγώ τη βίωσα μου προσέφερε τη δυνατότητα να συλλογικοποιήσω τις επιθυμίες για άρνηση, επίθεση και καταστροφή, όμως ταυτόχρονα ήταν και κάτι πολύ περισσότερο. Πιο σημαντικό από τις δεκάδες επιθέσεις σε στόχους της κυριαρχίας και του συστήματος (που θα αποφύγω να αναφέρω για πολλοστή φορά) ήταν το γεγονός ότι ένιωσα την ευκαιρία να ενωθώ μαζί με άλλες συντροφικότητες για να συγκρουστούμε μετωπικά με τη Δικτατορία της μαζικής κουλτούρας και της κυρίαρχης ιδεολογίας που είχε ριζώσει βαθιά μέσα στην κοινωνία σαν καρκίνος με πολλαπλές μεταστάσεις. Αποφεύγοντας τις παγίδες ενός φθηνού λαϊκισμού, που δεν θέλει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους χάριν κάποιας κοινωνικής απεύθυνσης, σε αυτιά, ήδη, εχθρικά και προκατειλημμένα απέναντί μας, πήραμε συλλογικά την απόφαση να κάνουμε μια κριτική σκιαγράφηση της κοινωνίας, των δυναμικών που εκτυλίσσονται εντός της και των κοινωνικών κομματιών που περιδινίζονται σε αυτές. Η κριτική αυτή θέση δεν είχε ποτέ σκοπό να προτάξει ένα γενικό και τυφλό ολοκαύτωμα, αλλά μια σκεπτικιστική και υποψιασμένη θέαση διάφορων κοινωνικών συμπεριφορών που στην τελική έχουν περιγράψει και επιφανείς κομμουνιστικές προσωπικότητες, διάσημοι υπαρξιστές φιλόσοφοι, αναρχικοί ατομικιστές και μηδενιστές άλλων εποχών, νεομαρξιστές διαφόρων σχολών, καταστασιακοί θεωρητικοί, καθώς και πλήθος πολιτικοποιημένων λογοτεχνών και ποιητών του ρεύματος της κοινωνικής ηθογραφίας. Μπορεί να μετανιώνω για διάφορα πράγματα στη ζωή μου, η επιλογή, όμως, να υπηρετήσω μια τέτοια στρατηγική δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει ένα από αυτά.
Όσον αφορά τώρα τη δική μου παρουσία στο περιβόητο σπίτι στο Χαλάνδρι, αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι, πως 100% δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των υπόλοιπων ευρύτερων, φιλικών, συγγενικών σχέσεων που άλλοι άνθρωποι έτυχε να έχουν με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν εντελώς αυθαίρετα. Από αυτήν την άποψη δεν μπορώ παρά να αναλάβω κάθε ευθύνη σε ότι αφορά την ύπαρξη του εκρηκτικού μηχανισμού που βρέθηκε στο σπίτι καθώς μόνο άγνωστη δεν μου ήταν. Λυπάμαι πολύ που ένα τέτοιο επιχειρησιακό λάθος, στο οποίο προφανώς ήμουν αναμειγμένος προσωπικά, όπως το να βρίσκεται ένας εκρηκτικός μηχανισμός έστω και για πολύ λίγες ώρες σε ένα καθ’όλο νόμιμο σπίτι που μπαινοβγαίνουν δεκάδες άσχετοι άνθρωποι, έγινε αιτία να στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία διώξεων κόσμου που δεν είχε την παραμικρή σχέση με την ΣΠΦ. Το ηθικό κομμάτι όμως αυτής της κατασκευής δεκάδων κατηγορητηρίων θα βαραίνει για πάντα την ίδια την αντιτρομοκρατική καθώς και την πολιτική εξουσία και τους θεσμούς της δικαιοσύνης που φρόντισαν να καλύψουν το μακιαβελισμό και τη λογική παράπλευρων διώξεων που είδαμε όλα αυτά τα χρόνια, από το 2008 έως και σήμερα.
Εσείς τώρα λοιπόν όντας κομμάτι αυτού του αποστήματος από ποια θέση θα κρίνετε τη δική μου στάση ζωής; Το γεγονός ότι επέλεξα να οπλίσω τις επιθυμίες μου και να διαλέξω την εξεγερτική βία απέναντι σε κάθε μορφή τυραννίας πως μπορεί να κριθεί αξιακά από προσωπικότητες σαν κι εσάς που είναι απλώς ενεργούμενα του κόσμου της εξουσίας; Δεν σας αρκεί όμως η χρήση της στυγνής δύναμης που σας παρέχει η θέση σας, δε σας φτάνει μόνο να ρυθμίσετε το χρόνο που θα παραμείνω όμηρος στα κελιά της δημοκρατίας, αλλ μα θέλετε να ξεπλύνετε ηθικά και πολιτικά την ταφόπλακα που βάζετε πάνω στην ελευθερία μου, θέλετε όλο αυτό να γίνει στο όνομα δήθεν κάποιων ανώτερων αξιών και ηθικών πλεονεκτημάτων. Τέτοια όμως δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα. Θα αρκούσε να παρακολουθήσει αυτή εδώ την διαδικασία ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που δεν ξεπούλησε τελείως ακόμα την αξιοπρέπεια του για να σας σιχαθεί κατευθείαν κι εσάς και τα υποτιθέμενα ανώτερα ιδανικά σας. Όλη αυτή η διαδικασία που φανερά ξεπλένει και συγκαλύπτει σοκαριστικές αντιφάσεις των επίλεκτων διωκτικών αρχών που μας έχουν αναλάβει, ώστε να του μπει στο μυαλό η ιδέα να κάψει συθέμελα ή και να τινάξει στον αέρα ένα δικαστήριο, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο του φαινόταν αδιανόητο πριν.
Η σύγκρουση η δική μας δεν αφορά μονάχα εμάς και αυτήν εδώ την αίθουσα, καθώς δεν είναι ξεκομμένη από την συνολική ανθρώπινη ιστορία. Σε αυτήν εδώ την σύγκρουση ενυπάρχει η αναπαράσταση της προαιώνιας σύγκρουσης μεταξύ Εξουσίας και Εξέγερσης, μεταξύ Πειθαρχίας και Ανυπακοής. Είναι αλήθεια πως επέλεξα τον δρόμο της βίας και προέβην σε βίαιες πράξεις. Έντυσα την ανυπακοή μου και την εξέγερση μου με φωτιά και μπαρούτι και τη έστρεψα σε κάθε τι που συμβολίζει και υπηρετεί την Κυριαρχία. Όταν ακούω το “η βία είναι ίδια απ’ όπου κι αν προέρχεται” φτύνω γιατί αηδιάζω. Γιατί σε αυτήν την φράση κρύβεται η αλαζονεία της εξουσίας που θέλει το μονοπώλιο της βίας για τον εαυτό της. Γιατί πως είναι δυνατόν η βία της εξέγερσης όσο στυγνή και αμείλικτη κι αν είναι, να συγκριθεί με την βία της εξουσίας; Πως μπορούν να μπουν στον ίδιο παρανομαστή αυτά τα δύο, με ποιο θράσος τολμούν και εξισώνουν τη μια μορφή βίας με την άλλη; Πως μπορεί να είναι ποτέ ίδια η βία των εξεγερμένων σκλάβων της Ρώμης με τη βία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας; Πως μπορεί να είναι ίδια η βία του εξεγερμένου δούλου ενάντια στο μαστίγιο του δουλέμπορου; Πως μπορεί να συγκριθεί η βία του τυραννοκτόνου με τη βία του τυράννου; Πως μπορούν να συγκριθούν όλα τα δικαστήρια του κόσμου καμένα με μια μόνο ανθρώπινη ελευθερία που σαπίζει κάπου θαμμένη σε κάποιο τσιμεντένιο τάφο;
Δεν έχετε λοιπόν κανένα ηθικό πλεονέκτημα υπέρ σας, καμία ανώτερη αξία που πάνω να νίψετε τας χείρας σας για τους αποκεφαλισμούς ελευθεριών που υπογράφετε. Εγώ από την άλλη έχω από την δική μου μεριά την ηθική δικαίωση της εξέγερσης που ύψωσε το ανάστημα της απέναντι στην εξουσία. Κι αυτό μου αρκεί. Κι είναι αρκετά όμορφο από μόνο του που δεν μετανιώνω για τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής. Και ναι είναι αλήθεια πως οι συνέπειες είναι βαριές. Η στέρηση της ελευθερίας, η αναπηρία των αισθήσεων, η απώλεια όλων εκείνων των αυτονόητων που εκτιμάς όταν πια εκλείπουν, είναι πράγματα που βαραίνουν, και βαραίνουν πολύ όσο περνάει ο καιρός στη φυλακή. Τόσο που σε κάθε βήμα νιώθεις πως σκοτώνεις μια μέρα από την ζωή σου…
Κι όμως η ομορφιά της επιλογής του να αντεπιτεθώ στην εξουσία βαραίνει περισσότερο. Και για αυτό δεν μετανιώνω για αυτή την επιλογή γιατί ποτέ δεν ήμουν διατεθειμένος να την παζαρέψω. Ποτέ μα ποτέ δεν λογάριασα τις αξίες μου στο ζύγι του ρεαλισμού και του εφικτού. Η αξία της αναρχίας, η αξία της απόλυτης ελευθερίας είναι απ’ τα πιο όμορφα πράγματα για να δώσει μάχη κανείς. Και κάθε φορά που ρωτούσα τον εαυτό μου αν θα έπαιρνα την ίδια επιλογή κόντρα σε όλα τα προγνωστικά η απάντηση κάθε φορά ήταν “Ναι”. Θα έκανα την ίδια επιλογή κι ας ήταν εξαρχής γροθιά στο μαχαίρι. Θα την έκανα ακόμα κι αν ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που θα πίστευε σε αυτή, ακόμα κι αν όλα φαίνονταν μάταια και άσκοπα, ακόμα κι αν ήξερα ότι όλα αυτά θα θαφτούν στο σκοτάδι και ότι κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ ότι υπήρξε μια τόσο απελπισμένη μάχη, ακόμα και τότε πάλι την ίδια επιλογή θα έκανα. Γιατί πολύ απλά η αξία της εξέγερσης δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση.
Παναγιώτης Αργυρού , μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς-FAI/IRF