ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ

Ο χρόνος είναι σχετικός. Δεν υπόκειται αφ’ εαυτού του σε κατηγοριοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις. Η κατανομή των χρονικών διανυσμάτων σε δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες είναι προϊόν της ανθρώπινης ανάγκης να σχηματοποιεί, να δημιουργεί πλαίσια που γίνονται αντιληπτά ως “ιστορικές” περίοδοι, ή ως χρονικά ορόσημα τα οποία έχουν ένα διαφοροποιημένο αντίκτυπο στο συνειδησιακό εύρος κάθε ατομικότητας. Άλλες φορές ερμηνευτικό, άλλες πολιτικό κι άλλες καθαρά συναισθηματικό, χωρίς καν αυτό να μπορεί να φιλτραριστεί με ορθολογικούς όρους.
Τη στιγμή λοιπόν που γράφονται αυτές οι γραμμές αρχίζει και πλησιάζει εκείνη η χρονική στιγμή που συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τις μεγάλες εκείνες μέρες και νύχτες του Δεκέμβρη του 2008, μέρες και νύχτες που φωτίστηκαν από τις πύρινες φλόγες του μίσους και της εκδίκησης για τη δολοφονία του αναρχικού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Για κάποιους ίσως είναι ένα ένας ακόμα χρόνος από εκείνα τα γεγονότα, για κάποιες ίσως είναι μια επέτειος που χρόνο με το χρόνο ξεθωριάζει, σβήνεται και χάνεται. Για κάποιους άλλους, για το κομμάτι μιας γενιάς που πέρασε πολλές κόκκινες γραμμές αποτελεί το σφράγισμα μιας δεκαετίας από το σημείο μηδέν, από την μέρα εκείνη όπου τα πράγματα πήραν μία τροπή που έδειχναν ότι μπροστά στον ορίζοντα ανοίγει ένας δρόμος πιθανόν χωρίς επιστροφή. Μιλώντας για εμένα είναι μία δεκαετία από την οποία τον ένα μόνο χρόνο πρόλαβα να ζήσω ελεύθερος, τον δεύτερο σε καθεστώς παρανομίας και τα υπόλοιπα οκτώ σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Επομένως η συνειδητοποίηση ότι ο χρονικός ορίζοντας μιας ολόκληρης δεκαετία εξαντλείται, δε μπορεί παρά να επιφέρει μία δυνατή αλληλουχία συναισθηματικών εξάρσεων και κυρίως μία τεράστια φόρτιση σε κάποιους ανθρώπους που αρνηθήκαμε πεισματικά να δεχτούμε ότι ο Δεκέμβρης ήταν μόνο ένας μήνας. Γιατί για κάποιους ανθρώπους η εξέγερση εκείνη κράτησε λίγο παραπάνω.

Δεν αποφάσισα ωστόσο να τοποθετηθώ δημόσια τόσο για όλα αυτά, όσο για να διεκδικήσω εκείνο το μικρό μερίδιο που μου αναλογεί στην πολιτική και ιστορική αποκατάσταση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του νεαρού, του μαθητή, του 15χρονου, φίλου για κάποιους, νεαρό μέλος μιας ευρύτερης μεγάλης παρέας για άλλους, αλλά και συντρόφου για πολλούς.
Είθισται ως κινηματική παράδοση και της αναρχίας και της αριστεράς, όταν ένα πρόσωπο από την κοινότητα του αγώνα χάνεται να αναλαμβάνει την τιμητική του προσφώνηση το πιο οικείο, φιλικό και πολιτικό περιβάλλον του, να μιλήσει για το πρόσωπό αυτό, τις απόψεις, τα πιστεύω, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τα προτερήματα ή και τα όποια ελαττώματά συμπληρώνουν τις ανθρώπινες αντιφάσεις που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Μέσα από αυτήν την τιμητική προσφώνησή αναλαμβάνουν να εκθέσουν στον υπόλοιπο κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερο την προσωπικότητα του προσώπου που χάθηκε από κοντά μας, να εκφράσουν την λύπη, την οδύνη, την οργή ίσως, για την απώλεια του από δίπλα μας αλλά και ταυτόχρονα από τα χαρακώματα του αγώνα.
Η περίπτωση όμως του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι ίσως από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις, που όσο κι αν έχουν μιλήσει οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά και οι λιγότερο κοντινοί, όσο κι αν έχει εκφραστεί το στενό αλλά και ευρύτερο φιλικό και συντροφικό του περιβάλλον σχετικά με το ποιος ήταν, ποια ήταν η προσωπικότητά του, ποιες οι θέσεις του και οι απόψεις του, έχουν ωστόσο αγνοηθεί συστηματικά με πείσμα και με ακατάληπτη εμμονή. Όχι μόνο έχουν αγνοηθεί με ξεκάθαρα απροκάλυπτο και χυδαίο τρόπο, αλλά οι φωνές τους έχουν σκεπαστεί κιόλας με μία συστηματική καταγραφή της ιστορίας έτσι όπως βολεύει την κάθε πλευρά που μιλάει πάνω στο θέμα, καταγραφές που εξυπηρετούν την κατασκευή μεγάλων εύπεπτων αφηγήσεων βασισμένες σε μια εργαλειακά λαϊκίστικη πολιτική εξωστρέφειας. Από την πρωτη στιγμή έχουν αρνηθεί να γίνουν δεκτές οι μαρτυρίες ανθρώπουν του περίγυρου του σχετικά με το ποιός ήταν ο Αλέξανδρος. Ακόμα και η προσωπική μαρτυρία του στενού του φίλου και συντρόφου, καθότι αναρχικός και ο ίδιος ως μαθητής από τα 15 του, Νίκου Ρωμανού μέσα από την επιστολή του “Ρέκβιεμ για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή” έχει αγνοηθεί από πολλές πλευρές εντός του κινήματος σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι έχει καταντήσει ως κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων στο κοινωνικό να έχει μείνει η ιστορία που μιλάει για ένα δεκαπεντάχρονο νεαρό μαθητή που βγήκε στα Εξάρχεια ένα Σάββατο για τη γιορτή του συμμαθητή του και πού κατέληξε να πέσει θύμα ενός αστυνομικού που πυροβόλησε δολοφονικά εναντίον μιας παρέας παιδιών που “αυθαδίασε” στο πρόσωπο της εξουσίας. Η πραγματικότητα για την επίσημη αποτύπωση της οποίας παλεύουμε πολλά άτομα όλα αυτή τη δεκαετία, είναι πολύ μακριά από αυτή τη νερόβραστη σούπα που σερβίρεται ως καταγραφή των γεγονότων.

Ο Αλέξανδρος ήταν ένας νεαρός σύντροφος που ξεκίνησε να ασχολείται με την αναρχία και τους αγώνες της ήδη από το Φλεβάρη του 2008. Άρχισε να δίνει δυναμικά το παρόν σε διάφορες κινηματικές διαδικασίες,  συνελεύσεις μαθητών αλλά και γενικά στα Εξάρχεια, και ειδικά στον πεζόδρομο της Μεσολογγίου, αποτελώντας κι ο ίδιος με τη δική του παρέα επίσης νεαρών ατόμων, κομμάτι της λεγόμενης “παρέας της Μεσολογγίου”, η οποία βρισκόταν σε δυσμένεια για αρκετό κόσμο εντός του αναρχικού χώρου την εποχή εκείνη. Η παρέα αυτή των νεαρών συντρόφων/ισσών που εμφανίστηκε περίπου εκείνη την εποχή αποτελούνταν από ένα εξαιρετικό ενθουσιώδες μπούγιο παιδιών με αστείρευτη ενεργητικότητα, ζωντάνια και θέληση για συμμετοχή σε δράσεις, αρκετά πολύβουο και ζωηρό ώστε σύντομα να γίνει γνωστό σε όλα τα Εξάρχεια Μιλάμε για μια εποχή μετά τους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς που ακολούθησαν τις εκλογές του 2007, όπου το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε αναλάβει από κοινού ο τότε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και νυν πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος και ο απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού ναυτικού Παναγιώτης Χηνοφώτης. Η αντικατάσταση αυτή επρόκειτο να δώσει άλλο αέρα στο συγκεκριμένο υπουργείο και συγκεκριμένα μία αλλαγή τακτικής στο ζήτημα της καταστολής. Από το προηγούμενο δόγμα μηδενικής ανοχής Βουλγαράκη – Πολύδωρα, με το ανελέητο κυνηγητό των ΜΑΤ μέχρι και το Λόφο του Στρέφη, τα μαζικά πογκρόμ, προσαγωγών πέριξ της πλατείας, τις στρατοπεδευμένες διμοιρίες μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων, της πρώτης εφαρμογής των πεζών περιπολιών ,της σκληρής και αιματηρής καταστολής των φοιτητικών διαδηλώσεων και των μαζικών συλλήψεων και ξυλοδαρμών ακόμα και αλληλέγγυων στα δικαστήρια, υπήρξε μια διάθεση αποκλιμάκωσης. Οι διμοιρίες αποτραβήχτηκαν, ακόμα και αυτή των γραφείων του ΠΑΣΟΚ και για ένα διάστημα φάνηκε πως η πολιτική επιδίωξη του Υπουργείου έτεινε περισσότερο προς μια λογική του κατευνασμού των “μπαχαλάκηδων” σε μία περίοδο όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός είχε ενταθεί πάρα πολύ το προηγούμενο διάστημα.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου ως ένα νεαρό αναρχικό σύντροφο, αρκετά ενθουσιώδη και ενεργητικό, με μια αστείρευτη θέληση για δράση παίρνοντας κι ο ίδιος μέρος μαζί με μια μεγαλύτερη παρέα εξίσου νεαρών δραστήριων ατόμων σε προκλήσεις εναντίον της εξουσίας και της καταστολής εντός των στενών ορίων των Εξαρχείων. Καταστάσεις ωστόσο που προκαλούσαν και μία μεγάλη κινηματική γκρίνια η οποία δεν πρωτοτυπούσε καθόλου, όπως δεν πρωτοτυπεί και τώρα. Τα ίδια επιχειρήματα που ακούγονται σήμερα ακούγονταν και τότε. Αντί για “ακίνδυνη επαναλαμβανόμενη γραφικότητά του Σαββατοκύριακου” είχαμε το κλασικό “Σαββατιάτικο ξεκαύλωμα” και αντί του “επί Σαμαρά αυτά δεν θα τα σκεφτόσασταν καν” είχαμε το “επί Βουλγαράκη-Πολύδωρα δε θα τα τολμούσατε αυτά”. Εντελώς ίδια ήταν τα επιχειρήματα γκρίνιας για τις “κλούβες που γυρίσανε πισω” και όπως επίσης το διαχρονικά πιο άθλιο κατηγορώ εναντίον της αναρχικής νεολαίας αυτό το “σε δυο χρονάκια εσείς θα είσαστε σπιτάκια σας”. Με τη διαφορά ότι ενώ ο Αλέξανδρος ήταν ξεκάθαρα μέσα σε πολλά απο αυτά που διαχρονικά υποτιμούνται καθ’ αυτόν τον τρόπο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι νεολαίοι της ηλικίας αυτής μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες, όπως και ο σύντροφος Μιχάλης Καλτεζάς το 1985, δε γύρισε σπιτάκι του σε δυο χρονάκια. Τι θά ήταν ο Αλέξανδρος αν ζούσε; Αυτό δεν το ξέρουμε με σιγουριά ούτε μπορούμε να το υποθέσουμε. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε οτιδήποτε. Να είχε πάει πράγματι σπίτι του, να είχε εγκαταλείψει την αναρχία, να είχε “ωριμάσει πολιτικά” και να έκραζε τα “μπάχαλα” ή και να είχε μείνει στην κατεύθυνση μιας εξεγερτικής τάσης της αναρχίας. Θα μπορούσε οτιδήποτε που δεν το ξέρουμε και δε θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα όμως είναι πως έπεσε νεκρός από τα πυρά μπάτσου, ένα Σάββατο βράδυ στις 6 Δεκέμβρη του 2008 στην οδό Μεσολογγίου μέσα στα Εξάρχεια. Ενός μπάτσου που αρνήθηκε να μετανιώσει στο Εφετείο λέγοντας πως πυροβόλησε εναντίον ενός αναρχικού δίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σκεπτικό της πράξης του το οποίο αναιρεί την αφήγηση περί ενός απλού άφρονος μπάτσου-δολοφόνου .

Αυτό το οποίο συνέβη, και όλα αυτά τα οποία επακολούθησαν εγγράφονται λοιπόν στην ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Στην ιστορία ενός δυναμικού πολύμορφου πολυσυλλεκτικού κινήματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου υπάρχουν διαλεκτικές συνδέσεις μεταξύ της διαχρονικής αντιμπατσικής οργής εντός των Εξαρχείων και της γενικότερης όξυνσης του επιπέδου της ανατρεπτικής κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας. Είναι κατανοητό το γιατί μοχθούν επί 10 χρόνια κάθε λογής προοδευτικοί, αριστεροί, κοινοβουλευτικοί και μη, κάθε λογής προοδευτικοί, ακαδημαϊκοί, εγκληματολόγοι, ψυχολόγοι και λοιποί απολογητές του δημοκρατικού καθεστώτος (όπως εσχάτως η ανεκδιήγητη Ζωή Κωνσταντοπούλου που με θράσος τόλμησε να χαρακτηρήσει στο Εφετείου του Κορκονέα , ως πλαστή την προ τριετίας επιστολή του συντρόφου Νίκου Ρωμανού) να αποσυνδέσουν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλου από αυτή την εξίσωση. Είναι κατανοητό γιατί ο ίδιος ο θεσμικός τους ρόλος απαιτεί να προωθούν την αποριζοσπαστικοποίηση σε κάθε κοινωνικό πεδίο, σε κάθε μεγάλο ή μικρό κοινωνικό γεγονός. Αυτό που δεν είναι εύκολα κατανοητό σε μία πρώτη ανάγνωση είναι το γιατί επιθυμεί το ίδιο ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου προχωρώντας σε μια πεισματική άρνηση να αναγνωρίσει την πολιτική στράτευση του Αλέξανδρου ως αναρχικού/αντιεξουσιαστή μαθητή. Θα μπορούσε να είναι η προσκόλληση σε μία πιο λαϊκίστικη αφήγηση προς επιδίωξη πρόκλησης ευρύτερων κοινωνικών συμπαθειών , είναι όμως μόνο αυτό; Δυστυχώς μέσα σε όλα αυτά τα 10 χρόνια έχει προκύψει περίτρανα η διατύπωση ότι προφανώς και δεν είναι μόνο αυτό. Δεδομένης της προσωπικότητας του Αλέξανδρου, με ποιες παρέες άραζε, ποιους φίλους είχε, σε ποια σκηνικά χωνόταν, πράγματα δηλαδή που κάποιοι εντός του χώρου δεν θα τα συγχωρήσουν ποτέ, η επίσημη παραδοχή της πολιτικής του ιδιότητας θα σημαίνει μία αλληλουχία πολιτικών τετελεσμένων τα οποία κρίνονται ανεπιθύμητα, κι ένα από αυτά θα είναι φυσικά αυτομάτως η παραδοχή ότι σε όλη αυτή την αντιμπατσική οργή, που εδώ και πάνω από 4 δεκαετίες εκφράζεται στα Εξάρχεια, έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά και συνδέεται διαλεκτικά με τον ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνισμό. Η αφαίρεση λοιπόν της πολιτικής ιδιότητας του Αλέξανδρου υπακούει,όσο λυπηρό και οικτρό και αν ακούγεται ακούγεται, σε μία εξυπηρέτηση συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας που διακατέχεται από φανατική εμπάθεια σε συγκεκριμένες λογικές και πρακτικές. Το πόσο τραγική και ηθικά μεμπτή είναι μία τέτοια επιλογή μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αν απλά φανταστεί πόσο αποκρουστικό θα ήταν να υπάρχουν πολιτικές τάσεις μέσα στο ευρύτερο κίνημα, που θα αρνούνταν την πολιτική ιδιότητα προσώπων που έχουνε εκλείψει από την κοινότητα του αγώνα σε διάφορες εποχές, και που σίγουρα κάποιος κόσμος τις πένθησε βαθύτατα, και που θα αναγνώριζαν μόνο την επαγγελματική ή κοινωνική: εργάτης, πατέρας κτλ.

Με αυτή τη μικρή συμβολή δεν έχω καμία αυταπάτη ότι θα αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί, ότι θα μνημονεύεται εντός του χώρου μας ο Αλέξανδρος ως αναρχικός και ότι κάποιοι θα ρισκάρουν να δημιουργηθούν ανεπιθυμητά για τους ίδιους πολιτικά τετελεσμένα. Είναι όμως μία τοποθέτηση συνεπής σε μια ευρύτερη συλλογική προσπάθεια χρόνων για τη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα η πολιτική αθλιότητα των επιλογών που αρνούνται μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο. Από τη δική μου μεριά με όλο το συγκινησιακό βάρος που έρχεται να φέρει αυτή η χρονιά ως το επισφράγισμα μιας ολόκληρης εποχής θα ήθελα να χαιρετίσω τον χαμένο μας σύντροφο, αυτόν που ήταν πάντοτε παρόν μαζί μας σε όλα εκείνα που ακολούθησαν, με το νεανικό του χαμόγελο που έσβησε τόσο γρήγορα, να γνέφει συνωμοτικά και να μας κλείνει το ματι στις καλές εποχές, στις επιτυχίες, στις μέρες και τους μήνες που τραντάχτηκε η κανονικότητα, αλλα και στις στραβές, τις αποτυχίες, τα κυνηγητά, τις παρανομίες, τις φυλακές. Μπορει μια δεκαετία να φτάνει στο τελος της, ένας κύκλος να κλείνει και να αφήνει πίσω μια ολόκληρη εποχή, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που θυμομαστε, πονάμε ακόμα και η καρδιά μας παραμένει μια αρμαθιά απο ξυράφια.

Δε λέμε αντίο. Δέκα χρόνια είναι λίγα. Δε στέγνωσε ακόμα το αίμα, ούτε τα δάκρυα και ούτε έσβησε το μισος.
Μονάχα φωνάζουμε με τις μικρές ή μεγάλες μας φωνές ΕΚΔΙΚΗΣΗ για να μη σταματήσει ποτέ να θυμάται ό κόσμος ότι τους νεκρούς μας δεν τους κλαίμε απλά, δεν τους αφήνουμε πίσω, τους κουβαλάμε βαθιά μέσα μας και ας βαραίνουν τα βήματα μας.

ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΚΟ  ΜΑΘΗΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟ
ΝΕΚΡΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Παναγιώτης Αργυρού, μέλος της ΣΠΦ

(Πηγή: the-blast.espivblogs.net)

ΣΠΦ: ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΤΣΙΡΩΝΗ

(Λάβαμε 7/1/18)

Είναι στιγμές στο συνολικό αγώνα για την ελευθερία και τη χειραφέτηση που αποτελούν φλόγα αντίστασης, αξιοπρέπειας και ανυπακοής απέναντι στο ακέφαλο τέρας της κυριαρχίας. Είναι επιλογές που συμπυκνώνουν το νόημα όλων αυτών των λέξεων και το καθρεπτίζουν σε μια πορεία ζωής. Αυτές οι στιγμές , αυτές οι επιλογές έχουν τη δύναμη να λάμπουν, ειδικά στο σκοτάδι μιας γενικευμένης κοινωνικής σιωπής, απάθειας , αδράνειας και αδιαφορίας απέναντι στη βαρβαρότητα του κόσμου της Εξουσίας. Και για αυτό και έρχεται βαρύ το χέρι του Νόμου να τιμωρήσει, να εξοντώσει, να εκδικηθεί έτσι ώστε να χτυπήσει όχι μόνο τα πρόσωπα που σε συγκεκριμένες καίριες στιγμές πήραν κάποιες καίριες επιλογές , αλλά και για να αποτελειώσει τη δύναμη της λάμψης αυτών.

Ο σύντροφος Γρηγόρης Τσιρώνης επέλεξε να σηκώσει το βάρος μιας δύσκολης επιλογής, αυτή της φυγοδικίας , αλλά ταυτόχρονα και της αδιαπραγμάτευτης ελευθερίας με τίμημα να περάσει 9 χρόνια της ζωής του κυνηγημένος , στοχοποιημένος από από την αντριτρομοκρατική και τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια της για πληθώρα ενεργειών ριζοσπαστικού χαρακτήρα χωρίς ποτέ να υπάρξουν στοιχεία , επικηρυγμένος και εκτεθειμένος κατά συνέπεια στα πιο ταπεινά κοινωνικά ένστικτα . Η δική του επιλογή δε μπορεί να θεωρηθεί ξεκομμένη από ένα ευρύτερο πλαίσιο ριζοσπαστικοποίησης μιας ολόκληρης εποχής που έμελε να εκραγεί λίγο αργότερα κάτι το οποίο έπαιξε ρόλο και στην σκληρότητα με την οποία ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζεται από την καταστολή . Αφού πέρασε εννιά χρόνια φυγόδικος , αφότου συνελήφθη και έμεινε δυόμιση ολόκληρα χρόνια όμηρος στα χέρια του κράτους , ο ένας χρόνος φυλακής εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και δεν μετράει πουθενά ως χρόνος έκτισης πραγματικής κάθειρξης μόνο και μόνο επειδή τα πλοκάμια της δικαστικής μαφίας έλλειψη πραγματικών στοιχείων τον έκριναν αθώο για τις κατηγορίες εκείνες που τον εξώθησαν σε εννιά χρόνια φυγοδοκίας. Κι αφού εν τέλει εξέπνευσε και το τυπικό όριο της 18μηνης προφυλάκισης του τον αποφυλακίζουν με τον ασφυκτικό όρο του κατ’ οίκον περιορισμού.

Αυτός ο απεχθής όρος συνιστά μια νέα μορφή εγκλεισμού με νέες διαφορετικές παραμέτρους από τις προηγούμενες. Δεν είναι μόνο φυσικά ο περιορισμός στον ελάχιστο χώρο ενός σπιτιού και η έλλειψη προαυλισμού όπως αυτή προβλέπεται σε κανονικές συνθήκες φυλάκισης. Είναι ότι εκτίει ουσιαστικά μια αόρατη ποινή που δεν προσμετράται πουθενά ως τέτοια ούτε έχει το δικαίωμα κάποιου ευεργετικού υπολογισμού ποινής μέσω εργασίας ή άλλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Πρόκειται βασικά για μια σαδιστικής εμπνεύσεως μεταχείριση που μετατρέπει την οικογενειακή του εστία σε φυλακή.

Εμείς από τη δική μας πλευρά αποτελούμε το κομμάτι μιας ολόκληρης γενιάς που είδε και αξιολόγησε υψηλά επιλογές σαν κι αυτή του σύντροφου Γρηγόρη Τσιρώνη . Η περηφάνια, η αξία, το σθένος η αγωνιστικότητα που αντανακλούσαν και αντανακλούν διαχρονικά δεν ήταν δυνατόν να μας αφήσουν ανεπηρέαστους. Και για αυτό δεν μπορούμε ούτε τώρα να σταθούμε αδιάφορα απέναντι στη νέα σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει ο σύντροφος μας.

Στεκόμαστε ολόψυχα λοιπόν και με όλη μας τη θέρμη αλληλέγγυοι στον αναρχικό Γρηγόρη Τσιρώνη και του ευχόμαστε δύναμη στην προσπάθεια του να απαλλαγεί από τον επαχθή περιοριστικό όρο της κατ’ οίκον φυλάκισης, μια προσπάθεια η οποία εντάσσεται η ίδια στο πλαίσιο μιας πολιτικής σύγκρουσης με το ασφυκτικό καθεστώς επιβολής περιοριστικών όρων γενικώς. Η έκβαση αυτού του αγώνα θα είναι παρακαταθήκη για πράγματα που θα ακολουθήσουν στο μέλλον και για αυτό ελπίζουμε οι συσχετισμοί να γείρουν προς την πλευρά της ελευθερίας.

ΑΜΕΣΗ ΑΡΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΓΡΗΓΌΡΗ ΤΣΙΡΩΝΗ

Τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Μιχάλης Νικολόπουλος

Θεόφιλος Μαυρόπουλος

Δαμιανός Μπολάνο

Γιώργος Νικολόπουλος

Παναγιώτης Αργυρού

Χάρης Χατζημιχελάκης

Παναγιώτης Αργυρού: Πολίτικη δήλωση για Εφετείο της υπόθεσης Χαλανδρίου

Η Εξέγερση δεν διαπραγματεύεται

Ο χρόνος είναι η ασθένεια της πραγματικότητας. Στη φυλακή ο χρόνος είναι λες και δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα. Ο αέρας βαραίνει σαν να πλημμύρισε ρινίσματα μολύβδου και καθημερινά τα πνευμόνια μας γεμίζουν από αυτό το άρρωστο οξυγόνο που μας βαραίνει και μας βαραίνει, κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Βαραίνεις τόσο που κάποια στιγμή αρχίζεις να νομίζεις ότι σε κάθε σου βήμα σκοτώνεις και μία μέρα από τη ζωή σου, βήμα και μέρα, βήμα και μέρα…

Στα εξήμισι σχεδόν, χρόνια που βρίσκομαι αιχμάλωτος, έχω νιώσει να σκοτώνω πολλές μέρες στα ατελείωτα πήγαινε-έλα στις δικαστικές αίθουσες. Το άθλιο αυτό τελετουργικό των δικαστηρίων που διεξάγεται στο όνομα των νόμων της Δημοκρατίας, το έχω δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές και κάθε ξεχωριστή φορά έφευγα με ένα σακούλι δεκαετίες φυλακής στην πλάτη. Δεν είναι, όμως, μόνο οι βαριές ποινές που μου επιφύλαξε όλη αυτή η γραφειοκρατική βαρβαρότητα, η οποία αρέσκεται να αλέθει ζωές στη μυλόπετρα της δικαιοσύνης, που με ενοχλεί περισσότερο, όσο αυτό το αλαζονικό και αυτάρεσκο ύφος των δικαστών που εκτελούν την ελευθερίας μας νιώθοντας μέσα τους ότι εκπροσωπούν και κάτι το ανώτερο.

Τώρα, λοιπόν, βρισκόμαστε στη διαδικασία επανάληψης αυτών των δικών, μία διαδικασία στην οποία επανεξετάζονται οι πρωτόδικες δικαστικές κρίσεις για το αν ήταν ορθές ή όχι. Προσωπικά, δεν προσήλθα σε αυτή τη διαδικασία για να ζητιανέψω για ελαφρυντικά και άλλες τυχόν νομικές ελαφρύνσεις. Προσήλθα, όμως, με σκοπό να σταθώ αντιμέτωπος με την προπαγάνδα της εξουσίας, μία προπαγάνδα που θέλει να νομιμοποιήσει ηθικά και πολιτικά τις καταδίκες μας.
Για την Κυριαρχία είναι ιδιαίτερα σημαντικό και σκόπιμο όχι μόνο να εξοντώνει τους εχθρούς της καταδικάζοντας τους σε σε πολύχρονες ομηρίες, αλλά και το να τους αποδομεί σαν προσωπικότητες ώστε τα κίνητρά τους και οι πράξεις τους να φαντάζουν ιδιοτελείς, σκοτεινές, βρώμικες και οτιδήποτε άλλο εκτός από πράξεις που στοχεύουν στον ίδιο τον πυρήνα της κυριαρχίας: την εξουσία.

Για τη Δημοκρατία είμαστε μονάχα μερικοί εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Μπορεί να μας βαφτίζει τρομοκράτες, να ψηφίζει ειδικούς νόμους δίωξής μας, να δημιουργεί ειδικά σώματα καταδίωξης μας, μπορεί να μας δικάζουν σε ειδικές αίθουσες δικαστηρίων από ειδικούς δικαστές κληρωμένους ειδικά για αυτές τις περιστάσεις, μπορεί να μας κρατούν, ενίοτε, δέσμιους κάτω από ειδικές συνθήκες απομόνωσης ή και να φροντίζουν να μας επιβάλλουν κάθε πιθανό και απίθανο σενάριο εξαίρεσης μας από διάφορα δικαιώματα-κεκτημένα των κρατουμένων, αλλά πάνω απ’ όλα είμαστε εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Κι εδώ παρατηρείται το εξής εξαιρετικά ασυνήθιστο. Παρά το ότι η δράση μας θεωρητικά υπάγεται στο κοινό ποινικό έγκλημα, όλο το πολιτικό σύστημα αισθάνεται την ανάγκη να την καταδικάζει πολιτικά διαρκώς, εκδηλώνοντας τον αποτροπιασμό του. Το ίδιο και ένας ολόκληρος συρφετός από δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς παντός είδους, φιγούρες του αριστεροπροοδευτικού καλλιτεχνικού στερεώματος και γενικά διάφορες προβεβλημένες και καταξιωμένες κοινωνικές προσωπικότητες. Όλοι αυτοί μαζί φροντίζουν να διατρανώνουν, σε όλους τους τόνους πόσο απεχθής τους είναι η κουλτούρα της βίας και πόσο “η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα”. Τέτοιος ντόρος, φυσικά, ποτέ δεν έχει γίνει για οποιοδήποτε άλλο έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου και ούτε πρόκειται να δούμε κάποια έκπληξη στο μέλλον.

Κι όμως, στα δικαστήρια αυτά, συχνά, οι εισαγγελείς νιώθουν την ανάγκη να προσθέσουν στις μακροσκελείς, συνήθως, αγορεύσεις τους, πέρα από τις νομικές διατυπώσεις και κάποιες πολιτικές θέσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει σε αίθουσες σαν κι αυτήν, εισαγγελείς να σπεύδουν να σχολιάσουν πολιτικά το τι σημαίνει τρομοκρατία, τι σημαίνει πολιτικό έγκλημα, και για ποιο λόγο είναι απαραίτητα τα όρια της διαμαρτυρίας στη Δημοκρατία. Βασιλικότεροι του Βασιλέως οι εισαγγελείς εμφανίζονται να φορούν την Πορφύρα της Δημοκρατίας και να κηρύττουν την ηθική, την πολιτική και την πολιτισμική της ανωτερότητα για να καταλήξουν, τέλος, στην κλασική αρχαία γνωστή ετυμηγορία “αναρχίας δε μείζον ουκ έστι κακόν”. (Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την αναρχία).

Μπορεί, φυσικά, να μην επαναλαμβάνουν τα λόγια που ο Σοφοκλής έβαλε στο στόμα του Κρέοντα στο πασίγνωστο έργο του “Αντιγόνη”, αλλά το νόημα είναι πάντοτε το ίδιο. Οι εισαγγελικές κρίσεις, εκπροσωπούσες το αξιακό σύμπαν της εξουσίας, δεν αρκούνται μονάχα στην έκδοση απλών κλασικών καταδικαστικών αποφάσεων, αλλά επιδιώκουν να κατακεραυνώσουν την έμπρακτη εναντίωση στην εξουσία της Δημοκρατίας και τη βίαιη αμφισβήτηση των νόμων και των θεσμών της. Αυτά, λοιπόν, τα ειδικά δικαστήρια, επισήμως, αρνούνται να παραδεχτούν ότι στην πραγματικότητα είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου αλλά παράλληλα πασχίζουν με αγωνία, ως τελευταία προπύργια της ηθικής νομιμότητας του συστήματος, να υπερασπιστούν τις “ύψιστες” αξίες της Δημοκρατίας. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, δεν θα μπορούσε παρά να συνιστά μία έμμεση, έστω, παραδοχή ότι οι δίκες αυτές στην πραγματικότητα είναι και δίκες αξιών.

Στον πραγματικό κόσμο, τον υλικό κόσμο που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, οι ιδέες εκείνες που δεν βρίσκουν ένα αντίκρυσμα σε αντίστοιχες πράξεις είναι ιδέες κούφιες, κενές, άδειες από κάθε ουσία και νόημα. Αν εγώ σήμερα, είμαι όμηρος της εξουσίας και δικάζομαι ξανά και ξανά, είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό είναι γιατί άφησα την ιδέα της αναρχίας να τρυπώσει μέσα μου και επέλεξα να ζήσω πολεμώντας με διάφορους τρόπους την εξουσία. Ερωτευμένος με την αξία της απόλυτης ελευθερίας, πιστεύοντας ακράδαντα μέσα μου πως κάθε είδους εξουσία, όποιο μανδύα κι αν ενδύεται κάθε φορά, δεν είναι παρά ένα βρόγχος στο λαιμό των ανθρώπων που σφίγγει και στραγγαλίζει την ελευθερία τους, μίσησα τους νόμους, τους κανόνες και την ηθική του κόσμου σας. Περιφρόνησα κάθε αρχή, σιχάθηκα κάθε έννοια πειθαρχίας, κι αγάπησα την ιδέα της εξέγερσης με την έννοια της διαρκούς έμπρακτης εναντίωσης στην εξουσία. Η γοητεία που άσκησε πάνω μου η ομορφιά της απόλυτης ελευθερίας ως αξία δεν ήταν ένα μετεφηβικό καπρίτσιο, ούτε ένας απλός νεανικός παροξυσμός από την εύκολη συγκίνηση της αδρεναλίνης και σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα ενός τυχαίου περάσματος απ’ το διάδρομο μιας βιβλιοθήκης με αναρχικούς συγγραφείς.

Σε μια εποχή που η κοινωνική διαμαρτυρία και οι όποιοι κοινωνικοί αγώνες θεωρούνταν στην καλύτερη είτε κάτι το ντεμοντέ, το ξεπερασμένο, ένα απομεινάρι μιας παλιάς γραφικής εποχής που έπρεπε να μπει σε κάποιο μαυσωλείο τιμής ένεκεν, είτε ένα πεδίο ανάδειξης δικαιωματιών του συνδικαλισμού (και του εργατικού και του φοιτητικού) που συσπείρωναν την εκάστοτε κομματική πελατεία με έναν πανάθλιο πολιτικαντισμό, η μόνη κοινωνική δυναμική που όρθωνε το ανάστημά της με μαχητικούς όρους ήταν ο κόσμος της αναρχίας και ευρύτερης αντιεξουσίας. Πήρα την απόφαση να αποτελέσω ενεργό κομμάτι της δυναμικής αυτής, ωστόσο οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής έπλασαν σε μεγάλο βαθμό και τη γενικότερη κοσμοαντίληψη μου.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, τότε που εγώ άρχισα να παίρνω μέρος στα δρώμενα του αναρχικού χώρου, η διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα απέπνεε έναν απόλυτο ζόφο. Η πολιτική ηγεμονία του συστήματος είχε χτίσει δύο ισχυρότατες κολώνες, πλέον, πάνω στην κοινωνία:

  1. I) Από τη μία, η συστηματική διαφθορά και εξαγορά των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, κάτι που ξεκίνησε να εφαρμόζει ως κεντρική πολιτική η Σοσιαλδημοκρατική διαχείριση της εξουσίας, ήδη από το 1980 και μετά, δημιούργησε ένα ολόκληρο χαοτικό σύμπαν “ταξικών αντιφατικών τοποθετήσεων”, που πέτυχαν μια ριζοσπαστική αναδιάρθρωση των, έως τότε, κοινωνικών τάξεων. Αυτή η εκρηκτική κοινωνική κινητικότητα εμφάνισε, από το πουθενά, καινούργιες κατηγορίες νεόπλουτων, ενώ η πάλαι ποτέ απεχθής (ακόμα και για την αριστερά του παρελθόντος) τάξη των νοικοκυραίων γιγαντώθηκε σε αδιανόητα μεγέθη, καθώς μέσα σε μία δεκαπενταετία αυξήθηκαν κατά χιλιάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι παντός είδους μικρομεσαίοι εισοδηματίες, καθώς και οι μικρομεσαίοι ιδιοκτήτες ακινήτων και αγροτικών γαιών, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες (τα λεγόμενα “μικροαφεντικά”) και οι κάθε είδους μικρομεσαίοι αυτοαπασχολούμενοι. Το κενό που δημιούργησε αυτή η άτυπη σοσιαλδημοκρατική, κοινωνική μεταρρύθμιση σε φτηνά εργατικά χέρια (σε σκλάβους, δηλαδή, που δεν έχουν να χάσουν τίποτα πέρα από τις αλυσίδες τους) καλύφθηκε στη συνέχεια από την πολιτική ανοικτών συνόρων, που άρχιζε να εφαρμόζεται αργότερα, από το 1990 και μετά, όπου οι τεράστιες μεταναστευτικές εισροές άρχισαν να κατακλύζουν την ελληνική επικράτεια. Οι τρύπες, που είχαν παρουσιαστεί στον παραγωγικό τομέα, καλύφθηκαν από χιλιάδες πρόθυμα και φτηνά εργατικά χέρια μεταναστών, που κάτω από τις πιο ελεεινές συνθήκες εκμετάλλευσης (μαύρης ως επί τω πλείστον) έχτισαν με τον ιδρώτα τους, και πολύ συχνά με το αίμα τους, το μικρό θαύμα της ελληνικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα το μεγαλύτερο, συντριπτικά, μέρος της κοινωνίας απολάμβανε μακάρια τις μέρες της αφθονίας του ακονίζοντας, συχνά πυκνά, τα ρατσιστικά του ένστικτα.

Αυτή η στρατηγική της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας αποσκοπούσε, προφανώς, στην πυρόσβεση της κοινωνικής οργής που ήταν έκδηλη ως το 1980 και στην ομαλή διατήρηση του κοινωνικού συμβολαίου, χωρίς ριζοσπαστικές αναταράξεις. Αν και αυτού του είδους οι πολιτικές τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν νέες, αλλά έχουν αναλυθεί εκτενώς στο παρελθόν, ακόμα και από εξέχουσες μορφές του κομμουνιστικού πάνθεον, όπως ο ίδιος ο Μαρξ και ο Λένιν (που μιλούσαν για τη δυνατότητα της σοσιαλδημοκρατίας να διαφθείρει σημαντικά κομμάτια της εργατικής τάξης, δημιουργώντας μία “εργατική αριστοκρατία”, της οποίας τα σύνορα με την αστική τάξη καθίστανται δυσδιάκριτα και που αποτελεί κοινωνικό στήριγμα της μπουρζουαζίας ή την κοινωνική βάση του οπορτουνισμού), δεν υπήρξε κανένα ουσιαστικό πολιτικό ανάχωμα σε αυτήν την προέλαση της κοινωνικής διαφθοράς, καθώς μονάχα μερικές επαναστατικές οργανώσεις αντάρτικου πόλης στάθηκαν εχθρικά, καθώς και η αναρχία που μαζί με κάποια ανυπότακτα κομμάτια της νεολαίας, υπήρξαν φάρος εξέγερσης και αντίστασης σε όλη αυτή τη σαπίλα. Για αυτό και δέχτηκε, εξάλλου, την ανελέητη κρατική καταστολή.

Μπορεί, βέβαια, το ελληνικό κράτος, εξαρχής ιδρύσεώς του, να μην ήταν παρά μία αξιολύπητη χώρα εξάρτησης, δεμένη στα γεωπολιτικά συμφέροντα άλλων δυνάμεων και με τη θηλιά των εξωτερικών δανεισμών στο λαιμό της, αλλά ακόμα και έτσι, δίχως προηγμένη βιομηχανική ανάπτυξη ή την εκμετάλλευση άλλων τρίτων χωρών, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να πετύχει με απόλυτους όρους, τη δημιουργία μιας από τις πιο σιχαμένες και σκατόψυχες “εργατικές αριστοκρατίες” που έχει υπάρξει, ίσως, ποτέ. Αξιοποιώντας από τη μία ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και κονδύλια, καθώς και την καθοδηγούμενη ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και πατώντας πάνω στις ράχες και στα πτώματα των “σκλάβων-μεταναστών”, η ελληνική “κοινωνική βάση του οπορτουνισμού” διευρύνθηκε τόσο που τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα άρχισαν σχεδόν να ευθυγραμμίζονται. Ήταν κάτω από αυτές τις συνθήκες που γεννήθηκε η συλλογική ταυτότητα του “νεοέλληνα” και  στο κοινωνικό πεδίο. Βασίλευσαν οι αξίες της διαφθοράς, της παραδοπιστίας και του απόλυτου κοινωνικού κανιβαλισμού, καθώς όπου κι αν κοιτούσες γύρω σου, έβλεπες την επιβεβαίωση της υπαρξιακής ρήσης του Καζαντζάκη: “ο άνθρωπος είναι χτήνος (….) Του έκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Του έκαμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια.”

  1. II) Από την άλλη πλευρά έχουμε τη βάναυση επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας ως πολιτισμική τροφή, πλέον. Η πρεμιέρα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών άρχισε να γράφει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πολιτικής ζωής του τόπου, καθώς οι διάφοροι επιχειρηματικοί όμιλοι πίσω από κάθε σταθμό συστρατεύονταν πότε με το ένα και πότε με το άλλο μπλοκ εξουσίας. Αυτό, φυσικά, ήταν το ένα κομμάτι. Το άλλο ήταν, ότι παράλληλα άρχισε μία άνευ προηγουμένου πολιτισμική πλύση εγκεφάλου μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες που άρχισε σιγά σιγά να θεμελιώνει τη δικτατορία της μαζικής κουλτούρας. Ο δυτικός πολιτισμός και τρόπος ζωής υπερπροβλήθηκαν ως μονόδρομος και ταυτόχρονα μία απίστευτη υπερπροσφορά προϊόντων πολυεθνικών εταιρειών γέμισε τις βιτρίνες και τα ράφια της αφθονίας με ένα σωρό αγαθά, τόσο πρώτης ανάγκης, όσο και ολότελα κατασκευασμένων από την καταναλωτική κουλτούρα, που δεν άργησε να γίνει και ιδεολογία (καταναλώνω άρα υπάρχω). Η επενέργεια της διαφήμισης στο συλλογικό θυμικό και υποσυνείδητο δεν έφερε μόνο μία τεχνητή αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος αλλά ενίσχυσε καταλυτικά την επιβολή αισθητικών προτύπων, στερεοτυπικών κοινωνικών ρόλων καθώς και μία γενικότερη αντίληψη περί τρόπου ζωής, σκέψης και διασκέδασης. Κάτι που είχε αντανάκλαση και στην αστική πολεοδομία. Η άνθιση, σαν τα μανιτάρια των cafe-bars, των fast-foods, των εμπορικών κέντρων τύπου Village, Mall, κτλ και η αχαλίνωτη βιομηχανία της νυχτερινής διασκέδασης προκάλεσαν την πολεοδομική μεταμόρφωση ολόκληρων περιοχών που από μία μέρα στην άλλη μεταμορφώνονταν σε εμπορικές ζώνες ή ζώνες εναλλακτικής, λαϊκής, κυριλέ ή trendy διασκέδασης. Ο εκσυγχρονισμός, φυσικά, των δημόσιων και ημι-δημόσιων συγκοινωνιών δεν ήταν καθόλου αθώος σε όλη αυτή τη διαδικασία πολεοδομικής ανάπλασης.

Επιπλέον, η διαδραστική επίδραση του θεάματος στο συλλογικό φαντασιακό άρχιζε να εκφυλίζει ολοένα και περισσότερο τη συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας μέσα από το αηδιαστικό πολιτισμό που παρήγαγε το lifestyle, το λαμπερό star system, καθώς και τα διάφορα reality και talent shows. Γεννήθηκε έτσι, ένας εκτρωματικός τρόπος αντίληψης των πραγμάτων που διαστρέβλωνε κάθε αξία που μπορεί να σήμαινε κάτι αυθεντικό (αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, κτλ) ενώ αλλοιώθηκε δραματικά η αντίληψη των ανθρώπων για τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, κάθε σχέση που μπορεί να εμπεριείχε μία αγνή ιδιοτέλεια (όπως η φιλία, ο έρωτας, η συντροφικότητα) διαστρεβλώθηκε, με αποτέλεσμα η πλέον διαδεδομένη αντίληψη για όλων των ειδών τις σχέσεις να είναι ότι, αν δεν έχουν εργαλειακό χαρακτήρα, δεν πάνε πουθενά.

Αυτός ο τρόπος αντίληψης των πραγμάτων, καθώς και της ίδιας της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων έγινε κυρίαρχος με τόσο απόλυτο τρόπο, ώστε η κάθε εμφάνιση μιας απόκλισης από αυτόν (είτε ενσυνείδητης είτε υποσυνείδητης) να προσκρούει πάνω σε έναν ισχυρό κοινωνικό ρατσισμό και μια πλειάδα κοινωνικών προκαταλήψεων, που άλλοτε εκδηλώνονται με τη μορφή μιας συλλογικής υποτίμησης, απαξίας, χλευασμού, κτλ. και άλλοτε με τη μορφή της ανοικτής επιθετικότητας, του μίσους και του κανιβαλισμού οποιασδήποτε προσωπικότητας γίνει αντιληπτό ότι διαφέρει.

Αντιλαμβανόμενος, λοιπόν, αυτόν τον κοινωνικό ζόφο της εποχής μου, ένα ζόφο που έπλασε μία καθολική, συλλογική ταυτότητα κανιβαλισμού, ένα συλλογικό, κανιβαλικό “εμείς”, εχθρικό απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, σε οτιδήποτε αμφιβάλλει, αμφισβητεί, σε οτιδήποτε εξεγείρεται και επιτίθεται στο υπάρχον, έβλεπα πως μόνο και μόνο  η επιλογή του να θες να είσαι αναρχικός δεν μπορεί παρά να είναι μία αντικοινωνική επιλογή, αφού στέκεται εχθρικά απέναντι στο κυρίαρχο ρεύμα. Στάθηκα ενάντια, λοιπόν, στην κοινωνία (όχι ως ένα ενιαίο άθροισμα ανθρώπων, όπως θεωρούν ότι την εννοούμε κάποιοι που επιτίθενται σε σκιάχτα των θέσεών μας) ως μηχανή αναπαραγωγής όλων των κυρίαρχων ιδεολογιών, αντιλήψεων, σχέσεων, αξιών. Ενάντια σε αυτή την κοινωνία ως πλυντήριο της εξουσιαστικής τυραννίας της δημοκρατίας, των νόμων και των θεσμών της, ενάντια σε αυτό το αδυσώπητο, συλλογικό “Εμείς” που συνθλίβει και κατακρεουργεί κάθε διαφορετικότητα, με κάθε δυνατό τρόπο, επέλεξα την υπεράσπιση ενός Εγώ, ενός εξεγερμένου Εγώ, ενός αναρχικού Εγώ, ενός Εγώ διατεθειμένου να υπερασπιστεί κάποιες αξίες, ακόμα κι αν αυτό αρκούσε από μόνο του να στρέψει όλον τον κόσμο εναντίον του. Ενός Εγώ που μπορεί να εκτιμά περισσότερο την αξία ενός όμορφου δάσους, παρά μία απέραντη τσιμεντούπολη στην οποία ανθρώπινα μυρμήγκια κινούνται ακατάπαυστα ζώντας για να δουλεύουν, δουλεύοντας για να καταναλώνουν, καταναλώνοντας για να υπάρχουν και υπάρχοντας για να δουλεύουν. Ξέρω ότι αυτές οι αναφορές μου στο ζεύγος “εμείς-εγώ” ξενίζουν και ερεθίζουν την εριστικότητα πολλών. Ας έχουν υπόψιν του, πως τόσο ο Φασισμός όσο και ο Ναζισμός, το συλλογικό Εμείς κολάκεψαν στην πορεία τους προς την εξουσία. Από την άλλη, ο αναρχικός ριζοσπαστικός φεδεραλισμός ποτέ δεν εξέλαβε το Εμείς ως υπεράνω του Εγώ, αλλά ως μία ισότιμη αρμονική συνύπαρξη.

Στο δικό μου το μυαλό κλείδωσα, λοιπόν, αρκετά νωρίς ότι το να υπερασπίζεσαι και να μάχεσαι για μια αξία, για ένα ιδανικό, για ένα όνειρο ή απλώς για αυτό που θεωρείς ηθικό και δίκαιο, δεν μπορεί να τίθεται υπό διαπραγμάτευση αναλόγως το πόσους έχεις δίπλα σου ή το πόσο ελκυστική φαίνεται αυτή η στάση ζωής στην κοινωνική πλειοψηφία. Η υπεράσπιση κάποιων πραγμάτων που αξιακά θεωρεί κάποιος υψηλά, μπορεί να είναι κάλλιστα μία ατομική επιλογή και καθόλου δεν χάνει την αξία της ως τέτοια, ίσα ίσα που την καθιστά πολλές φορές και πιο όμορφη, αν και σίγουρα δυσκολότερη. Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος εξασφαλισμένη την κοινωνική συναίνεση ή τη λαϊκή αποδοχή για να υπερασπίζεται ανοιχτά τη θέση πως “η Γη γυρίζει”, καθώς η ηθική υπεροχή μιας τέτοιας στάσης ζωής δεν κρίνεται με όρους μπακάλικους, αλλά με όρους αξιακούς. Από αυτή την άποψη το να υπερασπίζεσαι ανοιχτά πως “η Γη γυρίζει”, ακόμα κι όταν όλη η κοινωνία θέλει να σε δει να καίγεσαι στην πυρά, τι άλλο είναι αν όχι μια επιλογή κόντρα στην κοινωνία, συνεπώς αντικοινωνική;

Η δική μου αξία, λοιπόν, αυτή που εγώ θεώρησα ότι αξίζει τον κόπο να υπερασπιστώ, να δώσω μάχη για αυτήν ήταν αυτή ακριβώς η αξία της αναρχίας, η αξία της απόλυτης ελευθερίας. Έχω ξοδέψει κι εγώ άπειρες στιγμές ονειροπολώντας έναν ελεύθερο κόσμο, όπου απόλυτα ελεύθεροι άνθρωποι συνάπτουν μεταξύ τους απόλυτα ελεύθερες σχέσεις, αλλά ξυπνώντας απ’ την ονειροπόληση αυτή και αντικρίζοντας την κοινωνική πραγματικότητα, κατέληγα σε έναν κυνικό πολιτικό ρεαλισμό ότι τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει εφικτό αν δεν καταστραφεί εξ’ ολοκλήρου η κοινωνία, που είναι η μήτρα όλων αυτών των συνθηκών που αποτελούν τις συμπληγάδες πέτρες που συνθλίβουν τις υπάρξεις μας. Θεωρώντας ότι πλέον ζω σε ένα εχθρικό περιβάλλον που όλοι γύρω μου είναι διατεθειμένοι να στραφούν ενάντια σε άτομα σαν κι εμένα μόνο και μόνο γιατί διαφέρουμε, υιοθέτησα αυτόν τον κυνικό πολιτικό ρεαλισμό και ως θέαση των πραγμάτων, κι αυτόν ακριβώς το ρεαλισμό είναι που εγώ, προσωπικά, ορίζω ως μηδενισμό.
Έτσι, λοιπόν, ως αναρχικός υιοθέτησα λογικές και πρακτικές ατομικής και συλλογικής εξέγερσης, επιλέγοντας να έχω μια ρηξιακή σχέση με το υπάρχον, την πολιτική του διάρθρωση, καθώς και με την κοινωνία μέσα από την οποία αναπαράγεται καθώς πλέον  η νομιμοποίηση του στην κοινωνική συνείδηση είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη. Την ένταξή μου και τη στράτευσή μου στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς την είδα και τη βίωσα ως την επιβίβαση μου σε ένα πειρατικό καράβι που δεν σκόπευε ποτέ να καταλήξει σε κάποιο σίγουρο και ασφαλές λιμάνι, αλλά να διασχίσει τα ανεξερεύνητα και αχαρτογράφητα νερά της άγριας ελευθερίας και της αναρχικής επίθεσης, κουρσεύοντας τη σύγχρονη αποικιοκρατία των ζωών μας, κάτι που θεωρώ μια όμορφη και συγκινητική εμπειρία για την οποία δεν πρόκειται να μετανιώσω ποτέ.

Η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, τουλάχιστον έτσι όπως εγώ τη βίωσα μου προσέφερε τη δυνατότητα να συλλογικοποιήσω τις επιθυμίες για άρνηση, επίθεση και καταστροφή, όμως ταυτόχρονα ήταν και κάτι πολύ περισσότερο. Πιο σημαντικό από τις δεκάδες επιθέσεις σε στόχους της κυριαρχίας και του συστήματος (που θα αποφύγω να αναφέρω για πολλοστή φορά) ήταν το γεγονός ότι ένιωσα την ευκαιρία να ενωθώ μαζί με άλλες συντροφικότητες για να συγκρουστούμε μετωπικά με τη Δικτατορία της μαζικής κουλτούρας και της κυρίαρχης ιδεολογίας που είχε ριζώσει βαθιά μέσα στην κοινωνία σαν καρκίνος με πολλαπλές μεταστάσεις. Αποφεύγοντας τις παγίδες ενός φθηνού λαϊκισμού, που δεν θέλει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους χάριν κάποιας κοινωνικής απεύθυνσης, σε αυτιά, ήδη, εχθρικά και προκατειλημμένα απέναντί μας, πήραμε συλλογικά την απόφαση να κάνουμε μια κριτική σκιαγράφηση της κοινωνίας, των δυναμικών που εκτυλίσσονται εντός της και των κοινωνικών κομματιών που περιδινίζονται σε αυτές. Η κριτική αυτή θέση δεν είχε ποτέ σκοπό να προτάξει ένα γενικό και τυφλό ολοκαύτωμα, αλλά μια σκεπτικιστική και υποψιασμένη θέαση διάφορων κοινωνικών συμπεριφορών που στην τελική έχουν περιγράψει και επιφανείς κομμουνιστικές προσωπικότητες, διάσημοι υπαρξιστές φιλόσοφοι, αναρχικοί ατομικιστές και μηδενιστές άλλων εποχών, νεομαρξιστές διαφόρων σχολών, καταστασιακοί θεωρητικοί, καθώς και πλήθος πολιτικοποιημένων λογοτεχνών και ποιητών του ρεύματος της κοινωνικής ηθογραφίας. Μπορεί να μετανιώνω για διάφορα πράγματα στη ζωή μου, η επιλογή, όμως, να υπηρετήσω μια τέτοια στρατηγική δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει ένα από αυτά.

Όσον αφορά τώρα τη δική μου παρουσία στο περιβόητο σπίτι στο Χαλάνδρι, αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι, πως 100% δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των υπόλοιπων ευρύτερων, φιλικών, συγγενικών σχέσεων που άλλοι άνθρωποι έτυχε να έχουν με αποτέλεσμα να κατηγορηθούν εντελώς αυθαίρετα. Από αυτήν την άποψη δεν μπορώ παρά να αναλάβω κάθε ευθύνη σε ότι αφορά την ύπαρξη του εκρηκτικού μηχανισμού που βρέθηκε στο σπίτι καθώς μόνο άγνωστη δεν μου ήταν. Λυπάμαι πολύ που ένα τέτοιο επιχειρησιακό λάθος, στο οποίο προφανώς ήμουν αναμειγμένος προσωπικά, όπως το να βρίσκεται ένας εκρηκτικός μηχανισμός έστω και για πολύ λίγες ώρες σε ένα καθ’όλο νόμιμο σπίτι που μπαινοβγαίνουν δεκάδες άσχετοι άνθρωποι, έγινε αιτία να στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία διώξεων κόσμου που δεν είχε την παραμικρή σχέση με την ΣΠΦ. Το ηθικό κομμάτι όμως αυτής της κατασκευής δεκάδων κατηγορητηρίων θα βαραίνει για πάντα την ίδια την αντιτρομοκρατική καθώς και την πολιτική εξουσία και τους θεσμούς της δικαιοσύνης που φρόντισαν να καλύψουν το μακιαβελισμό και τη λογική παράπλευρων διώξεων που είδαμε όλα αυτά τα χρόνια, από το 2008 έως και σήμερα.

Εσείς τώρα λοιπόν όντας κομμάτι αυτού του αποστήματος από ποια θέση θα κρίνετε τη δική μου στάση ζωής; Το γεγονός ότι επέλεξα να οπλίσω τις επιθυμίες μου και να διαλέξω την εξεγερτική βία απέναντι σε κάθε μορφή τυραννίας πως μπορεί να κριθεί αξιακά από προσωπικότητες σαν κι εσάς που είναι απλώς ενεργούμενα του κόσμου της εξουσίας; Δεν σας αρκεί όμως η χρήση της στυγνής δύναμης που σας παρέχει η θέση σας, δε σας φτάνει μόνο να ρυθμίσετε το χρόνο που θα παραμείνω όμηρος στα κελιά της δημοκρατίας, αλλ μα θέλετε να ξεπλύνετε ηθικά και πολιτικά την ταφόπλακα που βάζετε πάνω στην ελευθερία μου, θέλετε όλο αυτό να γίνει στο όνομα δήθεν κάποιων ανώτερων αξιών και ηθικών πλεονεκτημάτων. Τέτοια όμως δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα. Θα αρκούσε να παρακολουθήσει αυτή εδώ την διαδικασία ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που δεν ξεπούλησε τελείως ακόμα την αξιοπρέπεια του για να σας σιχαθεί κατευθείαν κι εσάς και τα υποτιθέμενα ανώτερα ιδανικά σας. Όλη αυτή η διαδικασία που φανερά ξεπλένει και συγκαλύπτει σοκαριστικές αντιφάσεις των επίλεκτων διωκτικών αρχών που μας έχουν αναλάβει, ώστε να του μπει στο μυαλό η ιδέα να κάψει συθέμελα ή και να τινάξει στον αέρα ένα δικαστήριο, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο του φαινόταν αδιανόητο πριν.

Η σύγκρουση η δική μας δεν αφορά μονάχα εμάς και αυτήν εδώ την αίθουσα, καθώς δεν είναι ξεκομμένη από την συνολική ανθρώπινη ιστορία. Σε αυτήν εδώ την σύγκρουση ενυπάρχει η αναπαράσταση της προαιώνιας σύγκρουσης μεταξύ Εξουσίας και Εξέγερσης, μεταξύ Πειθαρχίας και Ανυπακοής. Είναι αλήθεια πως επέλεξα τον δρόμο της βίας και προέβην σε βίαιες πράξεις. Έντυσα την ανυπακοή μου και την εξέγερση μου με φωτιά και μπαρούτι και τη έστρεψα σε κάθε τι που συμβολίζει και υπηρετεί την Κυριαρχία. Όταν ακούω το “η βία είναι ίδια απ’ όπου κι αν προέρχεται” φτύνω γιατί αηδιάζω. Γιατί σε αυτήν την φράση κρύβεται η αλαζονεία της εξουσίας που θέλει το μονοπώλιο της βίας για τον εαυτό της. Γιατί πως είναι δυνατόν η βία της εξέγερσης όσο  στυγνή και αμείλικτη κι αν είναι, να συγκριθεί με την βία της εξουσίας; Πως μπορούν να μπουν στον ίδιο παρανομαστή αυτά τα δύο, με ποιο θράσος τολμούν και εξισώνουν τη μια μορφή βίας με την άλλη; Πως μπορεί να είναι ποτέ ίδια η βία των εξεγερμένων σκλάβων της Ρώμης με τη βία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας; Πως μπορεί να είναι ίδια η βία του εξεγερμένου δούλου ενάντια στο μαστίγιο του δουλέμπορου; Πως μπορεί να συγκριθεί η βία του τυραννοκτόνου με τη βία του τυράννου; Πως μπορούν να συγκριθούν όλα τα δικαστήρια του κόσμου καμένα με μια μόνο ανθρώπινη ελευθερία που σαπίζει κάπου θαμμένη σε κάποιο τσιμεντένιο τάφο;

Δεν έχετε λοιπόν κανένα ηθικό πλεονέκτημα υπέρ σας, καμία ανώτερη αξία που πάνω να νίψετε τας χείρας σας για τους αποκεφαλισμούς ελευθεριών που υπογράφετε. Εγώ από την άλλη έχω από την δική μου μεριά την ηθική δικαίωση της εξέγερσης που ύψωσε το ανάστημα της απέναντι στην εξουσία. Κι αυτό μου αρκεί. Κι είναι αρκετά όμορφο από μόνο του που δεν μετανιώνω για τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής. Και ναι είναι αλήθεια πως οι συνέπειες είναι βαριές. Η στέρηση της ελευθερίας, η αναπηρία των αισθήσεων, η απώλεια όλων εκείνων των αυτονόητων που εκτιμάς όταν πια εκλείπουν, είναι πράγματα που βαραίνουν, και βαραίνουν πολύ όσο περνάει ο καιρός στη φυλακή. Τόσο που σε κάθε βήμα νιώθεις πως σκοτώνεις μια μέρα από την ζωή σου…

Κι όμως η ομορφιά της επιλογής του να αντεπιτεθώ  στην εξουσία βαραίνει περισσότερο. Και για αυτό δεν μετανιώνω για αυτή την επιλογή γιατί ποτέ δεν ήμουν διατεθειμένος να την παζαρέψω. Ποτέ μα ποτέ δεν λογάριασα τις αξίες μου στο ζύγι του ρεαλισμού και του εφικτού. Η αξία της αναρχίας, η αξία της απόλυτης ελευθερίας είναι απ’ τα πιο όμορφα πράγματα για να δώσει μάχη κανείς. Και κάθε φορά που ρωτούσα τον εαυτό μου αν θα έπαιρνα την ίδια επιλογή κόντρα σε όλα τα προγνωστικά η απάντηση κάθε φορά ήταν “Ναι”. Θα έκανα την ίδια επιλογή κι ας ήταν εξαρχής γροθιά στο μαχαίρι. Θα την έκανα ακόμα κι αν ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που θα πίστευε σε αυτή, ακόμα κι αν όλα φαίνονταν μάταια και άσκοπα, ακόμα κι αν ήξερα ότι όλα αυτά θα θαφτούν στο σκοτάδι και ότι κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ ότι υπήρξε μια τόσο απελπισμένη μάχη, ακόμα και τότε πάλι την ίδια επιλογή θα έκανα. Γιατί πολύ απλά η αξία της εξέγερσης δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση.

Παναγιώτης Αργυρού , μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς-FAI/IRF

Ανάληψη ευθύνης για την επίθεση στο βιβλιοπωλείο του Άδωνη Γεωργιάδη

Στις 15/3 τοποθετήσαμε και πυροδοτήσαμε ωρολογιακό εκρηκτικό μηχανισμό στο βιβλιοπωλείο του Άδωνη Γεωργιάδη στην Λ.Κηφισίας 263.

Ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι μια γνωστή σε όλους γραφική , κορεσμένη και ταυτόχρονα γελοία πολιτική φιγούρα που ανά τα χρόνια κινείται στο (ακρό)-δεξιό φάσμα ανάλογα με τα συμφέροντα του. Ο νυν βουλευτής της ΝΔ δεν χάνει καμία ευκαιρία να προπαγανδίσει τις νεοφιλελεύθερες ιδέες του είτε βρίσκεται στα πολιτικά έδρανα, είτε σε κάποια εκπομπή,αφού είναι εθισμένος στην τηλεόραση ως τηλεπερσόνα .Όταν δεν πουλάει τις εθνικιστικές αερολογίες του (όπως τα βιβλία του πατέρα Πλεύρη), κάνει “δωράκια” 65 εκατομμυρίων ευρώ στις φαρμακοβιομηχανίες που εμπορεύονται την ζωή των ανθρώπων. Συγκεκριμένα ο Γεωργιάδης , ως υπουργός υγείας το 2014, άλλαξε την τιμολόγηση των φαρμάκων , υπέρ των φαρμακοβιομηχανιών ευνοώντας ιδιαίτερα την εταιρία Novartis. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το όνομα της γυναίκας του φιγουράρει στην λίστα Λαγκάρντ, αποδεικνύεται ότι ο τηλεπλασιέ δεν αρκείται μόνο στις πωλήσεις βιβλίων.

Η ρητορική του βρίσκεται πάντα σε σύγκλιση με τις ιδέες του εκάστοτε κόμματος που ανήκει και πολλές φορές περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της καταστολής των αναρχικών. Παροτρύνει και δημιουργεί έδαφος για όξυνση των κατασταλτικών μέτρων σε όλα τα πεδία , από τις διάχυτες δρομίσιες μαχητικές εξεγερσιακές συγκρούσεις μέχρι και την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση για τους έγκλειστους συντρόφους. (Επαναφορά φυλακών τύπου Γ, στέρηση αδειών κρατουμένων κλπ. )Αυτό το σκουπίδι ξέρει ότι οι αναρχικοί της πράξης είναι εχθροί του , όπως το ξέρουμε κι εμείς. Ξέρει , όπως δήλωσε και ο ίδιος , ότι φοβάται αυτούς που μάχονται με λύσσα για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, αυτούς που καταστρέφουν με σύμμαχο τους την φωτιά , όλα αυτά που πρεσβεύει. Ξέρει ότι οι αναρχικοί της πράξης δεν έκαναν ανακωχή με τη συνείδηση τους συνάπτοντας ειρήνη με τη δήθεν αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έκανε αρχικά ένα κομμάτι του αντιεξουσιαστικού χώρου. Αντιθέτως , συνεχίσαμε το μονοπάτι της διαρκούς αναρχικής επανάστασης διεκδικώντας τίποτα λιγότερο από τα πάντα.Γι’αυτό άλλωστε και φοβάται.

Ένας τέτοιος λαϊκιστής δεν θα μπορούσε να λείπει από την πολιτική ατζέντα της ΝΔ. Η εθνικο-πατριωτική αφήγηση του βρίσκει τόπο σε κάποια κοινωνικά στρώματα προσφέροντας του κοινωνική αποδοχή, διατηρώντας πάντα την κοινωνική συναίνεση που χρειάζεται για να συνεχίσει να διαφημίζει τις αηδίες του. Ο συγκεκριμένος τηλεβιβλιοπώλης έχει πάρει ξεκάθαρη θέση στον κοινωνικό πόλεμο και κάνει ευδιάκριτη την παρουσία του, αφού σαν φελλός που είναι επιπλέει στην επιφάνεια.Η  ΝΔ επενδύει στην αντι-αναρχική της εκστρατεία χρησιμοποιώντας ως εμπροσθοφυλακή τον Α.Γεωργιάδη, Μ.Βορίδη, τον Ν.Δένδια και ως κρυφή εφεδρεία τον Χ.Αθανασίου. Τα ονόματα αυτών των “σταυροφόρων” της αντ-επανάστασης  είναι στην λίστα του νέου αντάρτικου πόλης.

Παραφράζοντας τις αντι-αναρχικές υστερίες της ΝΔ, συμφωνούμε ότι η απόσταση από την βαριοπούλα στο καλάσνικοφ, ΟΤΑΝ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, είναι τόση όση η απόσταση απ’την εξέγερση στην διαρκή επανάσταση. Αυτό είναι το στοίχημα κάθε αναρχικής αντάρτικης ομάδας: το πέρασμα απ’την εξεγερτική βία στην οργανωμένη αναρχική ένοπλη δράση ενάντια στους τυράννους της ζωής μας.Ένα πέρασμα που ακονίζει την  την επικινδυνότητα  των αναρχικών επιθέσεων,πολλαπλασιάζοντας την επιθετικότητα και την ορμή τους.

Οι πρόσφατες αναρχικές επιθέσεις και οι ενέργειες της FAI και της ΣΠΦ είναι κομμάτι της υπόγειας παρατεταμένης μάχης ενάντια στον κόσμο της εξουσίας…Κι αν η σιωπή της πλειοψηφίας της μάζας θυμίζει κοινωνικό νεκροταφείο, εμείς γνωρίζουμε ότι ο δρόμος για την αναρχία ανοίγει συνεχίζοντας και όχι σταματώντας τις εχθροπραξίες με την εξουσία. Γιατί όταν λέμε αναρχία δεν είναι απλά μια λέξη, είναι ένας τρόπος ζωής.Οργανωνόμαστε, σχεδιάζουμε και επιτεθόμαστε γεμίζοντας τις ώρες της ημέρας με μια αέναη επικίνδυνη αναρχική δραστηριότητα που δεν ηρεμεί ποτέ.Έτσι ο νεκρός χρόνος γίνεται σύμμαχος στις αντάρτικες συνωμοσίες μας.Γιατί την ζωή θα την ζήσουμε τολμώντας και όχι προσκυνώντας τους δυνάστες μας.

Κάθε επίθεση είναι μια υπόσχεση στον εαυτό μας ότι “όλα συνεχίζονται” και ένα σινιάλο σε όλους τους φυλακισμένους συντρόφους ότι “τίποτα δεν τελείωσε”.Στις 24 Μαρτίου δικάζονται στην Χιλή τρεις σύντροφοι: Nataly Casanova, Juan Flores  και ο  Enrique Guzman, κατηγορούμενοι για τις επιθέσεις της ΣΠΦ Χιλής και άλλων ομάδων. Η σκέψη και η καρδιά μας είναι δίπλα τους γνωρίζοντας πως ανήκουμε στην ίδια γενιά, μακριά από σύνορα, έθνη και θρησκείες, με μόνη μας πατρίδα τον ανικανοποίητο αίσθημα της ελευθερίας και την εξέγερση που δεν τελειώνει ποτέ…
ΥΓ:Θα επανέλθουμε σύντομα…ΜΠΟΥΜπούκο εις το επανιδείν…..

 

Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς-FAI/IRF

(Πηγή : athensindymedia)

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – Σχέδιο Νέμεσις – Πράξις 2

ΣΧΕΔΙΟ ΝΕΜΕΣΙΣ [ΠΡΑΞΙΣ 2]

 

 

9 χρόνια μετά από την πρώτη εμφάνιση της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς τον Γενάρη του 2008.

 

Μετά από περισσότερες από 300 επιθέσεις σε στόχους της κυριαρχίας που είχαν σαν αποτέλεσμα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε καταστροφές και τη μεταφορά του φόβου στο στρατόπεδο της εξουσίας.

 

Μετά από περισσότερες από 60 συλλήψεις συντρόφων και άλλων ατόμων, όλα αυτά τα χρόνια, που έχουν κατηγορηθεί σαν μέλη μας και χιλιάδες χρόνια φυλακής που τους έχουν επιβληθεί.

 

Μετά από τόσες φορές που υπουργοί και αρχηγοί της αστυνομίας δήλωναν στα media ότι έχουν καταφέρει να μας «εξαρθρώσουν» και ότι «η Σ.Π.Φ. τελείωσε».

 

Μετά από την ένταξη της Σ.Π.Φ. στις λίστες με τις “τρομοκρατικές” οργανώσεις του State Department στην Αμερική και της Europol στην ΕΕ.

 

 

…συνεχίζουμε ακόμα πιο δυνατά.

 

 

Με τη δημιουργία ενός διεθνούς συνωμοτικού δικτύου πυρήνων της F.A.I. και της Σ.Π.Φ. σε δεκάδες χώρες που πραγματοποίησαν και συνεχίζουν να πραγματοποιούν αντάρτικες επιθέσεις.

 

Με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και πείσμα για να πλήξουμε δομές αλλά και πρόσωπα του συστήματος εξουσίας.

 

Πάντα ενάντια στην κοινωνική απάθεια.

 

Πάντα ενάντια στους δυνάστες της ζωής μας.

 

Ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η Σ.Π.Φ. είναι μια ιδέα και ότι η Iδέα δεν μπορεί να φυλακιστεί γιατί είναι σαν τη Λερναία Ύδρα. Για κάθε σύντροφο στη φυλακή, νέοι σύντροφοι είναι έτοιμοι να πάρουν τη θέση του και να συνεχίσουν στο μονοπάτι της επίθεσης.

 

Έχουμε ακόμα την οργή…

 

 

Αναλαμβάνουμε την αποστολή παγιδευμένου δέματος στον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας στα πλαίσια της εκστρατείας της 2ης πράξης του Σχεδίου Νέμεσις.

 

Θα ακολουθήσει η προκήρυξη το επόμενο διάστημα.

 

Συντροφικούς χαιρετισμούς στις ομάδες άμεσης δράσης της F.A.I. στη Χιλή και στην Ελλάδα για τη συμβολή τους στο Σχέδιο Νέμεσις.

 

Εξεγερτικούς χαιρετισμούς στους συντρόφους της F.A.I. στην Ιταλία και στα αιχμάλωτα μέλη της Σ.Π.Φ. στην Ελλάδα που συνεχίζουν αμετανόητοι…

 

Εμπρός για τη Μαύρη Διεθνή των αναρχικών της πράξης.

 

 

Τίποτα δεν τελείωσε

Όλα συνεχίζονται

 

 

ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ

 

 

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς/F.A.I.

(Πηγή : athensindymedia)

Π.Αργυρού-εφετείο ΣΠΦ:Η Αρχιτεκτονική των αντιφάσεων και η επιστημονική μυθολογία της αντιτρομοκρατικής.

Η Αρχιτεκτονική των αντιφάσεων και η επιστημονική μυθολογία της αντιτρομοκρατικής.

 

Τους προηγούμενους μήνες έλαβε χώρα ένας επιπλέον κύκλος εξέτασης μαρτύρων κατηγορίας. Κάποιες από αυτές έχουν ενδιαφέρον καθώς είναι αποκαλυπτικές ως προς τις μεθοδεύσεις του συνόλου των διωκτικών αρχών. Δεδομένης της έλλειψης ενημέρωσης όπως αυτή φάνηκε στα κενά της αντιπληροφόρησης (σκοπούμενα ή μη) θα αποπειραθώ να καταγράψω εκείνες τις λεπτομέρειες που θεωρώ ότι αξίζουν αναφοράς.Όσα ακολουθήσουν θα είναι μια όσο το δυνατόν συμπυκνωμένη παράθεση καταθέσεων αρκετών από τους μάρτυρες, σε μια διαδικασία που διήρκεσε αρκετούς μήνες. Σίγουρα θα υπάρχουν παραλείψεις και σημεία που ίσως μου διέφυγαν, οπότε ο εμπλουτισμός των ενημερώσεων και από άλλους μόνο χρήσιμος θα είναι. Δυστυχώς, η απουσία διαθεσιμότητας, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστον για την καταγραφή στιγμιότυπων των δικών αυτών (που στην τελική δεν αφορούν μονάχα τους εμπλεκόμενους σε αυτές αλλά και όσους αντλούν ενδεχομένως ένα ενδιαφέρον γύρω από τις κατασταλτικές μεθοδεύσεις) ενισχύουν τα ελλείμματα ενημέρωσης. Ελπίζω τα όσα αναφερθούν να μπορούν να χρησιμεύσουν κάπου σε υποθέσεις που είναι ήδη ανοιχτές και στις οποίες σύντροφοι δικάζονται με παρόμοια μοτίβα μεθοδεύσεων, όπως αυτά φάνηκαν μέσα από τις καταθέσεις μαρτύρων ( ψεύτικες αναγνωρίσεις, ανώνυμα τηλεφωνήματα, παρακολουθήσεις σπιτιών κτλ). Σε κάθε περίπτωση πιστεύω πως όλη αυτή η ενημέρωση έχει και μια αυτούσια πολιτική αξία, διότι μέσα από τις περιγραφές προκύπτει αρκετά γλαφυρά το πως οι κατασταλτικοί θεσμοί της Δημοκρατίας αντιμετωπίζουν το φαινόμενο του εσωτερικού εχθρού που βαφτίζουν “τρομοκρατία”.

 

1) Στην ογκώδη λίστα μαρτύρων κατηγορίας οι περισσότεροι ήταν αστυνομικοί διαφόρων βαθμών και βαθμίδων. Όχι κάτι παράξενο για υποθέσεις όπως αυτή. Όμως εδώ το αξιοπερίεργο είναι ότι πολλοί από αυτούς δεν είχαν το παραμικρό να πουν γιατί πολύ απλά δεν είχαν κανενός είδους εμπλοκή στις εξεταζόμενες υποθέσεις (εκρήξεις στην οικεία του πρώην υπουργού Παναγιώτη Χηνοφώτη, της πρώην υπουργού Λούκας Κατσέλη και στο υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης). Για παράδειγμα στην περίπτωση της έκρηξης στο υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης εμφανίστηκαν αρκετοί αστυνομικοί των ΜΑΤ που δεν είχαν να πουν τίποτα απολύτως καθώς ναι μεν υπηρετούσαν στην διμοιρία που αναλάμβανε τη στατική φύλαξη του υπουργείου, τη μέρα της έκρηξης όμως έλειπαν σε άδεια. Ως προς το περίεργο της υπόθεσης οι ίδιοι απάντησαν πως δεν είχαν ιδέα γιατί καλέστηκαν, κι ότι ενώ φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν πως έλειπαν σε άδεια, παρόλαυτά τα ονόματα τους μπήκαν στην λίστα με τους μάρτυρες. Αν αυτό το μπέρδεμα αφορούσε μόνο την προανάκριση δεν θα προξενούσε εντύπωση διότι κάτι τέτοια διαδικαστικά λάθη δεν είναι σπάνια. Πως όμως έφτασαν τα ονόματα τους να συμπεριληφθούν στη λίστα μαρτύρων κατηγορίας για την δίκη; Ούτε και η πιο αφελής καλοπιστία δεν θα δεχόταν το επιχείρημα ότι όλο αυτό οφείλεται σε μια απλή γραφειοκρατική κωλυσιεργία. Δεδομένου μάλιστα ότι η επιλογή των συγκεκριμένων μαρτύρων έγινε, όπως οι ίδιοι είπαν, από την ίδια την αντιτρομοκρατική, η καχυποψία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη μαρτύρων κατηγορίας στη λίστα χωρίς αυτοί να έχουν οτιδήποτε να πουν ήταν μια μεθόδευση και όχι ένα απλό λάθος. Που μπορεί να αποσκοπεί όμως αυτή η φαινομενικά άκυρη μεθόδευση;Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι το να εμφανίζονται πολλοί μάρτυρες κατηγορίας σε μια δίκη, και δη αστυνομικοί, επιβαρύνει από μόνο του το κλίμα. Πόσο μάλλον όταν στην εξέταση τους μπορεί να προκύψει ένα αόριστο κλίμα κινδυνολογίας. Είναι δεδομένο ότι καθώς οι αστυνομικοί έλειπαν σε άδεια μόνο υποθετικά θα μπορούσαν να απαντήσουν σε μια ερώτηση του στυλ : “Από την θέση που ήταν τοποθετημένη η βόμβα θα μπορούσατε να κινδυνέψετε αν είχατε υπηρεσία και εάν η έκρηξη γινόταν πρόωρα ;” Ό,τι κι αν απαντούσαν όμως με αυτή την τεχνική ενισχύεται η γενική εντύπωση ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αντάρτικου πόλης αποσκοπούν ή δεν νοιάζονται για παράπλευρες απώλειες. Δεν είναι τόσο το ποινικό κομμάτι που ενδιαφέρει τις αρχές σε αυτήν την περίπτωση, όσο η πολιτική σκοπιμότητα του να ακούγεται όσο περισσότερο γίνεται αυτή η αόριστη κινδυνολογία, ώστε να χτυπιέται το κύρος και το ηθικό ανάστημα των ανταρτών πόλης, καθώς είναι πάγια τακτική να επιχειρείται η αποδόμηση τους ως εν δυνάμει μακελάρηδες αθώων ανθρώπων. Σε τελική ανάλυση κανείς δεν θα ασχοληθεί με το αν οι αστυνομικοί ήταν ή δεν ήταν παρόντες καθώς αυτό που μένει είναι αυτή η αόριστη κινδυνολογία. Το γεγονός αυτό το πιστοποιεί και η κατάθεση τηλεφωνήτριας της άμεσης δράσης, η οποία ήταν αυτή που κλήθηκε να μεταβιβάσει το προειδοποιητικό τηλεφώνημα στους ανωτέρους της. Η συγκεκριμένη τηλεφωνήτρια αρνιόταν επίμονα να αναγνωρίσει εάν τέτοιου είδους προειδοποιητικά τηλεφωνήματα έχουν ή όχι έναν προστατευτικό χαρακτήρα, βρίσκοντας προφάσεις του στυλ “δεν μπορώ να έχω άποψη επί του θέματος”. Μόνο όταν ρωτήθηκε ότι αφού δεν μπορεί να έχει άποψη γιατί μπήκε στον κόπο να απασχολήσει τους ανωτέρους της, παραδέχθηκε “υποθέτω πως ναι έχουν προστατευτικό χαρακτήρα”.

 

Ανάμεσα στους αστυνομικούς που κατέθεσαν ήταν κι ένα στέλεχος της αντιτρομοκρατικής που ισχυρίστηκε ότι υπηρεσιακό του καθήκον είναι να συλλέγει πληροφορίες μέσω ιστοσελίδων στο ιντερνετ, κι ότι κατά την έρευνα του αυτή, εντόπισε μια ανάληψη της ΣΠΦ στον ιστότοπο athens indymedia. Αρχικά όταν καλέστηκε να εξειδικεύσει το αντικείμενο των ερευνών του απάντησε αόριστα πως ερευνά ανοικτές πηγές στο ιντερνετ, τις οποίες αργότερα προσδιόρισε ως ειδησεογραφικές σελίδες. Σε αυτό το σημείο μη μπορώντας να συνδέσει τις ειδησεογραφικές σελίδες με το athens indymedia άρχισε σιγά σιγά να αποφεύγει τις απαντήσεις ή να απαντάει με ένα τελείως γελοίο τρόπο. Στο τέλος κατέληξε να μας πει πως το αντικείμενο της δουλειάς του είναι να πραγματοποιεί τυχαίες αναζητήσεις στο google και πως τυχαία ανακάλυψε την ανάληψη στο athens indymedia, το οποίο αφενός παραδεχόταν ότι δεν είναι ειδησεογραφικό σαιτ από την άλλη όμως εμφανιζόταν ανίκανος να το εντάξει σε κάποια κατηγορία. Ο λόγος φυσικά ήταν απλός. Ήθελε πάση θυσία να αποφύγει να αναγνωρίσει ότι το athens indymedia είναι ένα αντιεξουσιαστικό μέσο αντιπληροφόρησης, καθώς αυτό θα ήταν μια έμμεση παραδοχή ότι η αντιτρομοκρατική παρακολουθεί τέτοιου είδους μέσα σε σταθερή βάση.

 

Μια ιδιαίτερη περίπτωση όμως ήταν η εξέταση των αστυνομικών ειδικών φρουρών που υπηρετούσαν στην φύλαξη της οικείας του πρώην υπουργού Δημόσιας Τάξης Παναγιώτη Χηνοφώτη. Προσπερνώντας το διόλου ασήμαντο γεγονός πως ένας από αυτούς δήλωσε πως κατά τη γνώμη του η φύλαξη του υπουργού οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, έχει σημασία να σταθούμε στην κατάθεση των άλλων δύο. Αυτοί λοιπόν (και οι δύο) κατέθεσαν πως το διάστημα πριν την έκρηξη αντιληφθήκαν τον οδηγό μιας μοτοσικλέτας να φωτογραφίζει ένα σπίτι στον ίδιο δρόμο με το σπίτι του υπουργού. Αν και ο οδηγός φορούσε κράνος, οι ειδικοί φρουροί αναγνώρισαν με τα διαπεραστικά μάτια τους πως κάτω από το κράνος είναι ένας νεαρός άντρας περίπου 25 χρονών με μακριά σγουρά καστανά μαλλιά. Ως εδώ καλά. Το μόνο παράξενο είναι η ικανότητα των φρουρών να βλέπουν μέσα από κράνη. Το θέμα είναι πως αυτή η περιγραφή συνέπιπτε με την τότε εμφάνιση μέλους της ΣΠΦ. Το πραγματικό πρόσωπο όμως κάτω από το κράνος καλέστηκε και εμφανίστηκε στο δικαστήριο όπου και προέκυψε πως επρόκειτο για έναν επαγγελματία μεσίτη πάνω από 40 χρονών, φαλακρός ήδη από τα 17 του χρόνια, ο οποίος εκείνη την ημέρα τραβούσε φωτογραφίες ένα σπίτι για επαγγελματικούς λόγους. Αυτό το έργο παίχτηκε και στο πρωτόδικο δικαστήριο και συνεχίστηκε και τώρα στο εφετείο. Βέβαια, ενώ όπως είναι λογικό, μιας και η πραγματικότητα διέψευσε τους αστυνομικούς, θα περίμενε κανείς να ανασκευάσουν οι φρουροί τις καταθέσεις τους ή τουλάχιστον να πουν ότι έκαναν λάθος, αυτοί αρνήθηκαν πεισματικά και επέμειναν ακόμα και στο εφετείο στην αρχική τους αναγνώριση. Μπροστά σε αυτό το προκλητικό θράσος τους κατατέθηκε αίτημα για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των δύο αστυνομικών με τον μεσίτη. Το αίτημα έγινε δεκτό και έτσι εμφανίστηκαν και οι τρεις μπροστά στην έδρα με τους αστυνομικούς να πρέπει να εξηγήσουν το πως ο φαλακρός μεσίτης 40 χρονών μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένας 25χρονος νεαρός με μακριά καστανά σγουρά μαλλιά. Σε μια προσπάθεια να τα μπαλώσουν ο ένας αστυνομικός προσπάθησε να τα γυρίσει λίγο λέγοντας ότι “εντάξει δεν είναι απαραίτητο να οδηγούσε ο μεσίτης τη μηχανή την συγκεκριμένη ημέρα”για να πάρει την πληρωμένη απάντηση του μεσίτη πως αυτός ήταν .Το όλο σκηνικό ήταν τόσο γελοίο που ακόμα και η έδρα κρατιόταν να μη γελάσει. Μπροστά σε αυτό το τσίρκο με μια εντυπωσιακή κωλοτούμπα ο ένας εκ των αστυνομικών άλλαξε την κατάθεση του λέγοντας πως τον οδηγό δεν τον είδε ο ίδιος αλλά ότι μετέφερε ότι του είπε ο συνάδερφος του που τον είδε, έκανε δηλαδή μια διαμεσολαβημένη αναγνώριση. Ο άλλος τώρα που έμεινε μόνος του, καθώς ακόμα και ο συνάδελφος του τον κρέμασε, δεν μπόρεσε ποτέ να αιτιολογήσει, με κάποιο λογικό στοιχείο τουλάχιστον το γεγονός ότι το πρόσωπο που είδε ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με το πραγματικό πρόσωπο που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του. Πέρα όμως από το γελοίο του θέματος αυτό που χρήζει προσοχής και είναι ενδεικτικό του πως μαγειρεύονται τέτοιες αναγνωρίσεις, είναι το γεγονός πως οι δύο ειδικοί φρουροί προφανώς καθοδηγήθηκαν από την αντιτρομοκρατική να δώσουν την υπαρκτή περιγραφή ενός προσώπου που βρισκόταν στο στόχαστρο των αρχών, ώστε ακόμα κι αν αυτή διαψευστεί αργότερα στη δίκη να έχουν ήδη δημιουργηθεί εντυπώσεις που θα δώσουν πάσα στο δικαστήριο να ξεθολώσει το τοπίο με κάποια υπεραπλουστατευτική εξήγηση του στυλ: “Μπορεί οι αστυνομικοί να είδαν τον συγκεκριμένο ύποπτο σε άλλο χρόνο και τόπο και να μπερδεύτηκαν”. Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή των αστυνομικών να επιμένανε στην αναγνώριση της πρώτης της κατάθεσης μέχρι και στο εφετείο και ενώ μπροστά στα μάτια τους βρισκόταν με σάρκα και οστά ένας τελείως άλλος άνθρωπος από αυτόν που αναγνωρίσανε, και παρόλα αυτά να μην τίθεται ζήτημα ψευδορκίας αυτεπάγγελτα. Φυσικά όσοι έχουμε αναλάβει ευθύνη για την συμμετοχή μας στην οργάνωση δεν ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ για τέτοιες τεχνικές λεπτομέρειες και για το λεγόμενο αδιάβλητο κύρος της δικαιοσύνης, αλλά για το γεγονός ότι οι διωκτικές αρχές συνολικά μεθοδεύουν πλαστές αναγνωρίσεις προσώπων με σκοπό να τους εμπλέξουν σε υποθέσεις, καθώς δεν είναι καθόλου αδιάφοροτο το ότι ένα σωρό άνθρωποι έχουν βρεθεί να κατηγορούνται χωρίς λόγο για τη ΣΠΦ.

 

Ένας από τους σημαντικότερους μάρτυρες της δίκης (από πολιτικής άποψης) ήταν ο πρώην υπουργός Παναγιώτης Χηνοφώτης, ο οποίος είπε ενδιαφέροντα πράγματα από πολλές απόψεις. Πρώτα από όλα ενίσχυσε τον ισχυρισμό του αστυνομικού της προσωπικής του φρουράς ότι η φύλαξη του οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, προσθέτοντας κιόλας πως “όλα τα πρόσωπα θεσμικού και πολιτικού κύρους και επιφάνειας διαθέτουν προσωπική φρουρά για πολιτικούς λόγους”. Στην συνέχεια μάλιστα παραδέχτηκε πως η βομβιστική επίθεση εναντίον του θα μπορούσε να έχει και πολιτικό χαρακτήρα λόγω της θέσης του ως υπουργός το 2009. Σε σχέση με την ίδια την ΣΠΦ ανέφερε πως ενημερώθηκε σχετικά πρώτη φορά από κάποιον αστυνομικό της αντιτρομοκρατικής, αρμόδιο για αυτά τα θέματα, κάποιον ταξίαρχο Μπαλακο. Κατατέθηκε επιτόπου αίτημα να κληθεί ο ταξίαρχος Μπαλακος ώστε να μας πει αν όντως έκανε μια τέτοια ενημέρωση στον υπουργό καθώς και το περιελάμβανε αυτή η ενημέρωση. Το αίτημα έγινε δεκτό, ο Μπαλάκος ήρθε λοιπόν σε επόμενη συνεδρία στην οποία αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι παρείχε οποιαδήποτε τέτοια ενημέρωση στον υπουργό, είτε γραπτώς, είτε προφορικώς, καθιστώντας φανερό ότι ένας από τους δύο ψεύδεται. Σε σχέση με την δολοφονία του αναρχικού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ο Χηνοφώτης είπε πως υπέβαλλε την παραίτηση του για λόγους ευθιξίας. Ως προς αυτό ρωτήθηκε αν σήμαινε πως ταυτόχρονα αναλάμβανε και την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία ως είθισται να κάνουν οι πολιτικοί που παραιτούνται επικαλούμενοι πολιτική ευθιξία αλλά ενοχλήθηκε και κάλεσε το δικαστήριο να τον προστατέψει λέγοντας πως “δεν ήρθα ως εδώ για να υποστώ ανάκριση”

 

ii) Ο τελευταίος κύκλος εξέτασης αστυνομικών μαρτύρων κατηγορίας αφορούσε τρία στελέχη της αντιτρομοκρατικής τον Χρήστο Κοτλίδα, τον Ιωάννη Φραγκίσκο και τον Δημήτρη Χωριανόπουλο. Και οι τρεις τους καθαιρέθηκαν στις κρίσεις του Νοεμβρίου του 2009 μαζί με πολλά άλλα ηγετικά στελέχη της αντιτρομοκρατικής, μέσα σε μια νύχτα με τον έντυπο τύπο να μιλάει για “νύχτα των μεγάλων μαχαιριών στην Αντιτρομοκρατική”. Κανένας από αυτούς δεν συμπεριλαμβανόταν στην λίστα μαρτύρων αλλά καλέστηκαν μετά από αίτημα από την πλευρά των κατηγορούμενων.

 

Ο Κοτλίδας κλήθηκε διότι σε δημοσιεύματα του τύπου περιγραφόταν ως ο τμηματάρχης του 3ου Τμήματος της Αντιτρομοκρατικής, που περιγράφεται ως τμήμα ελέγχου αντιεξουσιαστικών οργανώσεων, κάτι που είχαν επιβεβαιώσει και προγενέστερα κάποιοι από τους προηγούμενους μάρτυρες της Αντιτρομοκρατικής. Το ζητούμενο φυσικά ήταν να έρθει ώστε να δώσει μια εικόνα του τι είναι ακριβώς αυτό το τμήμα και με το ασχολείται. Ο ίδιος αρνήθηκε πως το τμήμα ονομάζεται έτσι και ότι η κανονική ονομασία του τμήματος είναι Τμήμα Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας κατά του πολιτεύματος. Δεν μπόρεσε βέβαια να πει τι το διαφορετικό ερευνά ένα τμήμα της αντιτρομοκρατικής, ενώ υπάρχει αντίστοιχο τμήμα της κρατικής ασφάλειας. Στην συνέχεια ρωτήθηκε ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά “εγκλημάτων κατά του πολιτεύματος” που ερευνά το τμήμα του και χωρίς να το πολυσκεφτεί έφερε ως παράδειγμα την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού το πρωί της ίδιας ημέρας στο υπουργείο οικονομικών. Αυτό προκάλεσε σειρά ερωτήσεων στις οποίες ο Κοτλίδας απέφυγε να απαντάει καταλαβαίνοντας ότι εκτέθηκε παραπάνω. Έτσι ανέφερε πως δεν θα μπορούσε να ξέρει αν γενικώς τοποθετήσεις εκρηκτικών μηχανισμών σε υπουργεία είναι ενέργειες κατά του πολιτεύματος αλλά και ότι δεν μπορεί να πει αν θα πρόκειται για ενέργεια κατά του πολιτεύματος αν βγει τελικώς ανάληψη γιατί δεν του αρέσει να μιλάει προκαταβολικά. Τότε ρωτήθηκε αν για μια παλιότερη έκρηξη σε υπουργείο, στην οποία υπήρξε ανάληψη ευθύνης από τη ΣΠΦ, όπως στο υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, θα μπορούσε να πει αν ήταν ενέργεια κατά του πολιτεύματος, αλλά απάντησε αρνητικά με έναν πολύ αφαιρετικό και αόριστο τρόπο. Όσο όμως κι αν απέφυγε να απαντάει, εκείνο που είχε σημασία είχε ειπωθεί έστω και εκ παραδρομής. Ίσως είναι και η πρώτη φορά (τουλάχιστον δεν θυμάμαι εγώ άλλη) που αξιωματικός της αντιτρομοκρατικής παραδέχεται μπροστά σε δικαστήριο ότι μια βομβιστική επίθεση σε υπουργείο θα μπορούσε υπό συνθήκες να είναι ενέργεια κατά του πολιτεύματος ανοίγοντας το δρόμο για να θεωρηθούν και ως πολιτικά εγκλήματα. Τέτοιες δηλώσεις, ακόμα και με λανθάνουσα γλώσσα ξεκαθαρίζουν το τοπίο ως προς τις δίκες εναντίον αναρχικών ανταρτών πόλης, καθώς εδώ και πολλά χρόνια ακούμε συνεχώς πως πολιτικό έγκλημα είναι μόνο η κατάλυση της Δημοκρατίας από στρατιωτικό πραξικόπημα.

 

Οι δύο μάρτυρες που απέμειναν ήταν οι πιο κομβικοί ίσως αυτής της δίκης. Επιτελικά στελέχη της αντιτρομοκρατικής και οι δύο, σε ηγετικές βαθμίδες του 1ου τμήματος (καταπολέμηση εσωτερικής τρομοκρατίας) της αντιτρομοκρατικής και οι δύο, ήταν από εκείνους που είχαν ρόλο επόπτη και διευθυντή στην κατασταλτική επιχείρηση εναντίον της ΣΠΦ και ειδικότερα στο σχεδιασμό της εισβολής στο σπίτι του Χαλανδρίου στις 23/9/2009. Αυτοί οι δύο λοιπόν, ο Φραγκίσκος και ο Χωριανόπουλος, καλέστηκαν μιας και ήταν αυτοί που όλοι οι υφιστάμενοι τους, τους υπέδειξαν ως αρχιτέκτονες της όλης επιχείρησης στο Χαλάνδρι. Στις καταθέσεις τους όμως υπήρξε ένα τεράστιο χάσμα που βίαζε την κοινή λογική, καθώς για ακριβώς τα ίδια πράγματα είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις.

 

Ο Γιάννης Φραγκίσκος εμφανίστηκε πρώτος κατά σειρά. Στάθηκε μπροστά στο δικαστήριο με ένα κάπως απολογητικό ύφος, ακόμα και ως προς την πλευρά αυτών που βρισκόμαστε κατηγορούμενοι. Στις ερωτήσεις που του γίνονταν , άρχισε σιγά-σιγά να σκιαγραφείται μια άλλη εικόνα για το τι συνέβη στο Χαλάνδρι στις 23/9/2009 ανατρέποντας όλα τα ως τότε δεδομένα της υπόθεσης. Ανέτρεψε εντελώς την εκδοχή του ανώνυμου τηλεφωνήματος, μια εκδοχή στην οποία είχαν θεμελιωθεί σε πρώτο βαθμό οι έως τώρα διώξεις όλων των εμπλεκόμενων στις δικογραφίες, ανεξάρτητα από το αν δήλωναν μέλη της ΣΠΦ ή όχι). Τι μας είπε λοιπόν ο Φραγκίσκος για το πως ξεκίνησαν όλα αυτά;

 

Σύμφωνα με τον Φραγκίσκο το νήμα της ιστορίας ξεκίνησε από τον Γενάρη του 2009 και την επίθεση του ΕΑ στην διμοιρία των ΜΑΤ που φιλούσε το υπουργείο πολιτισμού. Στην τεράστια επιχείρηση της αστυνομίας που ακολούθησε, έγιναν εισβολές σε σπίτια καθώς και προσαγωγές και συλλήψεις διαφόρων αναρχικών. Ένα από αυτά τα σπίτια ήταν και αυτό που διέμενε ο Γιώργος Νικολόπουλος, μέλος της ΣΠΦ, ο οποίος τότε συνελήφθη κιόλας μαζί με άλλους αναρχικούς που βρίσκονταν τότε στο σπίτι ως επισκέπτες. Αυτή είναι η κομβική στιγμή, λέει ο Φραγκίσκος κατά την οποία, ένας συγκεκριμένος κύκλος ανθρώπων μπαίνει στο μικροσκόπιο της αντιτρομοκρατικής, η οποία έκτοτε τους παρακολουθεί περιοδικά με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο σπίτι του Χαλανδρίου, όπου διέμενε το μέλος της ΣΠΦ, Χάρης Χατζημιχελάκης. Μάλιστα ο Φραγκίσκος αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η εισβολή στο σπίτι των Εξαρχείων δεν έγινε τυχαία, αλλά ότι υπήρχαν στοιχεία από πιο παλιά, τα οποία δεν είχε υπόψη του ο ίδιος. Όπως και να έχει, πρόκειται για μια εκδοχή΄, η οποία χωρίς αμφιβολία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Χωριανόπουλου περί ανώνυμου τηλεφωνήματος. Όσο προχωρούσε η κατάθεση του και συνεχίζονταν οι ερωτήσεις τόσο περισσότερα αποκάλυπτε ο Φραγκίσκος με την ίδια απολογητική διάθεση. Μεταξύ άλλων παραδέχτηκε πως πράγματι υπήρξε ένα τμήμα της αντιτρομοκρατικής (δεν διευκρίνισε ποιο και αν είναι το 3ο ή κάποιο άλλο), του οποίου αρμοδιότητα είναι η μελέτη και παρακολούθηση προσώπων και δραστηριοτήτων του αναρχικού χώρου ώστε να φιλτράρει πληροφορίες και να καταλήγει σε λίστες υπόπτων.

 

Με τη χαρακτηριστική άνεση ενός αναλυτή πληροφοριών που μελετάει “περιβάλλοντα” περιέγραψε μεταξύ Δεκέμβρη 2009 και Σεπτέμβρη 2009, και ειδικότερα μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη, η αντιτρομοκρατική είχε θορυβηθεί και ανησυχούσε ιδιαίτερα για την κατάσταση στην Ελλάδα, καθώς οι δραστηριότητες συνολικά του αναρχικού χώρου έδειχναν μια άνοδο σε επίπεδο κινητικότητας. Η αύξηση της αναρχικής παρουσίας τόσο με τις διάφορες δημόσιες εκδηλώσεις, όσο και με τις συνεχείς επιθέσεις άμεσης δράσης και αντάρτικου πόλης, είχε δημιουργήσει φόβους για μια ενδεχόμενη εσωτερική αποσταθεροποίηση (σύμφωνα πάντα με τον ίδιο τον Φραγκίσκο) φόβους που εντάθηκαν μετά και την εκτέλεση του στελέχους της αντιτρομοκρατικής Νεκτάριου Σάββα, από την οργάνωση Σέχτα Επαναστατών. Άρχισε λοιπόν ,λέει, να γίνεται επιβεβλημένη μια διευρυμένη επιχείρηση αντιμετώπισης του φαινομένου προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα στο μέλλον (πάντα σύμφωνα με τον Φραγκίσκο). Έτσι η αντιτρομοκρατική αποφασίζει να κλειδώσει σε ότι είχε στα χέρια της μέχρι τότε αρχίζοντας μια πιο συστηματική παρακολούθηση των ανθρώπων που είχε στο στόχαστρο ήδη από τον Γενάρη του 2009. Η επιχείρηση αυτή, η οποία κατέληξε να επικεντρωθεί κάποια στιγμή στο Χαλάνδρι, επισπεύσθηκε για δύο λόγους. Ο ένας ήταν η απροσδόκητη βομβιστική επίθεση στο σπίτι της πρώην υπουργού Λούκας Κατσέλη ( κάτι που παραδέχθηκε ο Φραγκίσκος) αλλά και λόγω των εθνικών εκλογών του Οκτωβρίου (κάτι που δεν παραδέχθηκε ο Φραγκίσκος, ούτε απέρριψε όμως κατηγορηματικά). Η στάση του Φραγκίσκου σε αυτό το σημείο υπήρξε τόσο απολογητική, που εκπλαγήκαμε σχεδόν όλοι. Έφτασε στο σημείο να ομολογήσει ότι η επιχείρηση έγινε βιαστικά και πρόχειρα με αποτέλεσμα να εμπλακούν στις δικογραφίες πρόσωπα άσχετα με την υπόθεση, και να χαρακτηριστεί το σπίτι ως γιάφκα, χαρακτηρισμό που ο Φραγκίσκος απέρριψε απόλυτα. Είπε μάλιστα, πως κατά την γνώμη του “θα έπρεπε να περιμέναμε περισσότερο καιρό ώστε να εξασφαλίσουμε πως δεν θα κατηγορηθεί άδικα κόσμος”. Μας έδωσε την εντύπωση, μάλιστα, πως η τελική απόφαση για την ημέρα εισβολής δεν ήταν δική του, αλλά αρνήθηκε να υποδείξει ποιου ήταν, αφήνοντας ωστόσο υπαινιγμούς για τους ανωτέρους του δείχνοντας τον Χωριανόπουλο, χωρίς να λέει το όνομα του. Τέτοιου στυλ υπονοούμενα συνεχίστηκαν, πιο έντονα μάλιστα όταν καλέστηκε να σχολιάσει τις συνθήκες αποπομπής του από τη θέση του, κάτι για το οποίο έδειχνε να μην κατανοεί τους λόγους και δεν έκρυψε μάλιστα και την ενόχληση του για το γεγονός. Οι υπαινιγμοί του ότι η αποπομπή του αυτή ίσως έκρυβε πολιτική σκοπιμότητα ήταν τόσο έντονοι που παρενέβη φανερά ενοχλημένος ο αναπληρωτής εισαγγελέας ( ο οποίος δεν είχε ξαναμιλήσει ποτέ σε δίκη σε βαθμό που να μοιάζει διακοσμητικός) για να απαιτήσει από τον Φραγκίσκο πιο ξεκάθαρες τοποθετήσεις και έτσι ο Φραγκίσκος είπε πως υποθέτει ότι αποπέμφθηκε επειδή οι ανώτεροι του είχαν εχθρική στάση απέναντι του λόγω του “πως έβλεπα τα πράγματα που γίνονταν μερικές φορές”. Με αυτή την ντρίμπλα ο Φραγκίσκος. όχι μόνο εξέθεσε την αντιτρομοκρατική αλλά φρόντισε αρκετά έξυπνα να αποτινάξει κι από πάνω του την ευθύνη για τα όποια μελανά σημεία στον τρόπο λειτουργίας της. Σχολίασε δεικτικά μάλιστα πως όντως ειπώθηκαν μερικές υπερβολές τότε στα κανάλια σε σχέση με το σπίτι, τους συλληφθέντες και όλη την επιχείρηση, αλλά όπως μας είπε δεν ήταν ευθύνη της αντιτρομοκρατικής να τις διαψεύσει αλλά ευθύνη του ίδιου του αρχηγού της αστυνομίας. Τελειώνοντας την κατάθεση του δήλωσε πως αισθάνεται στεναχώρια που οι έρευνες της αντιτρομοκρατικής έγιναν τότε με τέτοιο τρόπο ώστε “να οδηγηθούν πολλά αθώα νεαρά παιδιά στις φυλακές” που θα μπορούσαν να είναι και δικά του παιδιά ( δικά του λόγια) και ξεκαθάρισε πως πλέον δεν έχει τις αντιλήψεις που είχε τότε. Στο γιατί πιστεύει ότι δεν καλέστηκε τόσα χρόνια να καταθέσει αυτά που είπε τώρα, ακόμα και ο ίδιος έδειξε να απορεί και είπε πως πραγματικά δεν καταλαβαίνει τον λόγο, αλλά πως ποτέ δεν είναι αργά.

 

Τα αποτελέσματα από αυτήν την κατάθεση ενός εξέχοντος στελέχους της αντιτρομοκρατικής που τίναξε στον αέρα όλο το επικοινωνιακό παιχνίδι της υπηρεσίας γύρω από το πως έφτασε στο σπίτι του Χαλανδρίου και το αν αυτό ήταν τελικά γιάφκα ή όχι, προφανώς καταλήγουν ότι ο Φραγκίσκος είχε τη δική του προσωπική ατζέντα να εκθέσει την αντιτρομοκρατική (για ρεβανσιστικούς λόγους ενδεχομένως επειδή τον ξήλωσαν μέσα στην νύχτα δια τηλεφώνου). Αυτό ωστόσο είναι αδιάφορο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δημιουργήθηκε ένα ρήγμα στις αφηγήσεις της αντιτρομοκρατικής.

 

Οι προεκτάσεις αυτής της ιστορίας ξεπερνούν κατά πολύ την υπόθεση που εκδικάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς παρόμοιες επιχειρήσεις και μεθοδεύσεις της αντιτρομοκρατικής έχουν υπάρξει πολλές και αν κάτι μένει είναι το πόσο παρασκήνιο τελικά κρύβεται πίσω από κάθε ανώνυμο τηλεφώνημα που δέχεται η αντιτρομοκρατική.

Η τελευταία κατάθεση, αυτή του Δημήτρη Χωριανόπουλου, του διευθυντή της αντιτρομοκρατικής και προϊσταμένου του Γιάννη Φραγκίσκου, αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς επρόκειτο να έχει τεράστια απόκλιση από όσα είπε ο Φραγκίσκος. Με δεδομένο όμως τα απολύτως αντικρουόμενα δεδομένα ανάμεσα στις δυο εκδοχές το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί όχι μόνο δεν καλύφθηκε αλλά μεγάλωσε κι άλλο.

 

Ο Χωριανόπουλος, βασικά, κατάφερε το ακατόρθωτο. Αφού έπεσε σε αντιφάσεις με όλα όσα είχαν δηλώσει οι υφιστάμενοι του σχεδόν σε όλα τα επίπεδα κατέληξε στο τέλος να αντιφάσκει πλήρως και με τον εαυτό του από ερώτηση σε ερώτηση.

 

Ξεκινώντας ο Χωριανόπουλος να καταθέτει επέδειξε ένα αρκετά εντυπωσιακό ταλέντο ελιγμών. Έτσι, ανάλογα με το αν ήθελε να επωμιστεί κάποιες ευθύνες ή όχι φαινόταν πότε να είναι σε γνώσει όλων των ενεργειών των υφισταμένων του και πότε όχι. Κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με τις καταθέσεις όλων των προηγούμενων αντιτρομοκρατικάριων (Χηνόπουλος και λοιπών), οι οποίοι, επίσης, για να αποφύγουν να απαντούν σε καυτές ερωτήσεις έλεγαν ότι ενεργούσαν αποκλειστικά κατόπιν εντολών ανωτέρων τους, δείχνοντας όλοι τον Χωριανόπουλο. Ο ίδιος ωστόσο επιφύλαξε για τον εαυτό του μια εικόνα Πόντιου Πιλάτου, ο οποίος δεν χρειαζόταν καν να δίνει εντολές, γιατί οι υφιστάμενοι του ήταν έμπειροι και ήξεραν τι να κάνουν, επομένως αυτός καθόταν στο γραφείο του και ενημερωνόταν μόνο για τα ουσιώδη κι όχι για τα γενικά στοιχεία της επιχείρησης. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το Χωριανόπουλο, πως έχουμε μία επιχειρησιακή ομάδα 20-30 ατόμων γύρω από το σπίτι του Χαλανδρίου, η οποία κινείται αυτόνομα παίρνοντας πρωτοβουλίες και στέλνοντας απλώς αναφορές για τα ουσιώδη στο Χωριανόπουλο, κάτι ολωσδιόλου αντίθετο με αυτά που είχε πει ο Χηνόπουλος, ο οποίος ουσιαστικά μας είχε δώσει την εντύπωση πως κανείς δεν έκανε ρούπι αν πρώτα δεν το ήξερε ο Χωριανόπουλος.

 

Όλα αυτά ίσως ήταν ασήμαντα, παρά το ότι βρίθουν αντιφάσεων, άρχισαν όμως να αποκτούν πιο σοβαρή διάσταση όταν ο Χωριανόπουλος κλήθηκε να πει αν ήξερε το πως προέκυπταν οι ταυτοποιήσεις υπόπτων που έμπαιναν και έβγαιναν στο σπίτι στο Χαλάνδρι. Εδώ εξέλειπε το στοιχείο της σύνδεσης οχημάτων με τα στοιχεία ταυτότητας των υπόπτων. Αντ’ αυτού ο Χωριανόπουλος ανέπτυξε μία περιπτωσιολογία βασισμένη σε εικασίες: είπε για παράδειγμα πως οι ύποπτοι (όσοι δηλαδή μπαινόβγαιναν στο σπίτι) είτε αναγνωρίζονταν από φωτογραφίες τους που είχε η αντιτρομοκρατική εξαιτίας προηγούμενου ποινικού μητρώου τους (όταν ρωτήθηκε βέβαια να πει ποιοι ήταν αυτοί, είπε πως δεν θα μπορούσε να ξέρει), είτε οι ύποπτοι τύγχαναν παρακολούθησης από τους αστυνομικούς που επιτηρούσαν το σπίτι στο Χαλάνδρι μέχρι το δικό τους σπίτι, όπου και οι γείτονες υποβάλλονταν σε άτυπη ανάκριση από τους αστυνομικούς για να δώσουν πληροφορίες για τους υπόπτους, “γιατί αλλιώς”, λέει, “δεν θα μπορούσε να προκύψει ταυτοποίηση στοιχείων”. Φυσικά, επικαλέστηκε άγνοια για το αν υπήρξαν τέτοιες παρακολουθήσεις, καθώς ο ίδιος δεν έδωσε (σύμφωνα με τα λεγόμενά του) σχετική εντολή για το πως και αν θα πρέπει να γίνονται τέτοιες παρακολουθήσεις πετώντας έτσι το μπαλάκι στους υφισταμένους του. Αν, δηλαδή, είχαν γίνει θα ήταν πρωτοβουλία των ίδιων και όχι κατόπιν δικής του εντολής, μάλιστα δε θα χρειαζόταν καν να ενημερωθεί, διότι οι αναφορές που λάμβανε αφορούσαν μόνο τα ουσιώδη. Έτσι, παρότι επόπτης ο Χωριανόπουλος του συνόλου των επιχειρήσεων κατά ένα πολύ βολικό τρόπο ήξερε μονάχα αυτά που δεν θα τον έφερναν σε μια δύσκολη θέση στο δικαστήριο. Βέβαια, οι 4 από τους συνολικά 20-30 αστυνομικούς που συμμετείχαν στην επιχείρηση (και που κανένας τους δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιοι ήταν όλοι οι υπόλοιποι) ποτέ δεν ανέφεραν κάποια τέτοια παρακολούθηση υπόπτου μέχρι την προσωπική του οικεία. Στο δια ταύτα, λοιπόν, ως προς την ταυτοποίηση υπόπτων με τα πραγματικά τους στοιχεία το μόνο που μας προσέφερε ο Χωριανόπουλος ήταν δύο ζουμερές εικασίες.

 

Στο βασικό ζήτημα του ανώνυμου τηλεφωνήματος, η κατάσταση άρχιζε να αγγίζει τη γελοιότητα. Σε πρώτη φάση, ο Χωριανόπουλος, και παρά τις διαψεύσεις Φραγκίσκου, επέμεινε στην αρχική του κατάθεση περί ανώνυμου τηλεφωνήματος ορίζοντας το χρονικά κάπου κοντά στις 23/9. Είπε, επίσης, πως η υπηρεσία δεν προέβη σε καμία ενέργεια ταυτοποίησης του τηλεφωνήματος, γιατί ο αριθμός ήταν απόρρητος και καλούσε στην εσωτερική γραμμή της υπηρεσίας. Δηλαδή, προσπάθησε να μας πείσει πως η αντιτρομοκρατική δεν έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει την πηγή μίας κλήσης με απόκρυψη στην εσωτερική της γραμμή!!! Στη συνέχεια, για να τα μπαλώσει κάπως, παραδέχθηκε ότι η δυνατότητα υπάρχει, αλλά θα χρειαζόταν να διατάξει άρση απόρρητου ο αρμόδιος εισαγγελέας κάτι που κρίθηκε πολυτέλεια. Δηλαδή, εντελώς πρακτικά μιλώντας, έρχεται πιο εύκολο στην αντιτρομοκρατική να στείλει 20-30 άτομα να παρακολουθούν ένα σπίτι και όσους μπαινοβγαίνουν σε αυτό, βασισμένη σε ένα απλό ανώνυμο τηλεφώνημα, παρά να κοιτάξει να διασταυρώσει πρώτα την αξιοπιστία του ίδιου του τηλεφωνήματος. Βέβαια, για να μην μας δημιουργηθεί η εντύπωση πως η αντιτρομοκρατική αξιολογεί τα ανώνυμα τηλεφωνήματα ανάλογα με το πόσο ειλικρινής ακούγεται η φωνή του εκάστοτε πληροφοριοδότη, ο Χωριανόπουλος μας ξεκαθάρισε πως αυτή είναι η πάγια τακτική της αντιτρομοκρατικής σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις. Έτσι, λοιπόν, ήρθε και κόλλησε η ερώτηση “πως αφού αυτή είναι η πάγια τακτική της αντιτρομοκρατικής, αν δηλαδή αρκεί ένα ανώνυμο τηλεφώνημα για να τεθεί ένα σπίτι υπό επιτήρηση από δύναμη 20-30 αστυνομικών, τι θα γινόταν αν υπήρχαν 100 ανώνυμα τηλεφωνήματα (έστω και στημένα) που θα υποδεικνύουν 100 διαφορετικά σπίτια ως κρησφύγετα τρομοκρατών και αν θα δέσμευε 20-30 αστυνομικούς για κάθε ένα από αυτά (δηλαδή κάπου στους 2000-3000 αστυνομικούς συνολικά);” ζήτησε τη βοήθεια της προέδρου για να αποφύγει να απαντήσει φανερά ενοχλημένος κιόλας, αλλά υπήρξε επιμονή στην ερώτηση και έτσι επανέλαβε ξανά πως “η υπηρεσία λειτουργεί έτσι σε όλες τις περιπτώσεις”. Το γελοίο της υπόθεσης είναι πως η ακραία συνέπεια αυτού του ισχυρισμού σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο όπου κάποιοι κακόβουλοι φαρσέρ θα έστελναν την αντιτρομοκρατική να παρακολουθεί 100 σπίτια δείχνει πόσο αβάσιμη είναι εξαρχής όλη αυτή η ιστορία των ανώνυμων τηλεφωνημάτων, η οποία διακρίνεται από ένα modus operandi που στηρίζεται αποκλειστικά στην παραδοξολογία. Σε αναζήτηση έστω ενός ψήγματος λογικής, ρωτήθηκε αν δίνεται συνήθως ένα χρονικό περιθώριο λήξης τέτοιων επιχειρήσεων σε περίπτωση που δεν προκύπτει κάτι επιλήψιμο κατά την επιτήρηση, αλλά ο Χωριανόπουλος έσπευσε να δώσει μία αφοπλιστικότατη απάντηση “όσο χρειαστεί”, κάνοντας την υπόθεση να φαίνεται ακόμα πιο γελοία, καθώς αν πιστέψουμε όλη αυτή τη μπούρδα θα πρέπει να δεχτούμε πως η αντιτρομοκρατική δέχεται π.χ. ένα ωραίο ωραίο ανώνυμο τηλεφωνηματάκι, στο οποίο ένας υπερβολικά πρόθυμος ρουφιάνος υποδεικνύει ένα σπίτι ως γιάφκα τρομοκρατών κι αντί να διασταυρωθεί η αυθεντικότητα του τηλεφωνήματος οργανώνεται ευθύς ένα κλιμάκιο 20-30 μπάτσων που παρακολουθούν νυχθημερόν το σπίτι κι όσους μπαινοβγαίνουν για “όσο χρειαστεί” για αόριστο χρονικό διάστημα, δηλαδή αφού συγκεκριμένο deadline για τη λήξη της επιχείρησης δεν παίζει.

 

Σε δεύτερη φάση, πάντα σε σχέση με το ανώνυμο τηλεφώνημα, ο Χωριανόπουλος ρωτήθηκε πως σχολιάζει το γεγονός ότι ο Φραγκίσκος στη δίκη του κατάθεση ισχυρίστηκε εντελώς διαφορετικά πράγματα αρνούμενος την εκδοχή του ανώνυμου τηλεφωνήματος, δίνοντας μάλιστα μία πολύ λογικότερη και ρεαλιστικότερη εκδοχή του πως η αντιτρομοκρατική κατέληξε στο σπίτι στο Χαλάνδρι, απάντησε μεταξύ άλλων ασυναρτησιών ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να ενημερώσει το Φραγκίσκο για την ύπαρξη τηλεφωνήματος. Ρωτήθηκε και για άλλα πράγματα αλλά κρυβόταν πίσω από ηλίθιες προφάσεις. Είτε π.χ. ότι δεν μπορούσε να ξέρει πως υπήρχαν στοιχεία για τον ίδιο κύκλο ανθρώπων ήδη απ’ το Γενάρη, διότι αυτός ανέλαβε τα καθήκοντα του το Μάρτιο του 2009 και δεν κατάφερε να δώσει μία επαρκή εξήγηση για το αν στην αντιτρομοκρατική στοιχεία από ανοιχτές υποθέσεις μένουν αναξιοποίητα με κάθε αλλαγή ηγεσίας και απλώς επέμεινε πως ο ίδιος ενημερώθηκε για τα συγκεκριμένα άτομα κατευθείαν από το ανώνυμο τηλεφώνημα. Στο τέλος κι αφού ρωτήθηκε για το αν θα επαναλάμβανε αυτά που έλεγε και μπροστά στο Φραγκίσκο κατατέθηκε αίτημα για κατά αντιπαράσταση εξέταση των δύο τους.

 

Σε τρίτη φάση διαβάστηκε στο Χωριανόπουλο η συνέντευξη ενός ανώνυμου αστυνομικού της αντιτρομοκρατικής στο δημοσιογράφο του Βήματος Βασίλη Λαμπρόπουλο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο αστυνομικός στη συνέντευξη αυτή εξηγούσε πως τα ανώνυμα τηλεφωνήματα που υποτίθεται δίνουν πληροφορίες στην αντιτρομοκρατική είναι ψεύτικα, ότι αποτελούν απλώς ένα εφεύρημα προκειμένου η υπηρεσία να κρύβει τον πραγματικό τρόπο που συλλέγει πληροφορίες, κι όταν ρωτιούνται σχετικά με τα τηλεφωνήματα στις δίκες είχαν κάποιες απαντήσεις-κονσέρβα, όπως ότι τα τηλεφωνήματα είναι μη εντοπίσιμα, άλλοτε γιατί δεν υπάρχει αναγνώριση κλήσης στο κέντρο, ή αν υπάρχει βγάζει απόκρυψη ή ότι απλώς είναι στην εσωτερική γραμμή της αντιτρομοκρατικής. Ζητήθηκε ένα σχόλιο από τον Χωριανόπουλο, αλλά αυτός το μόνο που ψέλλισε ήταν πως ο συνάδελφός του είναι ανεύθυνος που έδωσε συνέντευξη, το ίδιο κι ο Λαμπρόπουλος που τη δημοσίευσε.

 

Στο ζήτημα του αν το σπίτι στο Χαλάνδρι είναι γιάφκα ή όχι, ο Χωριανόπουλος αναίρεσε την πρώτη του κατάθεση στο πρωτόδικο δικαστήριο, πως επρόκειτο για σπίτι και το γύρισε λέγοντας πως τελικά αποφάσισε πως είναι γιάφκα διότι μετά την πρώτη κατάθεση άνοιξε ένα λεξικό κι είδε τον ορισμό της λέξης γιάφκας ως παρασκευαστήριο βομβών. Αφήνοντας κατά μέρος τον απίθανο ισχυρισμό ότι ένας βετεράνος αξιωματικός της αντιτρομοκρατικής δεν έχει την κριτική ικανότητα να διακρίνει τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων σπιτιού-γιάφκας και πως χωρίς τη βοήθεια λεξικού μπερδεύεται, εγείρεται κι ένα σημαντικό ερώτημα: που στηρίζει ο Χωριανόπουλος τον ισχυρισμό του ότι στο συγκεκριμένο σπίτι κατασκευάστηκε ο μηχανισμός που βρέθηκε μέσα; θέλει και ρώτημα; Στο γεγονός ότι βρέθηκε μέσα κάτι που συνιστά, όμως, υπερβατικό συμπέρασμα. Αυτό που μένει, λοιπόν, από όλο αυτό είναι πως για το Χωριανόπουλο το σπίτι είναι γιάφκα επειδή το διάβασε σε ένα λεξικό.

 

Στο ζήτημα της συνέντευξης του στην τηλεοπτική εκπομπή του δημοσιογράφου Τέλογλου, ο Χωριανόπουλος ρωτήθηκε τι τον ώθησε να μιλήσει δημόσια ως διευθυντής της αντιτρομοκρατικής για την υπόθεση που ήταν ακόμη ανοιχτή, κι αν αυτό συνάδει δεοντολογικά με τη θέση του, ο ίδιος απάντησε πως μίλησε γενικά κι όχι πάνω στα στοιχεία της δικογραφίας. Αυτός ο εξωφρενικός ισχυρισμός προκάλεσε μοιραία ένα ντόμινο ερωτήσεων στις οποίες προσπαθώντας ο Χωριανόπουλος να απαντήσει ξεφτιλίστηκε εντελώς.. Τόλμησε, δηλαδή, να πει πως παρόλο που μίλησε στην εκπομπή για το σπίτι του Χαλανδρίου δεν υπάρχει κάτι το αντιδεοντολογικό, καθώς το σπίτι δεν ήταν, λέει, κομμάτι της δικογραφίας!!! Το σπίτι, δηλαδή, του οποίου τη διεύθυνση έδωσε στην αντιτρομοκρατική ένα ανώνυμο τηλεφώνημα ως γιάφκα τρομοκρατών, το ίδιο σπίτι το οποίο ανέλαβαν να παρακολουθούν 20-30 αστυνομικοί για 3-4 συνεχόμενες μέρες, το ίδιο σπίτι από το οποίο όσοι μπαινοβγαίνουν ήταν ύποπτοι κι έπρεπε να τους βγουν εντάλματα κατά τον Χωριανόπουλο, το ίδιο σπίτι στο οποίο έγινε η εισβολή στις 23/9 και στο οποίο βρέθηκε ένας εκρηκτικός μηχανισμός, αυτό λοιπόν το σπίτι δεν ήταν στοιχείο της δικογραφίας που σχηματίστηκε ακριβώς λόγω αυτού του σπιτιού, επομένως δεν ήταν αντιδεοντολογικό να το σχολιάζει δημόσια ο Χωριανόπουλος σε μία τηλεοπτική εκπομπή.

 

Αν νομίζει κανείς πως ο παραλογισμός τελείωσε εκεί γελιέται. Πιο μετά, ο Χωριανόπουλος παραδέχθηκε κι αυτός πως πράγματι υπάρχει ένα τμήμα στην αντιτρομοκρατική που παρακολουθεί τον αναρχικό χώρο, τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτόν καθώς και τις δραστηριότητες στο εσωτερικό του, αλλά αυτό δεν είναι και κάτι παράξενο, λέει, γιατί έτσι κι αλλιώς η αντιτρομοκρατική παρακολουθεί “τους πάντες”. Δηλαδή, από το να ομολογήσει ο Χωριανόπουλος ανοιχτά ότι η αντιτρομοκρατική έχει μια συγκεκριμένη ατζέντα παρακολούθησης ανατρεπτικών και επαναστατικών χώρων, προτίμησε να ομολογήσει ευθέως ότι ζούμε σε μια κοινωνία που η αντιτρομοκρατική παρακολουθεί ο,τι κινείται. Στο δικό του μυαλό ίσως έτσι το έσωσε κάπως αλλά ακόμα κι αν δεχτούμε ότι λέει αλήθεια (κι εδώ που φτάσαμε γιατί να μην το δεχτούμε άραγε;) υπάρχει μία επίσημη, πλέον, διαβεβαίωση από τα πλέον αρμόδια χείλη ότι στη Δημοκρατία όλοι είναι υπό παρακολούθηση.

 

Στο ζήτημα του αν η επιχείρηση αυτή κάθε αυτή κρίνεται επιτυχής από τον ίδιο απάντησε θετικά, αλλά όταν ρωτήθηκε αν η συνέχιση της δράσης της Σ.Π.Φ. λίγες μέρες μετά την εισβολή στο Χαλάνδρι είχε σχέση με την καθαίρεση του ίδιου κι άλλων στελεχών της αντιτρομοκρατικής απάντησε πως δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα, καθώς θεώρησε πως έτσι κι αλλιώς είχε έρθει η ώρα του.

 

Τώρα όλα αυτά ίσως να φαίνονταν αστεία αν όλη αυτή η κωμωδία δεν ήταν εις βάρος ανθρώπων που έχουν ταλαιπωρηθεί, έχουν φυλακιστεί ή αναγκαστεί να περάσουν στην παρανομία με βάση όλες αυτές τις μεθοδεύσεις της αντιτρομοκρατικής (και δεν αναφέρομαι φυσικά σε όσους έχουμε αναλάβει περήφανα την ευθύνη για τη συμμετοχή μας στη Σ.Π.Φ., καθώς εμείς γνωρίζαμε τις συνέπειες των επιλογών μας) αλλά δεδομένης της κατάστασης είναι εξοργιστική. Έτσι, λοιπόν, ο Χωριανόπουλος ρωτήθηκε αν θεωρεί πως η αντιτρομοκρατική διαθέτει ένα κάποιο κώδικα δεοντολογίας που της προσδίδει ένα ηθικό πλεονέκτημα έναντι αυτών των “αδίστακτων και σκληρών τρομοκρατών που δε διστάζουν να θέσουν σε κίνδυνο τις ζωές αθώων”, όπως διατείνεται και η επίσημη καθεστωτική προπαγάνδα, κι απάντησε πως σαφώς και έχει. Τότε του ζητήθηκε να πει που εντοπίζει αυτό το δήθεν ηθικό πλεονέκτημα, όταν είναι δεδομένο πως η αντιτρομοκρατική είναι εκείνη που όχι μόνο δε διστάζει αλλά επιδιώκει κιόλας να έχει “παράπλευρες απώλειες”, προκειμένου να φτάσει στην εξάρθρωση ομάδων αντάρτικου πόλης, κάτι που επιβεβαιώνει περίτρανα ο τεράστιος αριθμός ενταλμάτων σύλληψης που βγήκαν με βάση το σπίτι στο Χαλάνδρι, ανάμεσα στα οποία κι ένα ένταλμα για ένα ανύπαρκτο πρόσωπο με το όνομα “Ελένη Κοντοπούλου”. Για τα υπόλοιπα δεν είχε κάτι να πει, προφανώς, ο Χωριανόπουλος όσο για την περίπτωση του εντάλματος για το ανύπαρκτο πρόσωπο, δήλωσε πως ήταν ένα λάθος ενώ μετά από πιέσεις έδειξε ως άμεσα υπεύθυνους το Χηνόπουλο και το Μουρδουκούτα για αυτό το λάθος και στο τέλος κατέληξε να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογούσε ως επόπτης και να ζητήσει μάλιστα και “χίλιες συγγνώμες”. Όσες συγγνώμες κι αν ζητήσει, όμως, ο Χωριανόπουλος ή και άλλα στελέχη της αντιτρομοκρατικής για ένα ζήτημα που εκτός των άλλων εξέθεσε ανεπανόρθωτα το κύρος της (καθώς την έκδοση εντάλματος σύλληψης για ένα ανύπαρκτο πρόσωπο τη λες και επική πατάτα) δεν ξεπλένεται με τίποτα για τις δεκάδες αθρόες συλλήψεις προσώπων λόγω των δεσμών τους (φιλικών, συγγενικών, συντροφικών) με μέλη αντάρτικων οργανώσεων, συλλήψεις που πατάνε πάνω στη σκοπούμενη στρατηγική της αντιτρομοκρατικής για “παράπλευρες απώλειες”. Η ύπαρξη, λοιπόν, ενός εντάλματος σύλληψης για ένα ανύπαρκτο πρόσωπο είναι η πιο καραμπινάτη απόδειξη της ευρείας εφαρμογής αυτής της συγκεκριμένης τακτικής. Κι επειδή η αντιτρομοκρατική δεν είναι ένας αυτοτελής και αυτόνομος θεσμός, αλλά έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό ως η αιχμή του δόρατος της ίδιας της Δημοκρατίας εναντίον του εσωτερικού εχθρού, κάθε πλήγμα στο υποτιθέμενο ηθικό πλεονέκτημα της αντιτρομοκρατικής είναι και πλήγμα στην ίδια τη Δημοκρατία, καθώς χτυπιέται το λεγόμενο ηθικό της πλεονέκτημα ενάντια στην “τρομοκρατία και την κουλτούρα της βίας”. Επειδή, λοιπόν, σε κάθε πόλεμο το κάθε στρατόπεδο πίσω από την ισχύ των όπλων παρατάσσει κι ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο πάνω στο οποίο χτίζει την προπαγάνδα εναντίον του αντιπάλου του, της Δημοκρατίας εναντίον μας εν προκειμένω, για αυτό έχει τόση σημασία αυτή ακριβώς η προπαγάνδα να αποδομείται μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων, τους λεγόμενους και ναούς της δικαιοσύνης μέσα από τους οποίους αναπνέει η δημοκρατία.

 

Φτάνοντας στο τέλος αυτής της μαραθώνιας εξέτασης του Χωριανόπουλου, που κράτησε αρκετές ώρες ένας ακόμα κραυγαλέος παραλογισμός ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια μας. Στη διάρκεια της μέρα ο Χωριανόπουλος είχε αρνηθεί πως είχε σχέση με πολιτικά πρόσωπα. Αργότερα, ωστόσο, του ζητήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι ο υφιστάμενος του Χηνόπουλος τον αναγνώρισε σε φωτογραφία δημοσιεύματος του Crimes on Air, σύμφωνα με το οποίο ήταν παρών στα βαφτίσια της οικογένειας Καραμανλή. Εκεί πραγματικά ο Χωριανόπουλος έδωσε ρέστα εκπλήσσοντάς μας όλους. Με μία θεατρική κίνηση τράβηξε απ’ το σακάκι του μία φωτοτυπία του εν λόγω δημοσιεύματος την οποία και κατέθεσε στο δικαστήριο προκειμένου να λάμψει η αλήθεια. Η αλήθεια, λοιπόν, ήταν πως δεν βρισκόταν στα βαφτίσια της οικογένειας Καραμανλή αλλά στα βαφτίσια της οικογένειας ενός άλλου βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό υποτίθεται πως ήταν το χαρτί του Χωριανόπουλου, καθώς, όπως είπε είχε προνοήσει ότι θα του γινόταν αυτή η ερώτηση και για αυτό προσκόμισε το συγκεκριμένο απόκομμα. Δεν τον βοήθησε ιδιαίτερα, όμως. Γιατί συνεχίζει να είναι απορίας άξιο ως τι προσκλήθηκε στη συγκεκριμένη κοινωνική εκδήλωση. Συνηθίζεται, ας πούμε, να καλούνται διευθυντές της αντιτρομοκρατικής σε βαφτίσια βουλευτών κοινοβουλευτικών κομμάτων παρουσία μάλιστα του ίδιου του πρωθυπουργού; Όπως ήταν αναμενόμενο ο Χωριανόπουλος αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως μία κάποια τριβή ανάμεσα στον ίδιο και το βουλευτή υπήρχε, αλλά κατά τη γνώμη του αυτό δεν αποτελούσε αντίφαση σε σχέση με ο,τι είχε δηλώσει πριν ως προς τη μη σχέση του με πολιτικά πρόσωπα. Το πως γίνεται αυτό να μη συνιστά αντίφαση το τεκμηρίωσε ο Χωριανόπουλος με έναν οντολογικό διαχωρισμό της προσωπικότητάς του: άλλο πρόσωπο ο Δημήτρης Χωριανόπουλος εν ώρα υπηρεσίας κι άλλο πρόσωπο εκτός, Συνεπώς αν ο Χωριανόπουλος εκτός υπηρεσίας έχει φίλους πολιτικούς δεν σημαίνει πως ο Χωριανόπουλος εν ώρα υπηρεσίας έχει κι αυτός φίλους πολιτικούς. Όταν αντιλήφθηκε μόνος του πόσο πραγματικά ηλίθιο ήταν αυτό που έλεγε, εξεγέρθηκε φωνάζοντας “μα τώρα θα κατηγορήσετε και τις κοινωνικές μου σχέσεις δηλαδή;”. Τώρα ασφαλώς έχει κι ο Χωριανόπουλος τα δίκια του κι ορθώς διαμαρτύρεται ο άνθρωπος αφού θεωρεί πως δεν τρέχει και τίποτα να χαριεντίζεται ένας διευθυντής της αντιτρομοκρατικής με όλη την ηγεσία της ΝΔ (που ήταν κυβερνών κόμμα το 2009, όταν δηλαδή έγινε και η επιχείρηση στο Χαλάνδρι) στα βαφτίσια κάποιου βουλευτή του κόμματος και παρουσία του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος αμέσως μετά την επιχείρηση στο Χαλάνδρι πανηγύριζε στην προεκλογική ομιλία του στο Ζάππειο για την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης του στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Τέτοιες πολιτικές επαφές, εξάλλου, ίσως δεν σημαίνουν απαραίτητα κάτι και ένας συλλογισμός που θα ένωνε το παζλ όλων αυτών των γεγονότων μαζί με τις καταθέσεις όλων των αστυνομικών της αντιτρομοκρατικής για να καταλήξει στην υπόθεση ότι όλη η επιχείρηση της 23/9/2009 στήθηκε όπως στήθηκε και μεθοδεύτηκε όπως μεθοδεύτηκε, προκειμένου η τότε ηγεσία της αντιτρομοκρατικής να προσφέρει πολιτική εκδούλευση στη ΝΔ, λόγω επικείμενων εκλογών, ίσως να είναι παρακινδυνευμένος. Ίσως από την άλλη, οι κρίσεις στην αντιτρομοκρατική το Νοέμβριο του 2009 που έχουν περιγραφεί ως οι χειρότερες από τη δημιουργία της υπηρεσίας ως τότε, όταν πλέον ήταν κυβέρνηση το Πασοκ και η Σ.Π.Φ. συνέχιζε κανονικά τις επιθέσεις της, καθώς μόνο εξαρθρωμένη δεν ήταν, μας βοηθά να συμπεράνουμε ότι έγινε αντιληπτό το φιάσκο της επιχείρησης της 23/9, ένα φιάσκο για το οποίο ο ίδιος ο Φραγκίσκος εμφανίστηκε να ασκεί σκληρή αυτοκριτική.

 

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προξενεί αλγεινή εντύπωση είναι να ακούει κανείς τον διευθυντή της αντιτρομοκρατικής, της ίδιας αντιτρομοκρατικής που έχει στοχοποιήσει δεκάδες φορές φίλους, συγγενείς, συντρόφους λόγω των δεσμών τους με κάποιον κρατούμενο ή καταζητούμενο οδηγώντας τους, μάλιστα, στη φυλακή, να διαμαρτύρεται έντονα κιόλας, για στοχοποίηση κοινωνικών σχέσεων. Αν μη τι άλλο, αυτή είναι μια δήλωση που αξίζει να μείνει στην ιστορία των δικαστικών χρονικών, για το θράσος της και μόνο.

 

 

Παναγιώτης Αργυρού , μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς- FAI/IRF

Χανιά-Πανό αλληλεγγύης στη Σ.Π.Φ

bst

(Λάβαμε 24/2/17)

Με αφορμή το εφετείο της Σ.Π.Φ και άλλων αναρχικών συντρόφων,Παρασκευή 24/2, αναρτήσαμε πανό σε μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης των Χανίων, ως μια ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης στα αδέρφια μας που βρίσκονται έγκλειστοι στα σύγχρονα κολαστήρια.

Υγ1 Όλοι στη συγκέντρωση αλληλεγγύης στην δικαστική αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού, Παρασκευή 24 Φλεβάρη, 10 π.μ

Υγ2 ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΩΣ ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

Για την αναρχία Αλληλέγγυοι/Αλληλέγγυες

“ΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΡΙΞΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ” ΑΝΑΛΗΨΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΠΦ-ΕΕΑ/FAI-IRF

ΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΡΙΞΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τις 6 παρακάτω εμπρηστικές επιθέσεις

Τράπεζα στα Πετράλωνα λίγα στενά δίπλα στην καταναλωτική γειτονιά του Γκαζιού

Εταιρία security FALCON στην κεντρική και πολυσύχναστη Λεωφόρο Κηφισίας. Η εν λόγω εταιρία διαφημίζεται από τα δημοσιογραφικά σκουπίδια της τηλεόρασης

Ταχυδρομικό ταμιευτήριο στην φαινομενικά αστυνομοκρατούμενη Λεωφόρο Αλεξάνδρας

3 οχήματα διπλωματικού σώματος

Οι πόλεις είναι το θέατρο της ιστορίας. Εκεί δίνει η ζωή την κεντρική της παράσταση μέσα σε πειθαρχημένους κοινωνικούς ρόλους, από νομοταγείς πολίτες μέχρι χαρούμενους σκλάβους πάνω σε αντανακλάσεις ψηφιακών οθονών επικοινωνίας και βιτρινών κατανάλωσης εντός πάντα προκαθορισμένων διαδρομών απ’τη μισθωτή σκλαβιά στη πληρωμένη διασκέδαση. Κάθε κίνηση μας ελέγχεται απ’το άγρυπνο μάτι χιλιάδων καμερών στους δρόμους, ένστολα μπλόκα και μηχανοκίνητες περιπολίες μπάτσων.

Στην τωρινή συνθήκη της οικονομικής κρίσης,μόνο ένα νόμισμα έχει σταθερή αξία,το νόμισμα του φόβου στα χέρια της εξουσίας.Ο φόβος ότι τίποτα δεν αλλάζει,ότι είμαστε λίγοι και ότι η φυλακή παραμονεύει για όποιον τολμήσει και αμφισβητήσει τις διαταγές της εξουσίας.Η ζωή όμως βιάζεται και δεν περιμένει εκείνους που φοβούνται να την ζήσουν.ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΘΑ ΦΟΒΗΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΦΥΓΕΙ.

Μετατρέπουμε τις πόλεις σε πεδίο μάχης και κάνουμε τις νύχτες σύμμαχο για αντάρτικες αιφνιδιαστικές επιθέσεις.Ναρκοθετούμε με φωτιά τα σύμβολα αυτού του κόσμου που μας κρατούν αιχμαλώτους.Ξέρουμε πως μια καμένη τράπεζα ή ένα πυρπολημένο κρατικό όχημα δεν αρκούν για να φοβηθεί η εξουσία όμως η πραγματική δύναμη των αναρχικών παράνομων ενεργειών είναι ότι μοιάζουν με αντικλείδι.Το αντικλείδι που απελευθερώνει την δύναμη που έχουν οι άνθρωποι όταν εξεγείρονται.Την δύναμη να χτυπήσουν την εξουσία και να ζήσουν επικίνδυνα ελεύθεροι Γι’αυτο και δημιουργούμε μικρές μαχητικές ομάδες,έτοιμες για δράση εδώ και τώρα.Δεν περιμένουμε ένα πλήθος χωρίς ψυχή ούτε ψάχνουμε προλεταριακά υποκείμενα που το μόνο που ζητούν είναι ένας καλύτερος μισθός.Δεν είμαστε ούτε βοσκοί να μας ακολουθήσουν οι μάζες,ούτε νεκροθάφτες για όσους έχουν θάψει την ζωή τους μέσα στη σιωπή.

Οργανωνόμαστε και συντονιζόμαστε άτυπα τοποθετώντας μια έμπρακτη παρακαταθήκη στον αγώνα ενάντια στην εξουσία του εγκλωβισμού χαλώντας τους ρυθμούς της έννομης τάξης.Αυτοί οι δύσκολοι καιροί δεν λυγίζουν ούτε στο ελάχιστο τις ιδέες μας αλλά τις οξύνουν και τις αναζωπυρώνουν.Μαγειρεύουμε το μίσος μας με συνείδηση και αξιοπρέπεια και όταν δέσει αυτό το μείγμα θα δηλητηριάσει και θα καταστρέψει το σώμα κάθε εισαγγελέα,κάθε δημοσιογράφου,κάθε μπάτσου,κάθε σεκιουριτά,κάθε ρουφιάνου,κάθε είδους κομματόσκυλου,κάθε φιλήσυχου πολίτη και γενικά κάθε σκουπιδιού που συνθέτει αυτήν την αποστειρωμένη κοινωνία της ασφάλειας.Κανείς βολεμένος δεν θα αφήσει τα προνόμια του για τον δρόμο της εξέγερσης και αυτό το ξέρουμε καλά.Ο φόβος για την κοινωνική απόρριψη ωθεί στην αδράνεια και στην συντηρητικοποιήση των αναρχικών πρακτικών σε “ενδοκινηματικό” επίπεδο.Τα μέσα μας είναι αμιγώς παράνομα και δεν είμαστε πρόθυμοι να υποστούν καμία διαδικασία κοινωνικοποίησης ώστε να γίνουν αποδεκτά όσο και να προσπαθούν να μας πείσουν οι αριστεροί-δεξιοί διαχειριστές της εξουσίας και οι ενδοκινηματικοί φιλοεξουσιαστές-υποστηρικτές τους.

Γίναμε αυτό που ονειρευόμασταν από μικρά παιδιά,ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ,που δεν κοιμόμαστε τα βράδια και το μόνο που μας νοιάζει είναι να βάλουμε φωτιές στις νύχτες σας και να σας χαλάμε την γιορτή αποσταθεροποιώντας συστηματικά την μητροπολιτική ομαλότητα.Είμαστε τα παιδιά που τολμούν να ρισκάρουν εκεί που παραμονεύει η τιμωρία και ο εγκλεισμός αποδομώντας τον φόβο σε κάθε του πτυχή.Γιατί στην τελική η αναρχία είναι στην καρδία μας,στο μυαλό μας,σε κάθε σταγόνα αίματος που κυλάει στις φλέβες μας και μέσα στις παράνομες πράξεις μας μακριά από την μικροαστική ηθική και καθαρότητα σας.Μπορεί μερικές φορές το σώμα μας να φυλακίζεται αλλά οι αναρχικές ιδέες μας ποτέ,και θα συνεχίσουν να πράττουν ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας.Άλλωστε αυτό αποδεικνύεται αδιαμφισβητήτα μέσα από την συνεχόμενη ροή των επιθέσεων μας.

Ζούμε σε καιρούς πολέμου και το ξέρουμε καλά.Η έμπρακτη αλληλεγγύη στους έγκλειστους συντρόφους είναι ένα από τα δυνατότερα όπλα στον κοινωνικό πόλεμο που δυστύχως τείνει να απονοηματοδοτηθεί.Πρέπει να κάνουμε σαφές ότι με την  αλληλεγγύη πρέπει να πραγματώνεται η αναρχική δράση και επίθεση.Δεν στεκόμαστε αλληλέγγυοι ούτε από οίκτο ούτε από φιλάνθρωπους αριστερίστικους συναισθηματισμούς.Στα μάτια των αιχμαλώτων συντρόφων βλέπουμε τους εαυτούς μας εφόσον επιλέξαμε να βρεθούμε  στο πεδίο της παρανομίας και της αντάρτικης αναρχικής δράσης.

Και αν στην μάχη αυτή έχουμε απώλειες και συντρόφους στις φυλακές οι αναρχικοί πυρήνες είναι σαν την Λερναία ύδρα.Για κάθε μια σύλληψη,νέοι σύντροφοι θα ρίχνονται στην μάχη,για κάθε μια σύλληψη,ένας εμπρηστικός μηχανισμός θα τρεμοπαίζει πριν την ανάφλεξη.Και αυτή η φωτιά δεν θα σβήσει ποτέ…Δημιουργώντας μια αναρχία μέσα στην αναρχία.

Γιατί όπως είπαμε και στην αρχή η ζωή παίζει σε μια αρρωστημένη παράσταση με τον σκηνοθέτη να στήνει στο σκηνικό και να τους ευθυγραμμίζει όλους ανάλογα με το συμφέρον του,τους ηθοποιούς που παίζουν τον ρόλο τους κατά γράμμα και τους παθητικούς θεατές που κοιτάνε προσηλωμένοι ή αν βαριούνται σφυρίζουν αδιάφορα και κοιτάνε σιωπόντας.Σε αυτό όμως το θέατρο κάποιοι δεν αποδεχτήκαμε τον προκαθορισμένο ρόλο μας,είμαστε εμείς που θα σαμποτάρουμε την παράσταση και θα δώσουμε στο έργο σας το δικό μας τέλος.Μην λες πως είμαστε λίγοι,μην λες πως δεν έχουμε αξία γιατί στο τέλος θα κερδίσουμε.ΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΡΙΞΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ!

ΟΙ ΕΠΙΘΈΣΕΙΣ ΑΦΙΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Ε.Α., ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ,ΠΟΛΑ ΡΟΥΠΑ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

υ.γ. Ρουφιάνοι δημοσιογράφοι και εισαγγελείς μην νομίζετε ότι σας έχουμε ξεχάσει .ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ

ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΠΟΛΗΣ

Συνωμοσία Πυρήνων Της Φωτιάς/FAI-IRF
Εμπρηστικές Εστίες Αποσταθεροποίησης/FAI-IRF

(Πηγή : athensindymedia)

ΣΠΦ-Δημοκρατικοι εκβιασμοι σε καιρους πολεμου

Στον Ελλαδικό χώρο η ένοπλη σύγκρουση με το καθεστώς είναι μια υπαρκτή συνθήκη σε όλη την μεταπολίτευση. Με περισσότερες ή λιγότερες εξάρσεις ένα πλήθος ένοπλων ομάδων αντάρτικου πόλης αναρχικών ή αριστερών ιδεολογικών αποχρώσεων έχουν παραταχθεί απέναντι στην εξουσία με ατσάλινη αποφασιστικότητα. Ανά περιόδους η κρατική καταστολή εξαπέλυε συντονισμένα πογκρόμ εναντίον του αντάρτικου πόλης και των ανατρεπτικών κινημάτων συνολικά. Διευρυμένες εκστρατείες συλλήψεων συντρόφων, σχετικών η μη με την εκάστοτε υπόθεση, που σκοπό είχαν να διαχέουν το φόβο σε όσο το δυνατόν περισσότερα κοινωνικοπολιτικά πεδία. Κορύφωση αυτής της μακιαβελικής λογικής ήταν η εκδικητική ομηρία συγγενών ανταρτών πόλης σε διάφορες ιστορικές περιόδους με πιο πρόσφατο παράδειγμα το 2015 με την εκβιαστική αιχμαλωσία συγγενών μελών της ΣΠΦ. Όμως ποτέ μέχρι τώρα στη σύγχρονη ιστορία της ένοπλης πάλης δεν είχε τολμήσει η Δημοκρατική διαχείριση της εξουσίας να χρησιμοποιήσει παιδιά επαναστατών ως ομήρους εναντίον τους. Αυτό που συμβαίνει από τις 5/1 όταν και συνελήφθησαν τα δυο μέλη του Ε.Α. Πόλα Ρούπα και Κωνσταντίνα Αθανασοπούλου με τη συνεχιζόμενη ομηρια του εξάχρονου γιου των Ρούπα και Μαζιώτη δεν έχει πρόσφατο προηγούμενο ίσως και για πάνω από 40 χρόνια. Είναι μια ξεκάθαρη δήλωση από πλευράς της εξουσίας ότι ο πόλεμος πλέον αλλάζει πρόσωπο, δεν κρατάει κανένα πρόσχημα και ότι θα είναι ανελέητος απέναντι στην επιλογή της ένοπλης πάλης.

Από την πρώτη στιγμή τα μέλη του Ε.Α. Πόλα Ρούπα και Νίκος Μαζιώτης έχουν ξεκινήσει απεργία πείνας και δίψας με σκοπό να τερματιστεί η εκδικητική ομηρία του εξάχρονου γιου τους και να δοθεί σε συγγενείς πρώτου βαθμού. Στην απεργία από σήμερα συμμετέχει και η Κωνσταντίνα Αθανασοπούλου. Η πραγματικότητα με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι, αυτή η ξεκάθαρη διακήρυξη της εξουσίας ότι ο πόλεμος πλέον αλλάζει μορφή αναβαθμίζοντας τα χαρακτηριστικά του, είναι κάτι που πρέπει να αφορά καθολικά, όσους και όσες στέκονται από τη δική μας πλευρά του οδοφράγματος. Η όξυνση της κρατικής καταστολής με έναν τόσο απροκάλυπτο και ανήθικο τρόπο είναι εκτός όλων των άλλων και μια εικόνα από το μέλλον που θα επαναλαμβάνεται ολοένα και συχνότερα αν το αφήσουμε να περάσει έτσι. Ένα μέλλον που μας αφορά όλους. Η ομηρία του εξάχρονου παιδιού δυο ανταρτών πόλης οφείλει να τερματιστεί άμεσα και με εκείνους μάλιστα τους όρους που θα καταστήσει σαφές στην εξουσία ότι η απαγωγή συγγενών επαναστατών και πολίτικων κρατουμένων δε θα γίνεται ανεκτή με κανέναν τρόπο. Ούτε τώρα ούτε ποτέ.

Άμεση και χωρίς όρους επιστροφή του Βίκτωρα – Λάμπρου στην οικογένεια του.

Κανένας όμηρος στα χεριά του κράτους.

Τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF

Θεόφιλος Μαυρόπουλος
Δαμιανός Μπολάνο
Χάρης Χατζημιχελάκης
Μιχάλης Νικολόπουλος
Γιώργος Νικολόπουλος
Παναγιώτης Αργυρου

ΣΠΦ-Μια συμβολή σε εκδήλωση μνήμης για τον αναρχομηδενιστή Sebastian Oversluij στη Χιλή (16/12)

(Λάβαμε 22/11/16)

Μια συμβολή σε εκδήλωση μνήμης για τον αναρχομηδενιστή Sebastian Oversluij στη Χιλή (16/12)

 

 

Η Αναρχία έχει Μνήμη

Δε χάνεται ποτέ κανείς πραγματικά εκτός κι αν τον τυλίξει η λησμονιά στην αγκαλιά της”

Είναι τρία χρόνια τώρα που ο σύντροφος Sebastian Oversluij δεν περπατάει πια στα ίδια μονοπάτια της αναζήτησης της άγριας ομορφιάς της αναρχικής δράσης. Είναι τρία χρόνια τώρα που κάποιοι αδερφοί και αδερφές μας, εκεί στη Χιλή θα νοιώθουν την απουσία του να σφίγγει την καρδιά τους. Είναι τρία χρόνια από τότε που οι σφαίρες ενός ρουφιάνου φύλακα της Banco Estado του έκλεψαν τη ζωή σβήνοντας τη φλόγα του αναρχικού πνεύματος που έκαιγε μέσα του.
Όμως κι εμείς με τη σειρά μας, όπως και αρκετοί άλλοι, δεν είμαστε διατεθειμένοι να αφήσουμε τον σύντροφο μας να χαθεί στην ομίχλη της λήθης. Τιμούμε τον αδερφό μας, όπως τιμάμε και την επιλογή του να περάσει στη δράση, να επιτεθεί σε μια τράπεζα, σε έναν ναό του χρήματος, αδειάζοντας το πορτοφόλι του εχθρού, απαλλοτριώνοντας το ελάχιστο που αναλογεί από αυτό που απαλλοτριώνει η εξουσία καθημερινά από τις ίδιες μας τις ζωές. Η ληστεία μιας τράπεζας από έναν αναρχικό κουβαλάει μέσα της πάντα το σπόρο της άρνησης. Της άρνησης της υποταγής σε έναν κόσμο που σε προορίζουν να πουλήσεις την ψυχή σου στους σκληρούς νόμους της αγοράς, προκειμένου να μπορείς να ζεις για να δουλεύεις και να δουλεύεις για να καταναλώνεις και να καταναλώνεις για να γεμίζεις το κενό της ύπαρξης σου με ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα.

Γνωρίζουμε πως είμαστε πολύ μακριά, και πως τα λόγια μας πρέπει να διασχίσουν έναν ολόκληρο ωκεανό για να σας φτάσουν, ελπίζουμε όμως να αισθανθείτε την συγγένεια που κι εμείς με τη σειρά μας νοιώθουμε με όσους και όσες βρίσκουν τρόπους να κρατάνε τα χαμένα αδέρφια μας κοντά μας, στις εκδηλώσεις, στις συζητήσεις, στη φαντασία μα πάνω από όλα στην ίδια τη συνέχιση της εξάπλωσης της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης.

 

 

 

Τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς-FAI/IRF

 

Μιχάλης Νικολόπουλος

Γιώργος Νικολόπουλος

Δαμιανός Μπολάνο

Θεόφιλος Μαυρόπουλος

Παναγιώτης Αργυρού

Χάρης Χατζημιχελάκης