Τα Εξάρχεια ως κοινωνικό φαινόμενο Vol.1

(Λάβαμε 28/11/17)

Σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει τα υποκείμενα τα οποία ζυμώνονται μέσα σε κάποιες κοινωνικές διεργασίες να συμβάλουν στη διαμόρφωση φαινομένων η εμβέλεια των οποίων ξεπερνά τις προσδοκίες , τις στοχεύσεις και ενδεχομένως τις ίδιες τους τις αναλύσεις. Όμως είτε έτσι είτε αλλιώς φαινόμενα προκύπτουν εντός της κοινωνίας σε διάφορα μάλιστα πεδία, και το καθένα από αυτά μπορεί να αναπτύξει μια κάποια δυναμική, όσο ιδιόμορφη κι αν είναι αυτή. Η μελέτη αυτών των φαινομένων κα των δυναμικών που αυτά προκαλούν, γίνεται πιο ολοκληρωμένα όταν χρησιμοποιείται ένα εξίσου μακροσκοπικό και μικροσκοπικό φίλτρο ανάλυσης για το αν είναι δυνατόν να εντοπιστούν και να τεθούν υπο διερεύνηση όλες οι πιθανές εκφάνσεις ενός τέτοιου φαινομένου. Βέβαια από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως ριζοσπάστες , ως φορείς μιας κριτικής αντίληψης ενάντια στο υπάρχον σύστημα εξουσίας όλη αυτή η μελέτη δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν εξυπηρετεί την ανάγκη για μια κοινωνιολογική διατριβή πανεπιστημιακού και διανοουμενίστικου χαρακτήρα αλλά την ίδια την ενδυνάμωση των όπλων και των εργαλείων της κριτικής και ριζοσπαστικής αμφισβήτησης. Γιατί η κριτική σκέψη είναι το πιο αιχμηρό όπλο που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.

Με αφορμή ένα γεγονός που απασχόλησε κεντρικά το δημόσιο διάλογο πριν λίγους μήνες και συγκεκριμένα με αφορμή το κάλεσμα της ΠΟΑΣΥ για συγκέντρωση στα Εξάρχεια στις 29/6/2017 αλλά και του πρόσφατου σοβαρότατου τραυματισμού του 16χρονου συντρόφου Κώστα Μπ. (τόσο από αστυνομικούς των ΜΑΤ που τον συνέλαβαν όσο και από ένα τροχαίο του οποίου οι συνθήκες είναι αδιευκρίνιστες) μετά τη σύλληψη του με την κατηγορία συμμετοχής του σε επεισόδια στα εξάρχεια προκύπτουν ξανά ζητήματα που φέρνουν στο προσκήνιο τα Εξάρχεια και το τι συμβαίνει σε αυτά. Είναι γεγονός ότι το ζήτημα των Εξαρχείων απασχολεί διαρκώς, γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από διαφορετικούς πολιτικούς πόλους μάλιστα και αναμφισβήτητα ένα φλέγον θέμα της επικαιρότητας ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Γιατί όμως; Γιατί τα Εξάρχεια απασχολούν τόσο; Γιατί γίνεται τόσος πολύ ντόρος κάθε τρεις και λίγο για το θέμα αυτό; Tı είναι αυτό εν τέλει που καθιστά τα Εξάρχεια μια τόσο ιδιαίτερη περίπτωση; Αν μη τι άλλο χωρά σίγουρα πολύς σκεπτικισμός και προβληματισμός γύρω από το θέμα.

Λίγο ή πολύ έχουν γραφτεί αρκετές γραμμές κι έχει χυθεί αρκετό μελάνι για την πολεοδομική περιγραφή των Εξαρχείων. Μια γειτονιά στο κέντρο της πρωτεύουσας , ανάμεσα από τρεις διαφορετικές πανεπιστημιακές σχολές κτλ κτλ κτλ. Είναι τόσο χιλιοειπωμένα όλα αυτά που έχει καταντήσει κλισέ. Είναι αυτονόητο και λογικό πως μια τέτοια περιοχή θα αποκτήσει συνολικά το χαρακτήρα φοιτητικού στεκιού. Αυτό θα έχει ως συνέπεια τα διαμερίσματα της περιοχής να τα νοικιάζουν πολλοί φοιτητές από επαρχία ή μη, και τα καφενεία, μπαρ, ταβερνάκια θα προσαρμοστούν στις ανάγκες ενός φοιτητικού καταναλωτικού κοινού και ότι η ευρύτερη περιοχή θα σφύζει προοδευτικά από φοιτητιώσα νεολαία, κάτι που από μόνο του δίνει μια άλλη ζωντάνια σε μια γειτονιά αν σκεφτούμε ότι δεν έχουν βγει τυχαία τα στερεότυπα για την έξαλλη φοιτητική ζωή. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα έβγαλαν στο προσκήνιο της ιστορίας κι ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα , θα τοποθετούσαν τα Εξάρχεια στο μάτι του κύκλωνα της ιστορίας (φυσικά τηρουμένων των αναλογιών και των μεγεθών πάντα). Τα Εξάρχεια λοιπόν έμελε να αποτελέσουν το ορόσημο του αντιδικτατορικού αγώνα μετά τα αιματηρά γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου το 1973 που έμειναν γνωστά και ως εξέγερση του πολυτεχνείου , μια εξέγερση που κατεστάλη βιαίως με τη συνδρομή πυροβολικού και τεθωρακισμένων του στρατού.

Από τις αρχές της μεταπολίτευσης και μετά, και με την ολοένα και περισσότερο δυναμική ανάπτυξη του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου τα στέκια, τα πολιτικά βιβλιοπωλεία και γενικώς οι ανατρεπτικοί χώροι μέσα στη γειτονιά των Εξαρχείων αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται ολοένα προσθέτοντας και μια επιπλέον διάσταση στην περιοχή ως κέντρο διάχυσης ιδεών, ζυμώσεων εδαφικοποίησης του αγώνα κτλ κτλ. Παράλληλα όμως τα Εξάρχεια αρχίζουν να αποτελούν κι ένα σημείο αναφοράς, ένα μαγνήτη ας πούμε, για πολλά κομμάτια μιας νεολαίας απείθαρχης, εξοργισμένης, άγριας, ανυπότακτης και αρκετά συχνά εξεγερμένης. Με σημείο αναφοράς το καταληψιακό κίνημα της εποχής, τη διάχυση της αντικουλτούρας και της αντι-εμπορευματοποίησης , κι έναν άξονα γύρω από το underground μουσικό ρεύμα της punk σκηνής τα Εξάρχεια αρχίζουν να μπαίνουν πλέον σε μια νέα φάση καθώς το μείγμα όλων αυτών των ωσμώσεων αρχίζει να γίνεται όλο και πιο εκρηκτικό. Αυτή η συγκεκριμένη νεολαία, με τις δικές της αντιφάσεις, τις όποιες συνειδησιακές ελλείψεις, τα όποια λάθη, ατέλειες κτλ αποτελεί το κοινωνικό προϊόν (ή το υποπροιόν) μιας ολόκληρης εποχής κάτι που δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να έχει ζήσει κανείς εκείνη την εποχή για να το καταλάβει αν και το βίωμα ασφαλώς δεν παίζει καθόλου αμελητέο ρόλο. Αυτή η εποχή λοιπόν χαρακτηρίζεται από δύο μεγάλες κοινωνικοπολιτικές μεταβάσεις , καθοριστικές μάλιστα για όλες τις μετέπειτα δεκαετίες: το πέρασμα από την εφτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) σε μια πιο ομαλοποιημένη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία με την κατάργηση της μοναρχίας και την νομιμοποίηση της αριστεράς από τη μια καθώς και η άνοδος στην εξουσία μιας εμφανιζόμενης ως ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας η οποία τελικώς έμελε να αποτελέσει και το πιο αποτελεσματικό οδοστρωτήρα του ριζοσπαστικού κοινωνικού ανταγωνισμού (χωρίς δυστυχώς να αφήσει σχετικά πολιτικά διδάγματα για το μέλλον). Ακόμα και από μεγάλη χρονική απόσταση μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι αυτές οι δυο μεταβάσεις επέδρασαν καταλυτικά στο κοινωνικό πεδίο, η κάθε μια με τον ιδιαίτερο δικό της τρόπο και παρά τα ξεχωριστά και επιμέρους διαφοροποιητικα τους χαρακτηριστικά δε θα μπορούσαν παρά να έχουν σημαντική αντανάκλαση σε μεγάλα κομμάτια της νεολαίας που άρχισαν να αγκαλιάζουν το κοινωνικό περιθώριο και να θεωρούν τα Εξάρχεια ως την ευρύτερη πατρίδα τους.

Δεν έχει νόημα να πλατιάσει άλλο αυτή η ιστορική αναδρομή ούτε να αναλυθεί περισσότερο η κατάσταση μέχρις αυτού του σημείου γιατί θα κούραζε. Σημασία έχει να κοιτάξουμε από εκεί και πέρα τι συμβαίνει. Κι αυτό το οποίο συμβαίνει είναι ο σχηματισμός μιας συγκεκριμένης δυναμικής που πλέον εκφράζεται σταθερά στην περιοχή εδώ και 40 χρόνια. Μια δυναμική που εμφανίζει κάποια ριζοσπαστικά γνωρίσματα τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά καθώς ένας ολόκληρος χώρος αρχίζει να τροφοδοτείται, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα την εποχή, από κομμάτια αυτής ακριβώς της νεολαίας που στην πάροδο του χρόνου δεν εγκατέλειψε, δεν αφομοιώθηκε αλλά συνέχισε.

Αυτή η δυναμική λοιπόν , σαφέστατα συγκρουσιακή, σαφέστατα εξεγερτική πότε εκδηλωνόταν πιο αυθόρμητα και χύμα και πότε πιο συγκροτημένα και οργανωμένα. Οι ταραχές και οι συμπλοκές με τις δυνάμεις καταστολής αποτέλεσε ένα ενδημικό φαινόμενο τέτοιο που έκανε γνωστά τα εξάρχεια σε κάθε σημείο της οικουμένης στην οποία υπάρχει ένα ριζοσπαστικό κίνημα κάποιας μορφής (στο δυτικό κόσμο τουλάχιστον δε μπορεί κάτι τέτοιο να ειπωθεί και για τα ριζοσπαστικά κινήματα του τρίτου κόσμου) ως riot zone (και όχι ως freethought zone) και συχνά πυκνά τα ΜΜΕ μονοπωλούσαν την επικαιρότητα με εικόνες από τις ταραχές των Εξαρχείων. Είτε όμως οι συγκρούσεις και οι επιθέσεις ήταν μαζικές και αυθόρμητες είτε πιο ολιγοπληθείς, συνωμοτικές και οργανωμένες, είτε ήταν περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικές (με το αποτέλεσμα να κρίνεται από υλικές φθορές , τραυματισμούς μπάτσων και αποφυγή τραυματισμών ή συλλήψεων/προσαγωγών από την άλλη μεριά, είτε φαινόταν να προκύπτουν από κάποια αιτία είτε όχι, αποτέλεσαν αρκετές φορές την αιχμή του δόρατος του κοινωνικού ανταγωνισμού ακόμα και σε νεκρές περιόδους απόλυτης κοινωνικής ειρήνης. Και φυσικά για αυτό και αποτέλεσε και το προσωπικό στοίχημα κάθε πολιτικής διαχείρισης της εξουσίας (είτε προοδευτικής είτε συντηρητικής) η καταστολή αυτής ακριβώς της δυναμικής που αναπτυσσόταν στα Εξάρχεια. Κάτι που στην πάροδο του χρόνου δεν αποδείχθηκε καθόλου εύκολη υπόθεση καθώς όπως μπορόυμε να δόυμε όλοι η δυναμική αυτή υφίσταται ακόμα.

Για την καταστολή αυτής της εξεγερτικής ορμής με τον τρόπο που εκδηλωνόταν στα Εξάρχεια επιστρατεύθηκαν κατά καιρούς διάφορες στρατηγικές αλλά αν γίνεται να ξεχωρίσουμε δυο από τις βασικότερες και πιο συνεκτικές μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε δυο τέτοιες: τη στρατηγική μηδενικής ανοχής και τη στρατηγική ήπιας καταστολής. Αν κοιτάξουμε συνολικά αυτήν την ιστορία από την αρχή του νήματος ως τώρα θα δούμε ότι αυτές οι κατασταλτικές λογικές διαδέχονταν η μία την άλλη ανά εποχή και ανά κυβερνητική θητεία αλλά είναι αυτονόητο ότι καμιά τους δεν κατάφερε ένα οριστικό και μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα καθώς όπως γράφτηκε πιο πάνω ακόμα και σήμερα πνέει στα Εξάρχεια αυτή η εξεγερτική πνοή. Όλες αυτές τις δεκαετίες εκατοντάδες (αν όχι και χιλιάδες στο σύνολο τους) νεαρά άτομα έχουν εμπλακεί στις σε τέτοια γεγονότα, έχουν συγκρουστεί, συλληφθεί ή προσαχθεί, έχουν τραυματιστεί περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά σε κάποιο ΑΤ ή την ασφάλεια ή ακόμα και στη μέση του δρόμου, κάποια λιγότερα έχουν προφυλακιστεί κατά καιρούς ενώ έχουν σημειωθεί και δυο περιπτώσεις με δυο έφηβους συντρόφους νεκρούς από αστυνομικά πυρά, κάτι που άναψε τη σπίθα για το ξέσπασμα ευρύτερων εξεγερτικών γεγονότων που μάλιστα ξέφυγαν από τα Εξάρχεια και αποτέλεσαν πηγή έντονης ριζοσπαστικοποίησης κάποιων γενιών και ορόσημο εξέγερσης για τις όλες τις επόμενες. Όλες αυτές τις δεκαετίες έχουν σημειωθεί προφανώς υπολογίσιμες υλικές φθορές σε κρατικοκαπιταλιστικούς στόχους, έχουν υπάρξει καμένα περιπολικά, κλούβες, μπατσομηχανές, τραυματίες μπάτσοι, όπως επίσης έχουν υπάρξει και φθορές σε υποδομές του πολεοδομικού κλεινών άστυ ( φανάρια, καρτοτηλέφωνα, παγκάκια, στάσεις λεωφορείων, λεωφορεία κτλ) που άλλοτε μπορεί να ήταν σκόπιμες και αποτελεσματικές, άλλοτε άσκοπες και ολότελα περιττές.

Όλο αυτό το χρονικό διάστημα αυτών των δεκαετιών, είναι λες και υπάρχει η σιγανή φωτιά ενός ακήρυχτου μικρού πολέμου στα εξάρχεια στον οποίο φυσικά δε νικάει κανείς ποτέ με αποτέλεσμα να συνεχίζεται και να συνεχίζεται… Όσες συντονισμένες προσπάθειες καταστολής κι αν έγιναν αν κατόρθωσαν να πετύχουν κάτι αυτό ήταν πάντοτε βραχυπρόθεσμο. Η λογική μηδενικής ανοχής όπως αυτή έχει επιχειρηθεί να εφαρμοστεί ανά καιρούς από διάφορες κυβερνήσεις συνήθως ακολουθείται από μια αποτυχημένη λογική κατευνασμού. Η διαφορά μεταξύ των δυο διαφορετικών στρατηγικών καταστολής προφανώς δεν έχουν να κάνουν με περισσότερο καλόκαρδες ή κακόκαρδες κυβερνήσεις και πολιτικούς (αν και καμιά φορά γίνεται το λάθος να περνιούνται για τέτοιοι) αλλά με μια προσπάθεια ισορροπίας σε ένα τεντωμένο σκοινί μεταξύ κόστους ανοχής και κόστους καταστολής. Έχουν υπάρξει πολλές φορές όλες αυτές τις δεκαετίες υπουργοί δημόσιας τάξης των οποίων υπήρξε και προσωπική εμμονή η αντιμετώπιση του φαινομένου ¨Εξαρχεια¨ αλλά ακόμα κι όταν η γειτονιά γέμιζε διμοιρίες, ακόμα κι όταν πνιγόταν στα χημικά και τα δακρυγόνα και τα ΑΤ γέμιζαν διαρκώς προσαχθέντες και συλληφθέντες, ακόμα κι όταν η κρατική βία χτύπαγε κόκκινο με αποτέλεσμα υπερβολική τρομοκρατία στην περιοχή, σοβαρούς και επικίνδυνους τραυματισμούς ανθρώπων, ακόμα κι όταν κινηματικές δομές, χώροι, καφενεία κτλ δέχονταν σφοδρές επιθέσεις από δυνάμεις καταστολής, ακόμα και τότε λοιπόν, έστω κι αν αυτή η δυναμική υποχωρούσε προσωρινά , και πάλι υπήρχε πρόβλημα. Διότι έστω και για αυτήν την προσωρινή υποχώρηση είχαν επιστρατευτεί υπερβολικά πολλές αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή κάτι που δημιουργούσε ένα καθεστώς ειδικής εξαίρεσης , η αστυνομική βία και αυθεραισία ήταν τέτοιες που αναπόφευκτα θα προκαλούσαν μια κοινωνική κατακραυγή και το πιο σημαντικό από όλα υπήρχε πάντα το ρίσκο να προκληθεί το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: αντί για την επικράτηση του τρόμου, του φόβου και της ηττοπάθειας δηλαδή είναι δυνατόν να σφυρηλατηθεί ένα ακόμα μεγαλύτερο μίσος για την αστυνομία και το κράτος και να υπάρξει μια ακόμα μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση της επόμενης γενιάς που θα αρκεί ίσως ένα μόνο γεγονός για να εκραγεί σε όλη της την απρόβλεπτη ορμή. Κάτι το οποίο συνέβη διάφορες φυσικά εποχές με αποτέλεσμα όλοι οι υπουργοί που επιχείρησαν κάτι τέτοιο να υποστούν ως ένα βαθμό, (μεγαλύτερο ή μικρότερο) μια πολιτική φθορά. Το δόγμα μηδενικής ανοχής λοιπόν δεν κατάφερε ως τώρα να φέρει μόνιμα αποτελέσματα γιατί η ωμή και στυγνή κρατική βία που προϋποτίθεται για κάτι τέτοιο πάντα θα προκαλεί μακροπρόθεσμα περισσότερο μίσος παρά φόβο. Κι αυτό μπορεί να το παραβλέπουν κατά καιρούς μερικοί κοντόφθαλμοι πολιτικά πολιτικοί νομίζοντας και φιλοδοξώντας να διακριθούν εκεί που άλλοι απέτυχαν αλλά στο τέλος των πραγμάτων αντιλαμβάνονται ότι ήταν πιο σύνθετη υπόθεση από αυτή που νόμιζαν.

Στον αντίποδα βέβαια αυτής της κατασταλτικής λογικής βρίσκεται μια άλλη, πιο κατευναστική όπως ειπώθηκε παραπάνω, που συχνά ονοματίζεται ως ήπια καταστολή. Συνήθως αυτό το δόγμα αρχίζει να βρίσκει την πρακτική του εφαρμογή στην περιοχή των εξαρχείων όταν τα πράγματα «μπουκώνουν», όταν δηλαδή η ωμή καταστολή έχει φτάσει σε ένα όριο που φαίνεται πως δεν τραβάει και δεν σηκώνει άλλο, κι ότι αρκεί ένα τσαφ για να σκάσει μια υπερβολικά συμπιεσμένη κατάσταση. Τότε λοιπόν αυτό που παρατηρείται είναι ένα χαλάρωμα της πίεσης. Οι αστυνομικές δυνάμεις αποσύρονται από κάποια πόστα γύρω από την περιοχή και περιορίζονται σε κάποια σταθερά καίρια σημεία λίγο πιο πέρα, οι προσαγωγές-εξακριβώσεις προσώπων που μπαινοβγαίνουν στην περιοχή περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατό και το ίδιο συμβαίνει και με τις τυχαίες διελεύσεις πληρωμάτων περιπολικών, αστυνομικών μηχανών κτλ ενώ ηπιότερη είναι και η στάση της αστυνομίας σε αρκετές περιπτώσεις εκδήλωσης επεισοδίων καθώς υπάρχουν σαφείς εντολές για περισσότερη αυτοσυγκράτηση και οδηγίες για λιγότερες συλλήψεις-προσαγωγές κάτι που προκαλεί και το μένος πολλές φορές των συνδικαλιστικών οργάνων της αστυνομίας που καταγγέλλουν την εκάστοτε κυβέρνηση για πολιτική αβουλία που κάνει τους αστυνομικούς σάκους του μποξ. Αυτή η κατασταλτική εφαρμογή πέρα από ότι δίνει στην κάθε κυβέρνηση που θα την ακολουθήσει ένα προοδευτικό πλεονέκτημα έχει και κάποια άλλα επιπλέον οφέλη αλλά και ρίσκα. Σε πρώτη φάση καταρχάς το χαλάρωμα της πίεσης μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο να συμβεί κάτι τραγικά αναπάντεχο στην περιοχή με αποτέλεσμα την πρόκληση γεγονότων υψηλού πολιτικού κόστους για την οποιαδήποτε κυβέρνηση. Αυτό εξασφαλίζει ένα κάποιο λιγότερο άγχος από το συγκεκριμένο κοινωνικό μέτωπο δίνοντας την άνεση να επικεντρωθεί το κέντρο της προσοχής σε άλλες πολιτικές και κοινωνικές ατζέντες χωρίς το φόβο ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεφύγει η κατάσταση. Σταθεροποιείται εν μέρει δηλαδή ο έλεγχος δια της ηπιότερης καταστολής περιορίζοντας τον κίνδυνο εκτροπής στο ελάχιστο δυνατό. Ταυτόχρονα όμως δίνει ευκαιρία σε κόσμο που δραστηριοποιείται στις σταθερές δομές αγώνα στην περιοχή όπως στέκια/καταλήψεις/κοινωνικοί χώροι να απολαύσει περισσότερο το οξυγόνο που απελευθερώνεται από αυτό το χαλάρωμα της πίεσης με αποτέλεσμα να ξεκινάει μια διαφορετική επαναξιολόγηση της κατάστασης. Έτσι λοιπόν αρχίζουν να εμφανίζονται τα συμπτώματα ενός πολιτικού ρεαλισμού από τα lidle που σε μια δήθεν κορυφαία αξιακή ζυγαριά τοποθετεί πιο ψηλά την ασφάλεια και σταθεροποίηση των κινηματικών δομών αυτών από την εκδήλωση αυτής της εξεγερτικής δυναμικής καθώς παραγνωρίζεται τελείως η όποια διαλεκτική σχέση ανάμεσα τους ότι δηλαδή το όποιο έδαφος αγώνα στα εξάρχεια δεν έχει κατακτηθεί και κατοχυρωθεί έξω από ένα πλαίσιο κοινωνικού ανταγωνισμού στον οποίον όμως προφανώς η απρόβλεπτη και ορμητική δυναμική των συχνών επεισοδίων έχει συμβάλει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο έστω κι αν αυτό δε φαίνεται ή δε γίνεται παραδεκτό από την εξουσία. Πότε εξάλλου έχει παραδεχτεί ανοιχτά η οποιαδήποτε εξουσία ότι η όποια μορφής εξεγερτική βία διαμορφώνει κοινωνικούς συσχετισμούς; Το ότι δε γίνεται όμως αυτή η ανοιχτή παραδοχή δε θα έπρεπε να είναι λόγος για να τη μη λαμβάνουμε υπόψιν και τα ριζοσπαστικά υποκείμενα πόσο μάλλον να εκμηδενίζουμε έξω και πέρα από κάθε επίπεδο διαλεκτικής ή κριτικής ανάλυσης τον ρόλο που παίζει όλη αυτή η δυναμική στη διαμόρφωση συσχετισμών που ευνοούν και το ίδιο το κίνημα. Κι όμως σχεδόν κάθε φορά που αρχίζει η πρακτική εφαρμογή του παραπάνω κατασταλτικού σχεδίου υπάρχουν πάντα εκείνοι και εκείνες που θα πέσουν σε αυτήν ακριβώς την παγίδα και ως αποτέλεσμα δημιουργούνται μέτωπα διαίρεσης μέσα στο χώρο. Το πιο τραγικό βέβαια πέρα από την ίδια την παγίδα στην οποία πιάνεται κόσμος είναι ότι ανάμεσα σε αυτούς που πιάνονται μπορεί να είναι και άτομα από παλιότερες φουρνιές αγωνιστών πολλοί από τους οποίους ενδεχομένως ζυμώθηκαν/πλάστηκαν/καθοριστήκαν πολιτικά σε μεγάλο βαθμό χάρη σε τέτοια γεγονότα, χάρη σε αυτήν ακριβώς τη δυναμική την οποία μπορεί τώρα να θεωρούν εντελώς μάταιη, περιττή, άχρηστη ή και βλαπτική αγνοώντας ότι χωρίς την ύπαρξη της οποίας πολύ πιθανόν να μην ήταν τα άτομα που είναι σήμερα. Φτάνουν έτσι στο σημείο να επιθυμούν την παύση , την καταστολή, τον έλεγχο και την εξαφάνιση ίσως της δυναμικής αυτής. Τα επιχειρήματα βεβαίως που συνηγορούν σε όλα αυτά μακράν απέχουν από το να χαρακτηριστούν όχι μόνο σοβαρά αλλά και πολιτικά. Αντίθετα μπορούν σίγουρα να χαρακτηριστούν πολωτικά από μόνα τους και στην πλειοψηφεία τους είναι απλώς σπέκουλα η οποία δίνει επι τούτου ανισόβαρο κέντρο προσοχής στις όποιες υπαρκτές ομολογουμένως αρνητικές πλευρές του φαινομένου αυτού (κανείς δε θέλει να το εξωραΐσει επομένως δεν έχει νόημα να αρνούμαστε ότι υπάρχουν και τέτοιες) οι οποίες μπορεί να εντοπιστούν σε μη πολιτικά ορθές καταστροφές, ή σε ζημιές σε μικρές ιδιωτικές περιουσίες ή ακόμα ακόμα και στις όποιες υπαρκτές ίσως αντιφάσεις, ελέιψεις, ανεπάρκειες κάποιων εκ των δρώντων σε τέτοια γεγονότα. Το αποτέλεσμα φυσικά όλου αυτού είναι η δημιουργία ενός άκρως διαιρετικού κλίματος που δημιουργεί εντάσεις , εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις μεταξύ δομών, συλλογικοτήτων και ανένταχτου κόσμου κι ένα κύκλό εσωστρεφούς αντιπαράθεσης που ευνοεί τον οπαδισμό, το φανατισμό και τον παραγοντισμό των πιο οργανωμένων συνιστωσών, από κάθε πλευρά φυσικά.

Όλη αυτή η κατάσταση δε συμβαίνει απλώς σε γνώση της πολιτικής εκπροσώπησης της εξουσίας αλλά είναι και μια από τις βασικές της επιδιώξεις. Έίναι ένας στρατηγικός στόχος, ένας κατασταλτικός δούρειος ίππος προκειμένου να είναι πιο δυνατή η εγκατάλειψη ενός κατασταλτικού μοντέλου μηδενικής ανοχής που θα μπορούσε να έχει πολιτικό κόστος. Η εσκεμμένη χαλάρωση της κατασταλτικής πίεσης οδηγεί μοιραία κάθε φορά , με μαθηματική ακρίβεια σχεδόν καθώς πάντα πατάει κόσμος αυτή τη μπανανόφλουδα, σε ένα σκόπιμο διαίρει και βασίλευε όπου κάποιοι μέσα στο χώρο που δραστηριοποιούνται στην περιοχή πολιτικά θα διεκδικήσουν οι ίδιοι αυτό τον εσωτερικό κατασταλτικό ρόλο προκειμένου να διασφαλίσουν, κατά τη στρεβλή αντίληψη τους περί διασφάλισης, τα όποια κεκτημένα και εδάφη αγώνα μπορούν θεωρητικά να τεθούν σε κίνδυνο. Φυσικά καθώς πάντα είναι άκομψο να έχεις ένα τέτοιο ρόλο θα υπάρξει και η αντίστοιχη πολιτική και επικοινωνιακή επένδυση ώστε να είναι κινηματικά πιο αποδεκτό , τουλάχιστον σε εκείνα τα κομμάτια του κινήματος που παραδοσιακά ρέπουν στη συντήρηση και όχι στο ριζοσπαστισμό. Θα ειπωθούν πράγματα για πολιτοφυλακές ενάντια στις αντικοινωνικές πρακτικές, ενάντια στη θολή εξεγερτικότητα, ενάντια στον απολίτικο χουλιγκανισμό και μάλιστα θα είναι δώρου θεού αν δωθεί και μια καταπληκτική ευκαιρία όλο αυτό να συγκεραστεί σε έναν κινηματικό μετωπικό αγώνα ενάντια στον ‘κοινωνικό κανιβαλισμό’ με προμετωπίδα την αντιμετώπιση υπαρκτών φυσικά προβλημάτων που μπορεί να δημιουργούν παραβατικές ομάδες του κοινωνικού περιθωρίου που τυχαίνει να ασχολούνται με ναρκεμπόριο ή άλλες εχθρικές για την αντίληψη του αγώνα δραστηριότητες. Για να μην είναι δε όλη αυτή η προπαγάνδα και αντίθετη προς το πρότερο πολιτικό βίο τους που μπορεί να διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα στις ζυμώσεις που προκύπτουν σε τέτοια γεγονότα (γιατί αναμφίβολα προκύπουν τέτοιες και όποιος/α το αρνείται απλά εθελοτυφλεί και μάλιστα ελιτίστικα) πείθουν τους ίδιους τους εαυτούς τους ότι στο παρελθόν ήταν αλλιώς τα πράγματα, ότι υπήρχαν πραγματικοί λόγοι σύγκρουσης ενώ τώρα όχι, ότι τότε ήταν πιο σοβαρά και ώριμα τα υποκείμενα των συγκρούσεων και διάφορα άλλα τέτοια που περισσότερο φανερώνουν απλώς ένα ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας απέναντι στον εαυτό τους παρά μια ουσιαστική πολιτική επιχειρηματολογία. Όχι γιατί οι συνθήκες ανάμεσα σε κάθε εποχή είναι ίδιες, προφανώς υπάρχουν διαφορές καθώς από εποχή σε εποχή και γενιά με γενιά αλλάζει ίσως και ραγδαία το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Οι όποιες μεταβολές όμως συντελούνται δεν έχουν αλλάξει καθοριστικά ούτε την ποιότητα των υποκειμένων όυτε και των γεγονότων αυτών κάθε αυτών .Ε και μη γελιόμαστε οι λεγόμενες καφρίλες ή αστοχίες γινόντουσαν ανέκαθεν όπως επίσης ανέκαθεν υπήρχαν μεμονωμένα άτομα ή παρέες άκρως προβληματικά μέσα σε όλα αυτά τα γεγονότα. Όπως επίσης πάντα υπήρχαν αυτά τα ίδια στρατόπεδα μέσα στο χώρο που αντιπαρατίθονταν μεταξύ τους και το μόνο που άλλαζε σε αυτό πολλές φορές ηταν η μεταστροφή κάποιων από τη εξεγερτική στη πυροσβεστική πλευρά για τους όποιους δικούς τους λόγους προσωπικούς ή πολιτικούς (αδιάφορο εν προκειμένω.)

Βέβαια αυτή η δοκιμασμένη κατασταλτική λογική δεν αφορά μόνο τα εξάρχεια φυσικά αλλά είναι ολόκληρη σχολή και αντίληψη καταστολής καταπιεσμένων πληθυσμών και ανατρεπτικών/ριζοσπαστικών κινημάτων και έχουν γραφτεί μεγάλα κέφαλαια στην παγκόσμια ιστορία από τα αποτελέσματα της εφαρμογής της. Στα εξάρχεια απλώς τη βλέπουμε να εκδηλώνεται σε μια μικρή κλίμακα ανάλογη των μεγεθών που υφίστανται εκεί. Είναι σημαντικό όμως ότι αυτή η πείρα υπάρχει καταγεγραμμένη στην υδροκέφαλη μνήμη της συνολικής κυριαρχίας και αποτελεί ως ένα βαθμό και μια μορφή πολιτικής υψηλού επιπέδου καθώς το αποτέλεσμα είναι μια καταστολή κομψού χαρακτήρα με την ελάχιστη δυνατή θεσμική βία και την ελάχιστη δυνατή πρόκληση περεταίρω ριζοσπαστικοποίησης αλλά από την άλλη με τη μέγιστη δυνατή ενσωμάτωση και τη μέγιστη δυνατή εξασφάλιση κοινωνικής ειρήνης μακροπρόθεσμα. Αυτό φυσικά αν πετύχει γιατί διατρέχει το δικό της ρίσκο πάντα. Γιατί αν παρ΄ ελπίδα αποτύχει η διαμόρφωση αυτού του διαιρετικού κλίματος αντί για μια εσωτερική καταστολή ή έλεγχο αυτής της δυναμικής με την ελάχιστη δυνατή εμπλοκή της αστυνομίας μπορεί να προκύψει ένα εντελώς άλλο αποτέλεσμα. Να διαμορφωθεί ένα διαρκώς εντεινόμενο κλίμα αυτοπεποίθησης και σε άτομα και σε παρέες συλλογικότητες κτλ καθώς μια παρατεταμένη πολιτική ήπιας καταστολής σε όλο και συχνότερα δυναμικά γεγονότα θα δημιουργήσει τους όρους ενός πολιτικού τετελεσμένου σε μια τύποις παραδοχή της εξουσίας ότι αδυνατεί ή ότι δεν βούλεται να σηκώσει το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η επιλογή της άμεσης και ωμής καταστολής. Αυτή η άτυπη παραδοχή δημιουργεί ένα βραχυκύκλωμα, ένα κενό πίεσης αρκετό ώστε να δυναμικά γεγονότα να αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο , πετυχαίνοντας το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Δεδομένης της πολλαπλασιαστικής ισχύς των γεγονότων πολλαπλασιάζεται αντίστοιχα και η συλλογική αυτοπεποίθηση (το Α και το Ω κάθε σοβαρού και ριζοσπαστικού ανατρεπτικού κινήματος) και το εξεγερσιακό φρόνημα και έτσι τα αποτελέσματα αυτής της μεθόδου καταστολής όχι μόνο ακυρώνονται και μένουν στο χαρτί αλλά προκαλείται και μια δυσαρέσκεια στα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας που εκλαμβάνουν αυτήν την πολιτική ως αδυναμία της κρατικής οντότητας στην οποία επενδύουν την ανάγκη για τους για τάξη και ασφάλεια. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που όταν διανύουμε μια τέτοια περίοδο αρχίζουν οι αντιπολιτευτικές κορώνες απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση που την εγκαλούν είτε για αδυναμία είτε για αβουλία ούτε και το γεγονός ότι πολλά αντιπολευτικά ΜΜΕ προβαίνουν σε μια στατιστική ανάλυση και σύγκριση των καταγραφών της πολλαπλασιαστικής εκδήλωσης ταραχών στην περιοχή με αναλυτικούς πίνακες και σχεδιαγράμματα , ούτε και ότι αρχίζει να γίνεται πολιτικό αίτημα πλέον η επαναφορά σε ένα δόγμα μηδενικής ανοχής για την κατάπνιξη και αντιμετώπιση της ενδυνάμωσης του φαινόμενου. Και σε όλη αυτή τη δημιουργία πολωτικού κοινωνικού και πολιτικού κλίματος θα ακουστούν φωνές που θα μιλούν για άβατα, για κατάλυση του κράτους και του δικαίου και στις πιο ακραίες βερσιόν για πολιτικές πλάτες στους μπαχαλάκηδες. Η αλήθεια πίσω από αυτή την πολιτική σπέκουλα είναι φυσικά ότι προφανώς και τραυματίζεται διαρκώς επικοινωνιακά η εικόνα ενός κράτους και μάλιστα ενός ευνομούμενου κράτους μιας δημοκρατικής κοινωνίας μιας χώρας που έχει υιοθετήσει τα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού και κουλτούρας. Είναι ένα τραύμα στην εικόνα του κράτους, στο image της μητρόπολης τα πλάνα από τις ταραχές, τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές και μάλιστα όσο περισσότερο εκτείνονται αυτές στον αστικό ιστό τόσο μεγαλύτερο είναι και η συντελούμενη ζημιά στο image αυτό καθώς δημιουργεί την αίσθηση ότι κάτι δεν λειτουργεί καλά στο σύστημα, ότι η πολιτεία δεν κάνει καλά τη δουλειά της, ότι η αστυνομία ενδεχομένως δεν κάνει καλά τη δουλειά της, ότι η δικαιοσύνη ίσως δεν κάνει καλά τη δουλειά της και ότι γενικά ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αυτή η ζημιά δεν είναι μικρή και όσοι σπεύδουν να την αγνοήσουν παραγνωρίζουν την κοινωνική πόλωση που αυτή προκαλεί και για κάποιους από μας μπορεί στην τελική να είναι και ευκταία αλλά πάνω από όλα αγνοεί ότι η εικόνα ενός τραυματισμένου κράτους ,ακόμα κι αν εμείς ξέρουμε ότι το κράτος σαν κράτος έχει όλα τα μέσα και την υπεροπλία να επιβληθεί, αυτή η εικόνα λοιπόν είναι και αυτό που καθιστά τα εξάρχεια ένα μαγνήτη για τα πιο εξεγερμένα κομμάτια της νεολαίας. Γιατί αν αρχίζει να δίνεται γενικώς η εντύπωση ότι η τάξη και ο νόμος δεν μπορούν να επιβληθούν φυσιολογικά σε μια περιοχή όπως οπουδήποτε αλλού, τότε αυτή η περιοχή πολύ σύντομα θα αρχίσει να γίνεται και τόπος προορισμού για κάθε κοινωνικό υποκείμενο που επιζητά την ιδέα αυτής της αταξίας και ανομίας. Και κάπως έτσι δημιουργούνται οι συνθήκες που ευνοούν την επιστροφή σε ένα μοντέλο μηδενικής ανοχής το οποίο πατάει και πάνω στη λεγόμενη ‘θεωρία των σπασμένων τζαμιών’ τη δραστική και δυναμική αντιμετώπιση δηλαδή κάθε παραβατικού φαινομένου στην αρχή της εκδήλωσης του ώστε ¨η τάση να μην εξελιχθεί σε κύμα¨ . Και κάπως έτσι έχει χτιστεί αυτός ο φαύλος κύκλος που κάνει και τα εξάρχεια ιδιαιτερότητα.

Το γεγονός ότι πολιτειακά δεν έχει δοθεί λύση σε αυτό το φαινόμενο δεκαετιών παρόλο που αυτές οι δυο βασικές λογικές καταστολής αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη εδώ και 40 χρόνια από μόνο του δημιουργεί αυτή την ιδιομορφία της περιοχής. Μια ιδιομορφία όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα αλλά και για τα διεθνή καθώς είναι μια ενοχλητική για το κράτος κατάσταση που αλλού δεν παρουσίαζεται και όταν λέμε αλλού σε καμία άλλη σύγχρονη ευρωπαϊκή μητροπολιτική πρωτεύουσα, όχι τουλάχιστον με αυτά τα χαρακτηριστικά. Είναι μια αποκλειστικότητα της ελληνικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα μια τεράστια δυσαρμονία για μητρόπολη με ευρωπαϊκά στάνταρ. Στη σύγχρονη διαμόρφωση του πολεοδομικού πεδίου , ακολουθείται διεθνώς μια αισθητική κλινικής αποστείρωσης γειτονιών, δρόμων, ολόκληρων πόλεων η οποία πέρα από το αποκρουστικό αισθητικό κομμάτι της έχει εγγραμένο στο DNA της την ιδέα της καταστολής. Ολοένα και περισσότερο ελεγχόμενα αστικά περιβάλλοντα, με κάμερες επιτήρησης, μια κλινική καθαρότητα νοσοκομείου, μια εντεινόμενη αστυνομική παρουσία και μια ισοπεδωτική, σαρωτική, ολοκληρωτική αίσθηση ελέγχου. Και για αυτά τα πρότυπα τα εξάρχεια δεν είναι απλώς δυσαρμονία, ή παραφωνία καθώς όλο το υπόλοιπο αστικό περιβάλλον αρχίζει να ανταπεξέρχεται στα πρότυπα αυτά. Είναι μια διαρκής ανωμαλία , μια απίστευτα ενοχλητική στατιστική απόκλιση, είναι μια εικόνα από ένα παρελθόν τριτοκοσμικής χώρας, ένα παρελθόν που πρέπει πάση θυσία να διαγραφεί και να ξεχαστεί ή να μείνει ίσως στην ιστορία ως μια ατυχής παρενέργεια του φαινομένου της μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα είναι και ένα διαρκές αγκάθι στο πλευρό της κυριαρχίας καθώς κάθε εξεγερτικό συμβάν που συμβαίνει στην περιοχή, κάθε πέτρα ή μολότοφ που πέφτει ακόμα κι αν δεν βρίσκει κανένα στόχο , είναι μια ενοχλητική δήλωση ότι εδώ τα πράγματα δε λειτουργούν κανονικά , ότι εδώ τα πράγματα τελούν σε ένα καθεστώς διαρκούς αμφιβήτησης της τάξης, ότι εδώ η κεντρική εξουσία δε μπορεί να ελέγξει το περιβάλλον όπως οπουδήποτε αλλού. Το δε μπορεί αυτό όχι με την κυριολεκτική έννοια ασφαλώς. θα ήταν αφελές , αστείο σχεδόν , να υποστηριχθεί ότι το κράτος δε μπορεί να καθαρίσει τα εξάρχεια μια και καλή. Οι φωνές που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο ασκούν μια δεξιά ή μια ακροδεξιά σπέκουλα απλώς. Είναι αυτονόητο ότι η εξουσία διαθέτει όλη την φυσική υπεροπλία και το έμψυχο δυναμικό και ότι θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να καταστείλει αδυσώπητα τα εξάρχεια. Η καταστρατήγηση όμως όλων αυτών των δυνάμεων και της απαιτούμενης κατασταλτικής βίας, καθώς και τα μονιμοποιημένα μέτρα καταστολής και η σε βάθος χρόνου εφαρμογή τους για την εξασφάλιση μιας ριζικής λύσης καταλαβαίνουμε όλοι πόσο θα κοστίσει και πολιτικά και οικονομικά από άποψη κατασπατάλησης πόρων και φυσικά από μόνη της η εικόνα μιας διαρκώς υπερβολικά αστυνομοκρατούμενης περιοχής θα δημιουργεί ένα καθεστώς εξαίρεσης που πάλι δεν ταιριάζει με τα στάνταρ και τα πρότυπα μιας φυσιολογικά ελεγχόμενης περιοχής οπότε πάλι θα αποτελεί μια παραδοχή ότι υπάρχει ένα διαρκές πρόβλημα οπότε είναι ένα διαρκές στρατηγικό αδίεξοδο για την εξουσία. Επίσης τίποτα δεν αποκλείει και την περίπτωση ενός ατυχήματος. Δε μπορείς να επιστρατεύσεις τόση ωμή βία και καταστολή χωρίς να μην υπολογίζεις την πιθανότητα κάτι να πάει υπερβολικά εκτός σχεδίου με απρόβλεπτα αποτελέσματα, ένας λίγο πιο εκνευρισμένος ή αγχωμένος αστυνομικός, μια εκπυρσοκρότηση ή σκόπιμη θανάσιμη βολή, μια θανατηφόρα γκλοπιά σε ένα πιο ευαίσθητο κεφάλι, μια θανάσιμη κρίση δύσπνοιας από τους τόνους παράνομων και ληγμένων χημικών και δακρυγόνων ή όπως πρόσφατα ένας σοβαρότατος τραυματισμός σαν αυτός του συντρόφου Κώστα Μπ. που τον έριξε σε κώμα και όλα μπορούν να τιναχτούν στον αέρα. Και τότε ποιος θα αναλάβει το πολιτικό κόστος και ποιος θα διαχειριστεί την όποια κρίση προκύψει από ότι κι αν είναι αυτό που θα ξεσπάσει; Για αυτό καλό θα είναι όταν μιλάμε για επαναλαμβανόμενες γραφικότητες και ακίνδυνα εκτονωτικά γεγονότα απολίτικης βίας χωρίς κοινωνική γείωση να έχουμε στο μυαλό μας ότι η ιστορία που έχει γραφτεί στην περιοχή έχει γραφτεί με αίμα κατά τη διάρκεια τέτοιων γραφικοτήτων και τέτοιων ακίνδυνων εκτονωτικών γεγονότων. Κι ότι από τη στιγμή που σταθερά σε μια περιοχή η έμπρακτη αμφισβήτηση του νόμου και της κεντρικής εξουσίας παίρνει τη μορφή που παίρνει ο παράγοντας του κινδύνου είναι διαρκής διότι αυτό που σήμερα η εξουσία αφήνει να εκτυλίσσεται ως γραφικότητα αύριο μπορεί να το αντιμετωπίσει με μια επιχείρηση αρετή , μια εκκένωση του πολυτεχνείου και σύλληψη περίπου 500 ατόμων , μια διαρκής αστυνομοκρατία μιας ολόκληρης περιοχής και μετατροπής της σε θάλαμο αερίων, μιας σειράς ατελείωτων φακελωμάτων ανθρώπων που απλώς βγαίνουν βόλτα στην περιοχή παράξενα ή μη ντυμένοι, μιας σφαίρας στην καρδιά ενός συντρόφου που επιτέθηκε σε τυχαίο διερχόμενο περιπολικό ένα τυχαίο οποιοδήποτε σαββατόβραδο χωρίς κανέναν μα κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Μπορεί επομένως όλη αυτή η κατάσταση να είναι μια διαρκής αναπαράσταση ενός συμβατικού αστικού πολέμου (παρά τους παιδαριώδης βερμπαλίσμούς περί του αντιθέτου) και συμβατικού διότι καμιά πλευρά δε πολεμά για την οριστική εξαφάνιση και καταστροφή του αντιπάλου (άλλο τι ευχέται η κάθε μια από μέσα της) από ότι την άλλη οτιδήποτε συμβαίνει στα όρια και στα πλαίσια αυτής της διαρκούς και συνεχόμενης αναπαράστασης προφανώς δεν είναι ξεκομμένο (όσο κι αν κωλοχτυπιούνται κάποιο) από το γενικότερο κοινωνικό ανταγωνισμό καθώς είναι ένα κομμάτι της ιστορίας του χώρου μας και όχι μονο της ιστορίας που έχει γραφτεί αλλά κι αυτής που γράφεται ακόμα και σήμερα και αυτής που θα γραφτεί και αύριο και μεθαύριο.

Σίγουρα βέβαια όλη αυτή η κατάσταση έχει και παρενέργειες που μπορεί να πάρουν τη μία ή την άλλη μορφή, όπως εξάλου και οτίδηποτε παίρνει τη μορφή κοινωνικού φαινομένου, αλλά αν οι παρενέργειες αυτές δε μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον κόσμο της αναρχίας (και δυναμικά αν χρειαστεί) σε συνθήκες εργαστηριακής ή κλινικής ας πούμε ‘ανομίας’ πως ελπίζουμε ότι κάτι τέτοιο θα μπορέσει να γίνει ποτέ στην προοπτική μιας ευρύτερης και απόλυτα πραγματικής κατάστασης πλήρους ανομίας και κατάρευσης της κεντρικής εξουσίας; Εκτός αν υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι τότε δε θα υπάρχουν παρενέργειες. Φυσικά οι μαρξιστές από τη δική τους πλευρά έχουν μια απάντηση , καλή ή κακή, προτείνουν ένα μοντέλο δικτατορίας το οποίο δε μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται εχθρικά από την κοινότητα των αναρχικών/ αντιεξουσιαστών παρόλες τις μεταξύ τους διαφορές και αποκλίσεις αλλά εν πάση περιπτώση δε μπορεί η δική μας πρόταση να είναι μια ιατρική αντιμετώπιση τύπου ‘πονάει πόδι, κόψει πόδι’. Αν η κατάσταση στα εξάρχεια εμφανίζει τις όποιες παρενέργειες δεν μπορεί να είναι λύση η δραστική εξαφάνιση αυτής της εξεγερτικής δυναμικής από τα εξάρχεια ειδικά εφόσον συντρέχουν όλα τα παραπάνω σημαντικά θετικά και ριζοσπαστικά γνωρίσματα. Μην ξεχνάμε εξάλου ότι οι μαρξιστές που επιζητούν αυτή τη λύση στα εξάρχεια ως αναγκαία για τα την αντιμετώπιση των όποιων παρενεργειών δεν το κάνουν αθώα αλλά εκ του πονηρού καθώς είναι στη πολιτική φύση τους να μισούν και να απεχθάνονται οτιδήποτε δε μπορούν να ελέγξουν , καπελώσουν, χειραγωγήσουν ειδικά κάτι τόσο χαοτικό και ανεξέλεγκτο στο οποίο δε μπορούν να τεθούν πολιτική πρωτοπορεία. Διότι αν μπορούσαν θα άλλαζε φυσικά το πράγμα μην αμφιβάλει κανείς και καμιά σε αυτό. Ωστόσο δεν είναι μόνο οι πάσης φύσεως μαρξιστές που επιθυμούν μια τέτοια εξάλειψη. Το ίδιο επιθυμούν και αρκετά αναρχικά ατόμα ή και συλλογικότητες που πρόσκεινται στον αναρχικό χώρο με μια πληθώρα μάλιστα επιχειρημάτων.

 

Σε επόμενο χρόνο θα επιχειρηθεί σε δεύτερο κείμενο ,συνέχεια αυτού εδώ, να προβληθεί εκτενώς και αναλυτικά όλη επιχειρηματολογία που επιθυμεί για διάφορους λόγους την εξαφάνιση αυτής της δυναμικής, και κατόπιν η αποδόμηση της σημείο προς σημείο.