Παναγιωτης Αργυρου: Μια Θεωρητικη Συνεισφορα Για Την Υπερασπιση Μορφων Επιθεσης

wolves

(Λάβαμε 15/12/16)

ΜΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΜΟΡΦΩΝ ΕΠΙΘΕΣΗΣ

Στις 5/12/2016 βρέθηκα ξανά στο εδώλιο του κατηγορούμενου για μια παλιά υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας είχε αναβληθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά η εκδίκαση προχώρησε χωρίς απρόοπτα και προστέθηκε μια ακόμη καταδίκη εις βάρος μου ( 7 χρόνια). Επρόκειτο για μια απόπειρα εμπρησμού αστικού λεωφορείου στις 6/6/2009 στο κέντρο της Αθήνας, τη μέρα που ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε την κεντρική προεκλογική του ομιλία για τις Ευρωεκλογές του 2009. Ο λόγος που βρίσκομαι κατηγορούμενος για αυτή την ενέργεια είναι ένα καθαρά δικό μου επιχειρησιακό λάθος από αυτά που λόγω πίεσης και βιασύνης καταλήγουν να ιεραρχούν την ολοκλήρωση ενός σχεδίου πάνω από την διασφάλιση όλων των προστατευτικών μέτρων. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει πίσω και μέσα στη τσάντα που βρισκόταν ο εμπρηστικός μηχανισμός ένα δαχτυλικό αποτύπωμα. Ο σχεδιασμός της ενέργειας ήταν τέτοιος ώστε ο μηχανισμός να τοποθετηθεί στο τελευταίο βραδινό δρομολόγιο και μόνο εφόσον όλοι οι επιβάτες είχαν κατέβει από το λεωφορείο. Ο μηχανισμός τοποθετήθηκε στο τελευταίο πίσω κάθισμα του διπλού αστικού λεωφορείου, μια απόσταση αρκετά ικανοποιητική ώστε να δώσει στον οδηγό το περιθώριο να βγει από το λεωφορείο από την πόρτα που βρίσκεται ακριβώς δίπλα του, ακόμα και στην περίπτωση που δεν είχε προλάβει να βγει από την ανάφλεξη. Η ενέργεια αυτή ήταν έξω από το πλαίσιο δράσης της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, καθώς επρόκειτο για μια αυτόνομη, ξεχωριστή, πρωτοβουλιακή δράση καθαρά και μόνο της δικής μου ατομικής ευθύνης. Ωστόσο, ενέπιπτε σε μια γενικότερη στρατηγική που στόχευε να πλήξει μεταξύ άλλων την τουριστική σεζόν του 2009, μια στρατηγική που μοιράστηκαν διάφορες ομάδες άμεσης δράσης εκείνης της εποχής και η οποία συνέχιζε την εξεγερτική κληρονομιά του Δεκέμβρη του 2008 και των γεγονότων που ακολούθησαν την δολοφονία του ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου (η οποία διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης μιας «άστοχης» πράξης βίας εναντίον ενός διερχόμενου από τα Εξάρχεια περιπολικού χωρίς να συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι και πάντα μέσα από την καβάτζα ενός στενά οριοθετημένου «αβάτου».)

Δεν είχα σκοπό να τοποθετηθώ για τη συγκεκριμένη ενέργεια διότι πίστευα πως μια ακόμα ξεκομμένη τοποθέτηση και μάλιστα για μια ξεχασμένη απόπειρα εμπρησμού χωρίς ανάληψη ευθύνης δεν θα είχε και κάτι να προσφέρει. Εξάλλου, θεωρούσα ότι καλυπτόμουν από τις δηλώσεις μου σχετικά με τις διάφορες υποθέσεις που έχω δικαστεί ως μέλος της ΣΠΦ. Όμως κάποιες τελευταίες εξελίξεις που έχουν οδηγήσει σε μια ιδεολογική τζιχάντ εναντίον συγκεκριμένων αναρχικών πρακτικών και των υποκειμένων που τις επιλέγουν με αναγκάζουν να τοποθετηθώ δημόσια καθώς νιώθω να προσβάλλομαι διπλά, ειδικά όταν ακριβώς τέτοιες πρακτικές με βαρύνουν με επιπλέον ποινές (και ναι μπορεί τα εφτά χρόνια να συγχωνεύονται με όλα τα υπόλοιπα χρόνια στα οποία έχω καταδικαστεί αλλά δεν παύει να είναι μια ποινή με το δικό της βάρος και τη δική της ποινική-πολιτική παρακαταθήκη)

Είναι πάντα λυπηρό να διαπιστώνει κανείς πως μέσα σε αυτό το χώρο η καλή προαίρεση και η επιλογή χαμηλών τόνων στο πεδίο της αντιπαράθεσης ταυτίζονται με πολιτική αδυναμία ή απουσία επιχειρημάτων. Έτσι ήταν πάντα όμως γιατί να αλλάξει κάτι τώρα; Κι όμως όσο δικαιολογημένη κι αν θα ήταν ενδεχομένως μια καχυποψία για την προώθηση μιας πιο σφαιρικής και πολύπλευρης αναρχικής στρατηγικής (όπως αυτή που εδώ κι ένα χρόνο έχει ξεκινήσει να προωθείται με διάφορα μέσα) άλλο τόσο αδικαιολόγητη είναι η εκ βάθρων φονταμενταλιστική εχθρότητα που διακηρύσσουν κάποιοι εναντίον συγκεκριμένων επιθετικών ενεργειών.

Επ’ άφορμής κάποιων κινητοποιήσεων απέναντι στη διακίνηση ναρκωτικών στην πλατεία Εξαρχείων, έχει αρχίσει να εκφράζεται ένας ιδιαιτέρως χοντροκομμένος πολιτικός λόγος που ταυτίζει επιτηδευμένα κατά τη γνώμη μου, αναρχικές επιθετικές ενέργειες με κάποιας μικρής κλίμακας πάντα, ανορθόδοξους πολιτικά βανδαλισμούς δημόσιας περιουσίας κατά τη διάρκεια μικρότερων ή μεγαλύτερων ταραχών στα Εξάρχεια (η κλίμακα των οποίων σκοπίμως και τεχνη έντως υπερμεγεθύνεται ώστε να πληχθούν πολιτικά οι ίδιες οι ταραχές αυτές καθ’ αυτές) και με το εμπόριο ναρκωτικών ή τα μπραβιλίκια. Σημείο αναφοράς όλων αυτών φέρονται να είναι διάφορα περιστατικά ξυλοδαρμών, πολλές φορές ασύνδετα κιόλας μεταξύ τους και κάποιες φορές μάλιστα αρκετά αμφιλεγόμενα. Θα περίμενε κανείς μια διακριτική διαχείριση αυτών των ζητημάτων ώστε να μη συνδέονται ετερογενή πράγματα μεταξύ τους. Όμως όχι, αυτό μάλλον είναι πολυτέλεια. Έτσι όλα αυτά φαίνεται πως για κάποιο κόσμο έχουν άμεση σύνδεση μεταξύ τους και πως λιγότερο ή περισσότερο είναι περίπου το ίδιο και πως είναι αναγκαία μια σημαντική εκστρατεία εναντίον του συνόλου όλων αυτών των περιστατικών στο όνομα μιας σταυροφορίας εναντίον του Κοινωνικού Κανιβαλισμού. Αυτό το τελευταίο ειδικά παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον, αν όχι για κάποιο άλλο λόγο για την επιτηδευμένη ίσως πολιτική αμορφωσιά ή για την επιλεκτική αδυναμία μνήμης που ίσως κρύβεται πίσω από αυτήν την άλογη και άμετρη χρήση αυτής της φράσης. Ξεχνούν ίσως κάποιοι ( ή επιλέγουν να ξεχνούν ) πως πέρα από μια πλέον συντηρητική αριστερά που παραβρωμάει φορμόλη, η ταύτιση του κοινωνικού κανιβαλισμού ως φαινομένου με την παρέκκλιση της συμπεριφοράς κάποιων μειοψηφικών ομάδων του κοινωνικού περιθωρίου ήτανε πάντοτε μονοπώλιο της αντιδραστικής και συντηρητικής ρητορικής της εξουσίας. Αντίθετα, το φάσμα του γενικότερου και ευρύτερου ριζοσπαστικού χώρου και των περισσότερων κινημάτων αμφισβήτησης ταύτιζαν τον κοινωνικό κανιβαλισμό ως το φαινόμενο που αντικατοπτρίζει την αναπαραγωγή των εξουσιαστικών και εκμεταλλευτικών συμπεριφορών και σχέσεων των από τα κάτω μεταξύ τους, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει σε μια μικρή κλίμακα και σίγουρα δεν περιορίζεται στο κοινωνικό περιθώριο, αλλά αντίθετα είναι η κυρίαρχη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο διαδεδομένη και τόσο οικειοποιήσιμη που να μοιάζει σαν άτυπα θεσμοθετημένη. Φαίνεται μάλλον πως αυτή η αντίληψη ήταν μια διαστρέβλωση, μια φενάκη ίσως του μεταμοντερνισμού που μόλυνε τα ριζοσπαστικά κινήματα από τον Μάη του 1968 και μετά, και πλέον είναι επιτακτικό να υπάρξει κινηματική εγρήγορση, αν όχι επιστράτευση, ώστε αυτή η διαστρέβλωση να αποκατασταθεί και να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, ακόμα και με τη βία αν χρειαστεί. Στο βαθμό, φυσικά, που εγώ παρεξηγώ τις προθέσεις όλων, ή κάποιων, και στο βαθμό που όλα αυτά δεν είναι παρά ατυχείς στην καλύτερη, λεκτικές υπερβολές ή υπερβάλλων ζήλος, πολύ θα χαιρόμουν αν έβλεπα μια δημόσια και ξεκάθαρη πολιτική διάκριση ανάμεσα στο τι τελικώς καταπολεμούν κάποιοι, και τι δεν καταπολεμούν. Στην αντίθετη περίπτωση, που μάλλον είναι και η πιο πιθανή, απλώς επιβεβαιώνουν ότι ταυτίζονται σκοπίμως με αυτήν την ατζέντα κι ότι εννοούν απαρεγκλίτως όσα λένε στο 100%. Και επειδή δε θέλω να αδικήσω κανέναν δεν θεωρώ πως αυτός ο πολιτικός αναθεωρητισμός υπάγεται σε έναν μη συγκρουσιακό πόλο (όχι στο σύνολο του τουλάχιστον) αλλά περισσότερο σε μια πάγια νοοτροπία εντός χώρου που πιστεύει στις αποστειρωμένες συγκρουσιακές λογικές, εν είδη συσκευασίας, όπου το ανεξέλεγκτο απουσιάζει γιατί προηγουμένως έχει «εξοντωθεί» και το αυθόρμητο εκλείπει έστω και σαν πινελιά στο γενικότερο καμβά των συγκρούσεων. Φαίνεται πως η πολιτική μόδα επιτάσσει επιστροφή στα παλιά δίπολα λες και η παλιά σύγκρουση τους μας κληροδότησε κάποια φανταστική παρακαταθήκη ενώ πετάμε στα σκουπίδια μια κριτική αποτίμηση που φροντίζει να συνθέτει τα καλύτερα στοιχεία του αυθόρμητου και της οργάνωσης.
Επιστρέφοντας όμως πίσω στο αρχικό μου θέμα, που είναι και αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο, ξεκαθαρίζω καταρχάς πως δεν θεωρώ τίποτα και κανέναν υπεράνω κριτικής και ασφαλώς ούτε και μένα τον ίδιο. Και λέγοντας αυτό μπορώ να αναγνωρίσω και αυτοκριτικά πως στο παρελθόν και σε στο βαθμό που με αφορούσε ατομικά δεν ακολούθησα πάντα το δρόμο μιας ορθής πολιτικής αντιπαράθεσης. Για τέτοια περιστατικά όμως και για την ατομική μου ευθύνη σε αυτά έχω κριθεί, κρίνομαι και συνεχίζω να κρίνομαι. Όμως για να μπορούν να πείθουν τα υποκείμενα που ασκούν την όποια κριτική και για την ειλικρίνεια των προθέσεων τους θα πρέπει να ορίζουν και ξεκάθαρα το έδαφος από το οποίο εφορμάται η κριτική τους. Είναι για παράδειγμα πολιτικό αυτό το έδαφος; Είναι ηθικό; Έχει να κάνει με ζητήματα στρατηγικής σύνδεσης μέσων και σκοπών ή μήπως είναι κάτι ολότελα διαφορετικό; Ο μη προσδιορισμός αυτού του εδάφους προκαλεί σύγχυση και καθιστά την ίδια την κριτική από έωλη έως και ύποπτη. Κι αυτό φυσικά στην περίπτωση που έχουμε όντως να κάνουμε με μια κριτική όσο έωλη και ύποπτη κι αν είναι. Στην περίπτωση μας όμως δεν έχουμε να κάνουμε με κριτική, γιατί η κριτική σημαίνει πολιτική διαφωνία και η πολιτική διαφωνία σημαίνει διάλογο για την διαπραγμάτευση της πολιτικής σημασίας του κάθε ζητήματος. Αυτό που παρατηρείται όμως εδώ πέρα είναι η κλασική επικοινωνιακή στρατηγική όσων θέλουν να αποδομήσουν το πολιτικό και ηθικό ανάστημα των αντιπάλων τους, ώστε να μην χρειαστεί να αντιπαρατεθούν μαζί τους πολιτικά. Η στρατηγική αυτή επιτάσσει μια ξεκάθαρη πολεμική που εχθροποιεί εξ’ αντικειμένου τον προσδιορισμένο στόχο, ( στην περίπτωση μας ένα ολόκληρο εύρος πολιτικών λογικών, στρατηγικών και πρακτικών αγώνα) σε μια προσπάθεια εξορισμού του αντιπάλου από την όποια κοινότητα ( όσο πλατιά και αν είναι αυτή ). Ο εξορισμός αυτός φυσικά μετά παρέχει την πολυτέλεια της a priori ηθικής νομιμοποίησης κάθε εχθρικής ενέργειας εναντίον του αντιπάλου μιας και έχει καταστεί ως φυσικός εχθρός του κινήματος.
Δυστυχώς όμως για αυτούς στην περίπτωση μας θα πρέπει να περιοριστούν στην προσπάθεια. Οι επιθέσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς δεν είναι καν κάτι καινούργιο. Στο πρόσφατο παρελθόν, την περίοδο μεταξύ 2009-2012, προέκυψε μια στρατηγική επιθέσεων αντάρτικου πόλης που επιχειρούσε να θέσει νέα στοιχήματα, να δημιουργήσει νέες προκλήσεις , να πειραματιστεί πάνω σε νέα σκεπτικά και να ανιχνεύσει νέα μονοπάτια αναρχικής επίθεσης. Έτσι ένα πλήθος αναρχικών ομάδων άρχισαν να προχωρούν σε οργανωμένες δολιοφθορές εναντίον ΜΜΜ που συνολικά κόστισαν πολλά εκατομμύρια ευρώ στο κράτος. Εμπρησμοί τρένων, τραμ και λεωφορείων καθώς άλλου τύπου επιθέσεις, όπως το σαμποτάζ των γραμμών του τραμ με τσιμέντο , συνθέτουν το παζλ των επιθέσεων της περιόδου εκείνης. Μέσα από τα κείμενα των αναλήψεων ευθύνης άνοιγε μάλιστα κι ένας διάλογος μεταξύ των ομάδων που αποσκοπούσε στη συλλογική ζύμωση και επεξεργασία σκεπτικών και μεθόδων επίθεσης. Ενδεικτικά παραθέτω ένα χαρακτηριστικό τέτοιο απόσπασμα από την ανάληψη ευθύνης για εμπρησμό τραμ από την ομάδα Κύκλοι Παραβατικών (8/10/2012) που θεωρώ ότι εμπλουτίζει αρκετά εμπεριστατωμένα όλο αυτό τον διάλογο : “Μέσα από επιθέσεις σ’ αυτό που εμείς ορίζουμε ως αόριστα πεδία της κοινωνικής ζωής θέλουμε να αναδείξουμε το λόγο μας και να αναγκάσουμε τον καθένα/καθεμία να αφουγκραστεί την αδιέξοδη κραυγή μας.(….) Πρέπει να εισέλθουμε στη ζωή των σύγχρονων υπηκόων, να προκαλέσουμε ρήγματα εκεί που δύσκολα θα τα κρύβει ο παραμορφωμένος φακός των ΜΜΕ. Σε χώρους και πεδία που θα προβληματίσουν και θα κάνουν τον άλλον να ψαχτεί και να δει για ποιο λόγο γίνεται το κάθε χτύπημα. (…) Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η ιδιόμορφη διάχυση της πράξης και του λόγου μας είναι και τα χτυπήματα στα Αόριστα Κοινωνικά πεδία”.
Βέβαια, η πλειοψηφία αυτών των ομάδων και ο λόγος που εξέφραζαν μπορεί ίσως να τοποθετηθεί κάπου στο ευρύτερο φάσμα της εξεγερσιακής αναρχίας και των διαφόρων τάσεων στο εσωτερικό της , γεγονός που επιτρέπει σε όσους εχθρεύονται παθολογικά το σύνολο όλων αυτών των τάσεων να καταδικάζουν τέτοιου τύπου ενέργειες μιλώντας με ευκολία για “υφέρποντες ελιτισμούς” και “υποδόριους φασισμούς” κλιμακώνοντας έτσι την πολεμική τους με έναν ξεκάθαρα αντιδιαλεκτικό , αντιεξεγερτικό φανατισμό που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και ούτε είναι διατεθειμένος να διαπραγματεύεται τέτοια “αξιακά” ζητήματα που κατά μια αυθαίρετη πάντα και αποκλειστικά υποκειμενική κρίση κάποιων υποκειμένων , ζημιώνουν αυτό που στο δικό τους κεφάλι αντιλαμβάνονται ως κίνημα (λες και θα μπορούσε ποτέ ένα αναρχικό κίνημα να είναι τσιφλίκι κάποιων ώστε να ορίζουν αυθέραιτα και τα σύνορα του) καθώς “με τέτοιου τύπου ενέργειες χάνεται όλη η σοβαρή και υπεύθυνη δουλειά που κάνουμε για να φέρουμε τον κόσμο με το μέρος μας”. Δυστυχώς όμως, για τους άσπονδους λυσσασμένους εχθρούς της εξεγερσιακής αναρχίας σε όλες τις εκφάνσεις της (γιατί ας μην κοροιδευόμαστε αυτό δεν περιορίζεται μόνο ενάντια στις αναρχοατομικιστικές και αναρχομηδενιστικές εξεγερσιακές τάσεις αλλά δυνητικά ενάντια στο σύνολο της εξεγερσιακής αναρχίας , της αποκαλούμενης στις μέρες μας κι ως θολής εξεγερτικότητας) ειδικά στα μέρη μας υπάρχει ένα πολύ πλούσιο παρελθόν τέτοιων επιθέσεων σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και μάλιστα από οργανώσεις αντάρτικου πόλης όπως ο ΕΛΑ που από το 1976 ως το 1979 είχε πραγματοποιήσει επιθέσεις σε αμαξοστάσια της τότε ΕΑΣ καίγοντας μεγάλο αριθμό αστικών λεωφορείων. Φυσικά θα ήταν αστεία και μόνο η σκέψη να κατηγορήσει κανείς τον ΕΛΑ για υφέρποντα ελιτισμό.
Το παραπάνω παράδειγμα φυσικά και δεν σημαίνει ότι επειδή μια στόχευση είναι κοινή τα υποκείμενα και οι οπτικές τους ταυτίζονται. Κάθε άλλο. Ο πλουραλισμός όμως των διαφορετικών σκεπτικών που από εποχή σε εποχή επιλέγουν να πλήξουν κοινούς στόχους, μεταθέτει το πεδίο της κριτικής από το επίδικο της ίδιας της στόχευσης αυτής καθεαυτής στο ζήτημα της ποιότητας του λόγου που συνοδεύει τέτοιου τύπου ενέργειες. Τώρα ασφαλώς αν το ζήτημα είναι ότι τέτοιες ενέργειες χάνονται κάτω από το πέπλο της πολιτικής ανωνυμίας θα μπορούσα κι εγώ να σταθώ κριτικά καθώς θεωρώ προβληματική αυτή τη λογική ( όχι εχθρική ωστόσο) γιατί εκτός των άλλων δίνει και λαβές στους επικριτές τέτοιων επιθέσεων να εξαπολύσουν λάσπη με πολιτικό επικάλυμμα. Είναι δε ακόμα πιο προβληματική αυτού του είδους η ανωνυμία όταν τα ίδια τα δρώντα υποκείμενα αρνούνται – άγνωστο για ποιους λόγους- να δώσουν ένα πολιτικό περιεχόμενο στις πράξεις τους, καθώς αυτό δείχνει μια ηθελημένη αποχή από την πολιτική ζύμωση και επικοινωνία σκεπτικών. Φυσικά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η κριτική δεν στρέφεται στο πολιτικό και ηθικό υπόβαθρο τέτοιων επιθέσεων γενικά αλλά εναντίον στη συχνή τους επανάληψη στην περιοχή των Εξαρχείων. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς σε αυτό. Ακόμα κι αν ίσχυε κάτι τέτοιο μπαίνει ένα τεράστιο ερωτηματικό στο γιατί δε γίνεται ορατός αυτός ο διαχωρισμός ώστε να μη μπορεί ακόμα κι ο πλέον κακόβουλος να βρει πατήματα και δεύτερον μπαίνει ένα ακόμα μεγαλύτερο ερωτηματικό στο πότε απέκτησαν τα Εξάρχεια επιτροπή δεοντολογίας σε ζητήματα πολιτικής στόχευσης και γιατί και από ποιους νομιμοποιείται μια τέτοια επιτροπή να εκδίδει εγκυκλίους περί κοινωνικής αντιβίας; (από τους κατοίκους πάντως σίγουρα όχι. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε εξάλλου και τη συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων στα κοινά κάτι που προφανώς δε συμβαίνει ). Ποιος λοιπόν αποφάσισε ότι τα λεωφορεία και γενικά τα ΜΜΜ πρέπει να καίγονται μόνο εκτός Εξαρχείων και μόνο ως οδοφράγματα κατά τη διάρκεια γενικευμένων συγκρούσεων και μέχρι που είναι διατεθειμένος να φτάσει αυτός ο κάποιος προκειμένουν να εξασφαλίσει την υπακοή και τη συμμόρφωση στη «γραμμή» του;

Ας μη γελιόμαστε όμως. Φυσικά και η όλη πολεμική δεν εξαντλείται ούτε στο ζήτημα της πολιτικής ανωνυμίας κι ούτε και στον ενδημικό χαρακτήρα του φαινομένου, αντίθετα το ξεπερνάει κατά πολύ. Αυτό που στην ουσία είναι το διακύβευμα, ( κι αν υπήρχε το παραμικρό ίχνος πολιτικής εντιμότητας στην κριτική αυτή θα έπρεπε να γίνει παραδεκτό) είναι η μόνιμη πολιτική ατζέντα κάποιων για το “τι θα πει ο κόσμος”. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που δεν έχει ακουστεί κανένα σοβαρό πολιτικό επιχείρημα μέχρι στιγμής που να μπορεί να αναιρέσει την αξία τέτοιων στοχοθεσιών παρά μόνο κάτι ψελλίσματα περί ταλαιπωρίας του κόσμου που θυμίζουν, έστω και αντανακλαστικά, το χειρότερο είδος κοινωνικού αυτοματισμού που προωθούν τα ΜΜΕ και επίσημες πολιτικές φωνές κάθε φορά που γίνεται κάτι που με οποιοδήποτε τρόπο “προκαλεί ταλαιπωρία στο κόσμο”, και συγκεκριμένα αυτών που προσπαθούν “να κάνουν απλώς τη δουλειά τους”.
Είναι γεγονός όμως ότι ένα μεγάλο κομμάτι της στρατηγικής όλων των κοινωνικών κινητοποιήσεων, πέρα από την προπαγάνδιση των θέσεων- αιτημάτων τους, είναι και η άσκηση πολιτικής πίεσης μέσα από την πρόκληση κοινωνικών βραχυκυκλωμάτων, οι παράπλευρες συνέπειες των οποίων είναι πάντα η ταλαιπωρία κάποιων, καθώς πάντα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό θα υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που θα επηρεαστούν. Κάθε φορά λοιπόν που γίνονται μαθητικές/ φοιτητικές καταλήψεις, κάθε φορά που διαδηλωτές κλείνουν τους δρόμους, κάθε φορά που τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, οι εθνικές οδοί μπλοκάρουν εξαιτίας μπλόκων ή απεργιών, κάθε φορά που γειτονιές μετατρέπονται σε “υγειονομικές βόμβες” εξαιτίας απεργών στο τομέα της καθαριότητας, κάθε φορά που τα νοικοκυριά μένουν χωρίς ρεύμα επειδή οι απεργοί κατεβάζουν τους διακόπτες της ΔΕΗ, κάθε φορά που οι ρυθμοί της πόλης πέφτουν εξαιτίας απεργιών στα ΜΜΜ, και γενικώς κάθε φορά που συμβαίνει οτιδήποτε από όλα αυτά (κι ίσως κι άλλα που να μου διαφεύγουν), υπάρχουν κάποιοι που ταλαιπωρούνται. Κάποιοι που θα χάσουν τα μαθήματα τους , κάποιοι που θα χάσουν κάποιο δρομολόγιο ή κάποιο προγραμματισμένο ταξίδι, κάποιοι που θα ταλαιπωρηθούν σε ένα μποτιλιάρισμα, κάποιοι που θα υποστούν την δυσωδία των σκουπιδιών έξω από τα σπίτια τους, κάποιοι που θα αργήσουν να πάνε στη δουλειά τους ή ίσως δεν καταφέρουν καθόλου να πάνε. Κι όλα αυτά γιατί το κοινωνικό πεδίο είναι διαρθρωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε πάντοτε όταν ένας αγώνας μπαίνει σε κίνηση και τροχιά να βραχυκυκλώνει κάτι στον κοινωνικό ιστό και κάποιοι να καταλήγουν να ταλαιπωρηθούν γιατί διαταράσσεται η κανονικότητα και το πρόγραμμα τους. Και πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η καθεστωτική προπαγάνδα μέσω των ΜΜΕ μιλάει για αντικοινωνικές συμπεριφορές συντεχνιών και συνδικαλιστικών μειοψηφιών που βάζουν τα συμφέροντα τους πάνω από τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Και κάπως έτσι νομιμοποιούνται οι επιστρατεύσεις απεργών , η διάλυση και καταστολή συγκεντρώσεων ( που συν τοις άλλοις πλήττουν και το εμπόριο), το σπάσιμο καταλήψεων από αγανακτισμένους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων. Κάπως έτσι συντεχνιακές και κλαδικές ομάδες στρέφονται η μία στην άλλη (όπως προσφάτως είδαμε στην περίπτωση αγροτών ενάντια στην ομοσπονδία ναυτικών ή παλιότερα φορτηγατζήδων εναντίον αγροτών κτλ) και κάπως έτσι καταλαβαίνουμε τελικά ποιος είναι ο πραγματικός κοινωνικός κανιβαλισμός. Και προφανώς όσοι αντιδρούν σε κάθε τέτοια περίπτωση δεν είναι απαραιτήτως «νεοφιλλελέδες» η «μέτωπο της αντίδρασης», αντίθετα συχνά είναι «απλοί άνθρωποι» που θέλουν «να κάνουν απλώς τη δουλειά τους» αδιαφορώντας για τους αγώνες και τα αιτήματα κάποιων άλλων. Ακούγεται άσχημο και είναι λογικό να αρνείται κανείς αυτήν την πραγματικότητα χτίζοντας ένα δικό του φαντασιακό στο οποίο η κοινωνική βάση και η «λαϊκή ψυχή» παρόλες τις ταλαιπωρίες που υφίσταται αναγνωρίζει το δίκιο των αγώνων και συντάσσεται ηθικά μαζί τους, αλλά στον πραγματικό κόσμο μόνο αυτό δε συμβαίνει. Για την ακρίβεια συμβαίνει το αντίθετο.
Ποια είναι λοιπόν η διαφορά όλων των παραπάνω σε σχέση με τις συνέπειες που προκαλούνται ή που ίσως προκληθούν από επιθέσεις σε ΜΜΜ; Γιατί τόση σπουδή στη πολεμική και στην καταδίκη τους; Σε ποιο ακροατήριο τελικώς απευθύνονται ή νομίζουν πως απευθύνονται κάποιοι; Αλήθεια αυτή είναι η “πλατιά επαναστατική πολιτική ζύμωση μέσα στη μάζα” που οραματίζονται μερικοί; Η διέγερση των πιο ταπεινών αντιδραστικών λαϊκών ενστίκτων; Αν είναι έτσι πάντως τα καταφέρνουν αρκετά καλά δεν είναι κάτι δύσκολο αυτό, η αντιδραστική ρητορική εξάλλου έχει γίνει επιστήμη εδώ και δεκαετίες χωρίς τη δική τους βοήθεια. Αν δεν επιθυμούν αυτό ωστόσο, θα πρέπει να προβληματιστούν διότι με τέτοιου τύπου επιχειρήματα αυτό ακριβώς πετυχαίνουν. Εκτός βέβαια και αν “οι σταγόνες και τα ρυάκια της λαϊκής οργής” εμποδίζονται στο να γίνουν ποτάμι εξαιτίας των καμένων λεωφορείων. Μπορεί βέβαια η απάντηση να βρίσκεται και στο ότι τέτοιες πρακτικές θα ήταν ίσως ικανές να σπάσουν το μονοπώλιο διαχείρισης της δημόσιας εικόνας του χώρου ή του κινήματος, αν υποθέσουμε βέβαια ότι υπάρχουν κάποιοι που ( είτε λόγω προσωπικών φιλοδοξιών είτε λόγω προγραμματισμένων θέσεων ) το διεκδικούν για τον εαυτό τους. Θα χαιρόμουν ξανά ιδιαίτερα αν αυτό αποτελούσε μια απλή υπόθεση εργασίας, πολύ φοβάμαι ωστόσο ότι μάλλον δεν είναι. Και πολύ φοβάμαι πως όταν υπάρχουν τέτοιου τύπου φιλοδοξίες και προγραμματικές θέσεις όλα επιτρέπονται τελικά. Σε μια τέτοια υποθετική περίπτωση φυσικά θα παρατηρούσαμε μια απίστευτα μεγάλη συγκέντρωση οξύμωρων σχήματων δεδόμενου ότι υποτίθεται πως μια τέτοια αντίληψη δε συνάδει με την εν γένει επαναστατική ηθική που επικαλούνται κάποιοι επικριτές του «αμοραλισμού».
Πέρα από όλα αυτά όμως, πίσω από την τόσο σκληρή πολεμική απέναντι σε τέτοιες επιθέσεις κρύβεται ίσως και μια (ηθελήμενη;) μερική άγνοια για κάποιες από τις ιστορικές διεργασίες διαμόρφωσης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Αλήθεια δεν υπήρξε κάποτε το ιστορικό φαινόμενο της Βιομηχανικής Επανάστασης που αποτέλεσε την μήτρα του σύγχρονου Βιομηχανικού καπιταλισμού (πολύ πριν την έκρηξη του χρηματηστηριακού και χρηματοπιστωτικού τομέα) στη σκληρότατη και ανελέητη μορφή του όπως τον γνωρίζουμε σήμερα; Μήπως δεν ήταν η εκρηκτική άνθιση του τομέα των μετακινήσεων που άλλαξε τελείως την μορφή του εμπορίου διευρύνοντας το με εντελώς άλλους ρυθμούς πολύ πιο δραστικούς; Μήπως αυτό δεν είχε ως συνέπεια τις αλλαγές συσχετισμών στις διεθνείς αγορές και τις συναλλαγματικές σχέσεις της εποχής που καθόρισαν αργότερα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές των καπιταλιστικών μεγάλων δυνάμεων; Μήπως η ανάπτυξη του τομέα των μετακινήσεων δεν υπήρξε ως ένα μεγάλο βαθμό συντελεστής των νέων παραγωγικών δυνάμεων εντός αστικών κέντρων, ειδικά στη σύγχρονη εποχή που λόγω της υπέρμετρης αστικοποίησης έχουν πολλαπλασιαστεί σε μέγεθος; Μήπως οι μετακινήσεις δεν υπήρξαν ο παρανομαστής ενός ολόκληρου σύγχρονου τομέα της οικονομίας που ονομάζεται βιομηχανικός τουρισμός και αποφέρει τεράστια συσσώρευση κεφαλαίων στις παγκόσμιες κιόλας αγορές; Στις ημέρες μας οι αστικοί χάρτες των μητροπόλεων είναι γεμάτοι από άπειρες κουκίδες που αντιπροσωπεύουν κάτεργα μισθωτής σκλαβιάς και ναούς κατανάλωσης και σε αυτόν τον χάρτη τα ΜΜΜ δεν είναι παρά εκείνες οι ευθείες γραμμές που συνδέουν αυτές τις κουκίδες μεταξύ τους, κάτι φυσικά που εξηγείται καθώς αυτή είναι η μόνη αποστολή τους ως οργανικό κομμάτι της πόλης εργοστασίου. Γιατί μήπως είναι ψέμα ότι για τον καπιταλισμό οι άνθρωποι λογίζονται μόνο ως εμπορεύματα με εργατική και αγοραστική δύναμη; Είναι φυσικό επόμενο λοιπόν πως τα ΜΜΜ υπάρχουν ΜΟΝΟ για να εξυπηρετούν την μετακίνηση των ανθρώπων-εμπορευμάτων ώστε να εντατικοποιούνται οι ρυθμοί παραγωγής και κατανάλωσης, και έτσι να αυξάνεται και η αντίστοιχη συσσώρευση κέρδους υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος των από τα κάτω. Μάλιστα, η απληστία του εκμεταλλευτικού συστήματος φροντίζει ώστε να βγάζει κέρδος και από τις μετακινήσεις αυτές καθεαυτές κοστολογώντας τις υπηρεσίες τους και θέτοντας πολλαπλάσια πρόστιμα για τους παραβάτες και προσλαμβάνοντας ρουφιάνους που για λογαριασμό της εργοδοσίας κόβουν πρόστιμα, εξευτελίζουν, τραμπουκίζουν, βιαιοπραγούν και ενίοτε δολοφονούν, επειδή κάπως πρέπει και αυτοί “να κάνουν απλά την δουλειά τους”.
Δεν έχω κάποια ψευδαίσθηση φυσικά ότι μεταξύ ανθρώπων τόσο προκατειλημμένων τα όσα γράφω μπορούν να γεννήσουν τον οποιονδήποτε υγιή προβληματισμό. Είμαι μάλλον σίγουρος κιόλας ότι διαβάζοντας αυτές τις γραμμές ένα κοροϊδευτικό χαμογέλο χαράζει το πρόσωπο τους και το πρώτο πράγμα που θα θελήσουν να κάνουν είναι να ειρωνευτούν: “Δηλαδή με τα καμμένα λεωφορεία χτυπιέται ο καπιταλισμός;” Είναι τόσο σίγουροι για την αλήθεια τους και για την απολυτότητα των επιχειρημάτων τους ώστε να τυφλώνονται και να μη μπορούν να δουν μια όντως αντικειμενική αλήθεια. Πράγματι ο εμπρησμός ενός λεωφορείου έτσι ξεκομμένα δεν χτυπάει προφανώς από μόνος του, ( τουλάχιστον όχι σε ένα επίπεδο που η ζημιά δε θα είναι απορροφήσιμη) ούτε την εξουσία, ούτε και την οικονομική της διάρθρωση. Όπως ισχύει όμως και για έναν μεμονωμένο εμπρησμό τράπεζας, υπουργείου, αστυνομικού τμήματος κτλ. Αυτό μάλιστα είναι και το βασικό επιχείρημα όσων είναι εναντίον όλων αυτών των επιθέσεων γενικά, ότι δηλαδή από μόνες τους δεν πλήττουν το καθεστώς και άρα καθίστανται ατελέσφορες. Ο πυρήνας αυτής της κριτικής είναι προβληματικός καθώς είναι ο ίδιος πυρήνας επιχειρημάτων που ακόμα και στις πολιτικές εκτελέσεις στέκεται κριτικά διότι “ουδείς αναντικατάστατος”. Που μας οδηγεί λοιπόν αυτός ο τρόπος σκέψης; Αντίθετα, γιατί δεν μπορούμε να δεχτούμε πως ναι μεν την διαφορά προφανώς και την κάνει η μέγιστη δυνατή διάχυση και οικειοποίηση των επιθετικών πρακτικών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όταν συμβαίνουν αποσπασματικά χάνουν την αξία τους; Δεν είναι ούτε ένας αιώνας από τότε που ο αναρχοκομμουνιστής Λουίτζι Γκαλεάνι θα έγραφε υπερασπιζόμενος την ατομική τρομοκρατία » Καμιά πράξη εξέγερσης δεν είναι άχρηστη, καμιά πράξη εξέγερσης δεν είναι βλαβερή». Αν μπορούσαμε τώρα να φανταστούμε την υιοθέτηση μιας στρατηγικής επιθέσεων τόσο στα ΜΜΜ όσο και στο γενικότερο δίκτυο μεταφορών και τουρισμού σε ένα πολύ μεγαλύτερο επίπεδο το οποίο μάλιστα θα συνόδευε και ο αντίστοιχος πολιτικός λόγος, τότε ίσως και να είχαμε μια όντως σημαντική ζημία μη απορροφήσιμη, σε σημαντικά σημεία μάλιστα της οικονομίας.
Φυσικά για όσους δεν αντιλαμβάνονται τη ζωή μονάχα με οικονομικούς όρους, και δε μιλάνε μόνο τη γλώσσα των οικονομικών αφηγημάτων ( όχι γιατί δε μπορούν αλλά γιατί επιλέγουν να μην το κάνουν) υπάρχει και το καθαρά προσωπικό βίωμα του καθενός και της καθεμίας μας που αποκτάμε οι ίδιοι καθημερινά, ζώντας μέσα στη σκατίλα της εξουσιαστικής-εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Διότι ούτε εξωγήινοι είμαστε, ούτε ζούμε στις βουνοκορφές μας ( αυτές που ειρωνικά αποκαλούνται και βουνοκορφές της άρνησης), μακριά από τις υλικές συνθήκες ζωής αυτού του σάπιου κόσμου. Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε κι εδώ συνεχίζουμε να ζούμε αναπνέοντας καθημερινά τη δυσωδία του σύγχρονου πολιτισμού.Τις συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης καθώς και τη γενικότερη ασφυκτική παρουσία της Εξουσίας τη βιώνουμε κι εμείς οι ίδιοι καθώς δεν αιθεροβατούμε πάνω από τα κεφάλια όλων των υπόλοιπων εκμεταλευόμενων και εξουσιαζόμενων ανθρώπων αλλά ζούμε μαζί τους και ανάμεσα τους. Έχουμε λοιπόν κάθε φυσικό δικαίωμα να οργιζόμαστε, να μισούμε, να εξεγειρόμαστε και να επιτεθόμαστε σε οτιδήποτε νοιώθουμε πως εγκλωβίζει και καταπιέζει τις ζωές μας, χωρίς να πρέπει να δίνουμε λογαριασμό σε αυτόκλητους θεματοφύλακες της κοινωνικής αντιβίας (κι ας μη διαμαρτυρηθούν για την οξύτητα των χαρακτηρισμών μιας κι ούτε κι η άλλη πλευρά είναι φειδωλή στους χαρακτηρισμούς όταν νιώθει την ανάγκη να διαφωνήσει αφορίζοντας) . Για μας λοιπόν τα ΜΜΜ δεν είναι τίποτα περισσότερο από κλούβες μεταγωγής ανθρώπων-σκλάβων που εκτελούν ένα πρόγραμμα μεταφοράς από το σπίτι στο κάτεργο και από το κάτεργο στους χώρους κατανάλωσης, κι από εκεί ξανά πάλι στο σπίτι για ξεκούραση μέχρι να έρθει η επόμενη ημέρα και η επόμενη και η επόμενη και μέχρι αυτό το καθημερινό ανελέητο πήγαινε-έλα να γίνει ξαφνικά ολόκληρη η ζωή μας που ξοδεύεται σε προγραμματισμένα δρομολόγια, στάσεις λεωφορείων, χώρους μισθωτής σκλαβιάς και εμπορευματοποιημένες ζώνες διασκέδασης και κατανάλωσης.

Αλήθεια, εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, μέσα σε όλο αυτό το γαϊτανάκι εξόντωσης της προσωπικότητας σου, της εκμετάλλευσης και της καταλήστευσης σου, μέσα στην καθημερινή ψυχοφθόρα αγωνία να μην πέσεις πάνω στους ρουφιάνους, μην σου κόψουν πρόστιμο, μη σε σύρουν στο τμήμα για ταυτοποίηση ενώ οι υπόλοιποι επιβάτες γνέφουν και μουρμουρίζουν υποτιμητικά σχόλια για σένα, μέσα στο διαρκές άγχος μην χρειαστεί να πηδήξεις ή ακόμα χειρότερα να σε σπρώξουν από κάποιο λεωφορείο εν κινήσει και σκοτωθείς, το χειρότερο που θα μπορούσε να σου συμβεί είναι να χάσεις ένα γαμημένο δρομολόγιο επειδή κάποιοι έκαψαν ένα λεωφορείο;

Για όσους δεν πάσχουμε όμως από κάποιου είδους ιδεολογικό ιδρυματισμό ώστε εγκλωβισμένοι μέσα στην ιδεολογική μας φούσκα να νομίζουμε πως τα πάντα κινούνται βάση των θεωρητικών σχημάτων που έχουμε εμείς στο κεφάλι μας, είναι αυτονόητο πως ο καθορισμός μια πράξης ως κοινωνικής ή αντικοινωνικής δεν συμβαίνει από τα υποκείμενα που τη φέρουν εις πέρας αλλά από την γνώμη της κοινωνικής πλειοψηφείας η οποία και σ’ ένα μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται και από την καθεστωτική προπαγάνδα. Έτσι συχνά δεν έχει σημασία η πρόθεση των δραστών αλλά η γνώμη του κοινού. Αν για παράδειγμα μια ανατίναξη τράπεζας θεωρείται κατά την κοινή γνώμη κατακριτέα πράξη βιας τότε η ενέργεια δύναται να έχει αντικοινωνικό χαρακτήρα ανεξάρτητα από το αν η προκήρυξη που τη συνοδεύει έχει μαρξιστική, αναρχοκομμουνιστική ή αναρχομηδενιστική ανάλυση. Τουλάχιστον οι πολέμιοι της ένοπλης βίας αυτά τα έχουν λήξει στο μεταξύ τους και θεωρούν κάθε ενέργεια που δεν τυγχάνει κοινωνικής αποδοχής κι ως αντικοινωνική. Θυμίζω ενδεικτικά την υστερία καταγγελιομανίας που επικράτησε μετά την εκτέλεση των δυο νεοναζί στο Νέο Ηράκλειο όπου ένας σεβαστός αριθμός συλλογικοτήτων και στεκιών με «πρόσωπο στην κοινωνία» καταδίκασαν ομόθυμα την ενέργεια ως εχθρική για τις αξίες και τα ιδανικά του κινήματος. Η ευκολία με την οποία επιδόθηκαν σε αυτό το κρεσέντο λεκτικής βίας και προσβλητικών υπερβολών εναντίον τόσο της ίδιας της ενέργειας όσο και των ανθρώπων που βρίσκονταν από πίσω οφείλεται στο γεγονός ότι αρκεί να είναι μια συλλογικότητα χρόνια στο κίνημα και να έχει «κοινωνικό πρόσωπο» ώστε να ξεπλένεται αυτομάτως οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά όπως ήταν αυτή των δημόσιων καταδικαστικών κειμένων του 2013. Πόνταραν βέβαια στο γεγονός ότι η οργάνωση θα ήταν του μηδενιστικού χώρου επομένως η αντιένοπλη υστερία τους θα μεταμφιεζόταν σε έναν εύκολο αντιμηδενισμό που ήταν και της μόδας τότε. Ωστόσο όταν διαψεύστηκαν από την ανάληψη ευθύνης απολογήθηκαν ποτέ; Ζήτησαν ποτέ ένα συγνώμη; Προέβησαν σε κάποια αυτοκριτική; Όχι βέβαια που καιρός για τέτοια. Εξάλλου δεν άλλαξε κάτι για όλους αυτούς αν η ΜΛΕΔ δεν ήταν τελικά μια μηδενιστική οργάνωση καθώς το πραγματικό τους ζήτημα ήταν η ενέργεια αυτή καθεαυτή την οποία ίσως να θεωρούν ακόμα και σήμερα αντικοινωνική. Βλέπει κανείς λοιπόν πως ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι σκέψης μπορεί να καταλήξουμε να διαπιστώσουμε,αν αφουγκραστούμε την κοινωνική πλειοψηφία, ότι πολλά πράγματα που συμβαίνουν ίσως τελικώς έχουν αντικοινωνικό χαρακτήρα : το ξήλωμα ακυρωτικών μηχανημάτων στα ΜΜΜ , ο ξυλοδαρμός ελεγκτών,η στοχοποίηση σπιτιών προέδρων δημόσιων οργανισμών, οι εκτελέσεις εμπόρων ναρκωτικών και ποιος ξέρει τι άλλο. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι εξαιρετικά προβληματικός καθώς ο φετιχισμός της κοινωνικής αποδοχής μπορεί τελικώς να καταλήξει αντί «να φέρει τον κόσμο με το μέρος μας» να πάει εμάς με το μέρος του κόσμου. Μόνο που το μέρος του κόσμου είναι η δυστοπία της εξουσιαστικής κοινωνίας.

Τέλος, και για να ολοκληρώσω αυτή τη συνολική τοποθέτηση, που ήδη θα έχει κουράσει πολύ τα μάτια όσων την διαβάζουν, αφήνω αυτή εδώ την σκέψη και τον προβληματισμό. Ζούμε σε μια εποχή όπου αυτά που προσδιορίζονται ως διαρκή εγκλήματα της εξουσίας συμβαίνουν παντού γύρω μας σε τέτοια πλέον κλίμακα και έκταση που οι ειδήσεις φρίκης και βαρβαρότητας μας βομβαρδίζουν ανά πάσα στιγμή. Κι όμως και αυτό που κι ο κομμουνιστής Γκράμσι περιέγραψε ως κοινωνική αδιαφορία, αυτή η αβουλία που είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας, που δρα παθητικά αλλά δρα, και που μάλιστα στο σήμερα διαμορφώνει και ενισχύει και τους σύγχρονους συσχετισμούς για την έλευση νέων ολοκληρωτισμών, έχει φτάσει σε άλλο επίπεδο. Αυτή η αδιαφορία έχει γίνει ιδεολογία και οι φορείς της είναι ικανοί ακόμα και να διεκδικήσουν να βγουν ενεργητικά στο προσκήνιο της ιστορίας για να υπερασπιστούν το δικαίωμα τους στην παθητικότητα. Σε αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες η διατάραξη της κανονικότητας των υπηκόων με τρόπο μάλιστα που να τους κάνει μάρτυρες αναπαραστάσεων πολέμου, ίσως είναι κάτι περισσότερο από μια απλή πρόταση δράσης. Ίσως είναι μια επιτακτική πλέον στρατηγική δράσης ώστε να τεθεί αυτό το έκτρωμα που λέγεται κοινωνική ουδετερότητα στη Γκιλοτίνα. Κι αν είναι να ταλαιπωρηθεί και λίγο αυτό το υποκείμενο , που οι κατά τα άλλα αναθεματιστές του ελιτισμού, προσδιορίζουν ως “απλοί άνθρωποι” δεν πειράζει. Σε αυτόν τον κόσμο συμβαίνουν πολύ χειρότερα πράγματα ακριβώς λόγω της αδιαφορίας αυτών των “απλών ανθρώπων”. Κι ίσως πρέπει να τους κάνουμε να νιώσουν έστω και το ελάχιστο της ατομικής ευθύνης που αναλογεί στον καθένα και την καθεμία ξεχωριστά που νομίζουν ότι κρυπτόμενοι στο πλήθος, αυτή η ευθύνη για την αδιαφορία τους χάνεται και εξανεμίζεται. Γιατί υπάρχουν παιδιά που χάνουν τα μαθήματα τους επειδή πνίγονται στη θάλασσα προσπαθώντας να φτάσουν σε μια ξένη ακτή, υπάρχουν οικογένειες που δεν επηρεάζονται από τις απεργίες της ΔΕΗ γιατί ζεσταίνονται με γκαζοφιάλες σε σκηνές κι είναι τυχερές αν βγάλουν τη νύχτα δίχως να καούν ζωντανές, υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανησυχούν για το αν θα μπορέσουν να επιστρέψουν σπίτι τους μετά τη δουλειά γιατί ίσως ανατινάχτηκαν εν ώρα εργασίας στο υπόγειο κάποιου ταχυφαγείου, υπάρχουν επιβάτες λεωφορείων που δεν αγχώνονται μήπως χάσουν το δρομολόγιο τους λόγω κάποιων «κοινωνικών κανιβάλων» επειδή δολοφονήθηκαν από ελεγκτές για ένα εισιτήριο. Υπάρχουν αυτές κι άλλες τόσες συγκλονιστικές ιστορίες φρίκης όπου πάντα φυσικός και ηθικός αυτουργός είναι η Εξουσία. Μα πάνω από όλα υπάρχει απλωμένη και διάχυτη μια εκκωφαντική κοινωνική σιωπή για όλα αυτά. Μήπως λοιπόν έχει έρθει η ώρα αυτό το» η Σιωπή είναι Συνενοχή» να βρει την υλική του αποτύπωση μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα;

Υ.Γ: Η ανάληψη ευθύνης για ψεύτικα προειδοποιητικά τηλεφωνήματα, ανεξάρτητα από το που αυτά αποσκοπούν, ξεπλένει πολιτικά μια πρακτική που εκ των πραγμάτων συμβάλει στην απαξίωση των προειδοποιητικών τηλεφωνημάτων που πραγματοποιούν ομάδες αντάρτικου πόλης για συγκεκριμένους λόγους. Μόνο όποιος έχει βρεθεί στη θέση εκείνου που τηλεφωνεί για την ύπαρξη ενός εκρηκτικού μηχανισμού με σκοπό την εκκένωση ενός μέρους γνωρίζει την ένταση της αγωνίας και του άγχους για το αν θα γίνει πιστευτός και για αυτό εκείνη την ώρα η αίσθηση ευθύνης που νιώθει πάνω του είναι τεράστια γιατί διακυβεύονται ζωές ανθρώπων που ίσως δεν έχουν καμιά σχέση με το στόχο επίθεσης.

Στο παρελθόν τηλεφωνητές έχει τύχει να κατεβάσουν ακουστικά, υπάλληλοι να αρνηθούν να εγκαταλείψουν μια υπηρεσία, κάποιο μέσο ενημέρωσης να μην καλέσει την Αστυνομία, κι όλα αυτά επειδή οι φάρσες για προειδοποιητικά τηλεφωνήματα είναι ρουτίνα. Είναι φοβερά προβληματικό επομένως να δίνεται το οποιοδήποτε πολιτικό περιεχόμενο σε τέτοιες φάρσες.

Σε κάθε περίπτωση αυτό δεν πρέπει να προκαλεί οπισθοχώρηση στην κριτική που αισθάνεται ο καθένας και η καθεμία ότι θέλει να κάνει όταν κρίνει ότι απαιτείται, υπό τον φόβο να μην ταυτιστεί «ύπουλα» με τέτοιες φάρσες, αν και είναι αναμενόμενο μάλλον τέτοιου είδους φάρσες να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον ως πολιτική ασπίδα για την αποκρούση τυχών μελλοντικών κριτικών.

Παναγιώτης Αργυρού , μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς- FAI/IRF

Αλληλεγγύη : Ρωγμή στον Σκλαβωμένο Χρόνο.

181789-pirines

Είναι πολλές οι φορές εκείνες που έρχεται, με το διθυραμβικό ύφος του νικητή, η σκληρή επίγνωση της αδυναμίας μας να εκφραστούμε όπως θα θέλαμε να μας σφίξει την καρδιά. Ανέκαθεν μας εκνεύριζε  να περιορίζουμε την εκδήλωση των επιθυμιών μας, πόσο μάλλον να τις παγιδεύουμε απλά με μελάνι σε ένα κομμάτι χαρτί, μεταμορφώνοντας τις σε λέξεις που επαναλαμβάνονται τόσο συχνά, ώστε η δύναμη τους να ξεψυχά υπό το βάρος αυτής της σχεδόν τυπικής επαναληψιμότητας. Υπάρχουν όμως λέξεις, που όσο κι αν φθείρονται από τη συχνή τους χρήση, εξακολουθούν να ακτινοβολούν από τη λάμψη που τους προσδίδει η  συντροφικότητα. Λέξεις που δίνουν δύναμη, που χαρίζουν χαμόγελα, που σπάνε τη φυλακισμένη μοναξιά.
Λέξεις όπως η αλληλεγγύη.

Θα προτιμούσαμε φυσικά χίλιες φορές τούτες τις λέξεις να τις συνόδευε το ζωτικό σθένος μια δράσης, μιας επίθεσης, η ένταση μιας φωτιάς στο σκοτάδι, ο ήχος μιας έκρηξης, το στριφογύρισμα μιας σφαίρας στη θαλάμη. Κι αν όμως η γκρίζα πραγματικότητα της αιχμαλωσίας μας στερεί παρόμοιες επιλογές και δυνατότητες, θέλουμε να ελπίζουμε τουλάχιστον πως η θέρμη των λόγων μας θα μεταδώσει λίγη από τη δύναμη των συναισθημάτων μας ώστε να νιώσουν τα επίσης φυλακισμένα αδέρφια μας στο εξωτερικό το σθένος της αλληλεγγύης που αισθανόμαστε απέναντι τους.

Γράφουμε λοιπόν για τους αναρχικούς αδερφούς και αδερφές μας στη Χιλή που κρατούνται όμηροι της δικαιοσύνης κατηγορούμενοι για την εμπρηστική επίθεση σε τμήμα ερευνών της αστυνομίας το Νοέμβρη του 2014 -γνωστής κι ως υπόθεση PDI- η εκδίκαση της οποίας αναμένεται να  ξεκινήσει  μετά από  κι άλλη αναβολή στις 28/11. Maria, Natalia, Amaru, και Felipe η σκέψη μας είναι μαζί σας και σας ευχόμαστε μέσα από την καρδιά μας δύναμη κατά τη διάρκεια της δίκης σας. Ελπίζουμε οι άσχημες μέρες της αιχμαλωσίας σας να είναι σύντομα ένα δυσάρεστο παρελθόν που αφήνετε πίσω σας.

Γράφουμε επίσης και για τους Ιταλούς αναρχικούς αδερφούς και αδερφές μας που συνελήφθησαν και διώκονται στα πλαίσια της επιχείρησης Scripta Manent και ιδιαίτερα για το σύντροφο και μέλος της FAI-Πυρήνας Όλγα, Alfredo καθώς και για τη συντρόφισσα Anna που πρόσφατα βγήκαν νικητές στον αγώνα που έδωσαν για να σπάσουν τις ειδικές συνθήκες απομόνωσης που τους είχαν επιβληθεί. Έναν αγώνα με ενέχυρο και οδόφραγμα τα ίδια τους τα κορμιά, καθώς ρίσκαραν με απεργία πείνας τις ζωές τους. Θέλουμε να τους εκφράσουμε ολόψυχα την χαρά μας για αυτή τους τη νίκη που όσο κι αν φαίνεται μικρή σε κάποιους, σε μας που έχουμε δοκιμαστεί στο παρελθόν με παρόμοιες επιλογές η σημασία της είναι τεράστια. Τέτοιες νίκες εξάλλου όσο κι αν αποτελούν κουκκίδες στον χάρτη της συνολικής απελευθερωτικής οπτικής για έναν κρατούμενο δεν παύουν να αποτελούν ταυτόχρονα και “ανάσες ελευθερίας” σε ένα έτσι κι αλλιώς ασφυκτικό περιβάλλον.

Μέσα λοιπόν από τα δικά μας κελιά στέλνουμε αυτό το σινιάλο αλληλεγγύης, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι σε όλους τους συντρόφους και συντρόφισσες που υπομένουν, λόγω της θέσης που πήραν στον πόλεμο απέναντι στην Κυριαρχία, το βασανιστήριο της αιχμαλωσίας. Γνωρίζουμε πλέον και βιωματικά πως όταν η αλληλεγγύη είναι αυθεντική και γνήσια, δραπετεύει απ’ το άψυχο χαρτί, για να ταξιδεύσει χιλιάδες χιλιόμετρα, να διαπεράσει περιφράξεις και τείχη και να ζεστάνει τις καρδιές των αιχμαλώτων στη σκέψη και μόνο ότι δεν είναι μόνοι τους. Ότι κάποιος άλλος, κοντά η μακριά, τους σκέφτεται, ανησυχεί για εκείνους, και νιώθει τις πράξεις που είτε τεχνηέντως τους αποδίδονται είτε περήφανα τις αναλαμβάνουν ως κομμάτι της συνολικότερης γεωγραφίας του αναρχικού αγώνα ενάντια σε κάθε εξουσία. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να γεμίσει δύναμη έναν πολιτικό αιχμάλωτο, να του χαρίσει ψυχική ανάταση και να ενισχύει την ανθεκτικότητα του. Έτσι μονάχα εκπληρώνει η αλληλεγγύη τον στόχο της που δεν είναι άλλος από το να αποτελεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ρωγμή στον σκλαβωμένο χρόνο.

Τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF
Μιχάλης Νικολόπουλος
Χάρης Χατζημιχελάλης
Δαμιανός Μπολάνο
Γιώργος Νικολόπουλος
Παναγιώτης Αργυρού
Θεόφιλος Μαυρόπουλος

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – Σχέδιο Νέμεσις – Πώς και γιατί χτυπήσαμε την εισαγγελέα Γεωργία Τσατάνη

181789-pirines

ΣΧΕΔΙΟ ΝΕΜΕΣΙΣ
[ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ]
i) Ένα κτήνος δίχως καρδιά, με πολλά κεφάλια
Στην Ιταλία, στην ένοπλη εμπειρία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, αναφερόταν συχνά η «επίθεση στην καρδιά του κτήνους/κράτους». Με τη φράση «καρδιά του
κράτους» εννοούσαν την ανώτατη βαθμίδα εξουσίας. Στα πλαίσια αυτής της
αντίληψης, οργανώθηκε μία από τις πιο σημαντικές ενέργειες του αντάρτικου πόλης, η απαγωγή του Aldo Moro.
Έχει όμως η εξουσία καρδιά; Ως αναρχικοί θεωρούμε ότι η εξουσία δεν είναι μόνο κάποιες ισχυρές ελίτ που κινούν τα νήματα απ’ το παρασκήνιο. Η εξουσία είναι επίσης ένα δίχτυ σχέσεων, μέσα στην κοινωνία, που κατεβαίνει ακόμα και στους χώρους της ιδιωτικής μας ζωής (ιεραρχικές σχέσεις, ρατσισμός, πατριαρχία κ.ά.) και φτάνει μέχρι τον πυρήνα των συναισθημάτων μας. Αυτό, όμως, δεν είναι άλλοθι για όσους αρνούνται τον ένοπλο αγώνα, λέγοντας πως «δεν μπορείς να πυροβολήσεις μια κοινωνική σχέση, αλλά πρέπει να την ανατρέψεις εκ των έσω»…
Το γεγονός ότι η εξουσία δεν έχει καρδιά, δεν σημαίνει ότι δεν έχει κεφάλι. Οι
πολιτικοί,
οι πλούσιοι,
οι μεγαλοεκδότες,
οι αξιωματούχοι
του αστυνομικοστρατιωτικού μηχανισμού και οι δικαστές αποτελούν τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς που στέλνουν τη ζωή μας καθημερινά στο απόσπασμα. Αυτοί είναι τα κεφάλια της εξουσίας. Και τα κεφάλια δεν είναι αλεξίσφαιρα.

ii) Η Θέμις έχει… θέμα
Οι δικαστές είναι μία από τις πιο διεφθαρμένες κλίκες της εξουσίας. Πίσω από τα
ανέκφραστα πρόσωπα και τη μεταλλική φωνή που εκφωνούν τις αποφάσεις τους, κρύβονται ανθρωπάκια γεμάτα κόμπλεξ και απωθημένα. Συνήθως οι δικαστές προέρχονται από συντηρητικούς οικογενειακούς κύκλους, από τους οποίους κληρονομούν το δικαστικό αξίωμα. Οι δικαστές ενώ είναι στερημένοι από την πραγματική ζωή, τελικά γίνονται κριτές της ζωής.
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τους φοβισμένους που παίρνουν την εξουσία.
Εκδικούνται όσους δεν διάλεξαν να ζουν φοβισμένοι. Πέρα από τους συμβολισμούς, οι δικαστές παράγουν το δίκιο της εξουσίας. Άθελά του το
ομολόγησε ο σταυροφόρος εναντίον των αναρχικών και πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος με αφορμή το νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες δήλωσε πως «οι δικαστές πρέπει να δικάζουν με βάση το νόμο και το σύνταγμα κι όχι με το τι θέλει η κοινωνία».
Το δίκιο της εξουσίας, λοιπόν, είναι τα μνημόνια, οι περικοπές σε μισθούς και
συντάξεις, οι κατασχέσεις υπέρ των τραπεζών, να κρίνονται νόμιμες και
συνταγματικές, ενώ οι απεργίες και οι συγκεντρώσεις να χαρακτηρίζονται παράνομες και καταχρηστικές. Το δίκιο της εξουσίας είναι να προσφέρει το χάδι του νόμου σε μαφιόζους επιχειρηματίες (π.χ. υπόθεση Κούνεβα 2009), σε “τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις” μπάτσων και στους βασανισμούς κρατουμένων μέχρι θανάτου (υπόθεση Καρέλι 2014), ενώ η μπότα της καταστολής να εκκενώνει καταλήψεις.
Παράλληλα η απληστία των δικαστών, δεν έχει όριο. Ως ιδιοκτήτες της
βιομηχανίας του δίκιου της εξουσίας, διευθύνουν σκάνδαλα, με σκοπό το κέρδος.
Σχεδιάζουν “νόμιμα” σκάνδαλα, όπως η αλαζονεία να νομοθετούν για τον εαυτό
τους, θεσμοθετώντας ειδικό μισθολόγιο μπόνους και φοροαπαλλαγές (μόνο το 2006 το Μισθοδικείο αποφάσισε τον τριπλασιασμό των αποδοχών των προέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων). Οργανώνουν παράνομα σκάνδαλα, μέσω της ύπαρξης παραδικαστικών κυκλωμάτων που ρυθμίζουν το “δίκαιο” ανάλογα με τη χρηματική προσφορά. Πολυτελής κατοικίες δικαστών, κρυφοί τραπεζικοί λογαριασμοί, βαλίτσες με μετρητά που αλλάζουν χέρια σε ανακριτικά γραφεία, είναι το αντίβαρο στη ζυγαριά της “τυφλής” δικαιοσύνης.

iii) Γιατί χτυπήσαμε την Τσατάνη
Εδώ συναντάμε την εισαγγελέα Γ. Τσατάνη. Θρησκόληπτη, με στενές σχέσεις σε
εκκλησιαστικούς κύκλους με “βαθιές τσέπες”, η Τσατάνη είχε μεριμνήσει κι αυτή για τη διευκόλυνση-κουκούλωμα του σκανδάλου του Βατοπεδίου. Πρόθυμη να εξυπηρετήσει την παράταξη της Ν.Δ. θάβοντας στα αζήτητα την υπόθεση του σκανδάλου των εξοπλιστικών του πρώην υπουργού Αμύνης και προέδρου της Ν.Δ. Β. Μεϊμαράκη. Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών της, τόσο ο άντρας της, όσο και η κόρη της προωθήθηκαν και πολιτεύτηκαν με τη Ν.Δ… με παταγώδη όμως αποτυχία.
Συνένοχη, για τη συνέχιση του δικαστικού πραξικοπήματος της ομηρίας της Εύης
Στατήρη, συζύγου του Γ. Τσάκαλου, μέλους της Σ.Π.Φ. Ένας εκβιασμός των
δικαστικών αρχών εναντίον συγγενικών προσώπων των συντρόφων μας, με
σκοπό τους να τους καθυποτάξουν και να τους εκδικηθούν. Η εισαγγελέας Γ.
Τσατάνη είχε κρίνει ως απαράδεκτη την αίτηση αποφυλάκισης της Εύης (που τελικά κέρδισε την ελευθερία της, μετά από απεργία πείνας).
Μέλος της εγκληματικής οργάνωσης του παραδικαστικού κυκλώματος που
καλύπτει τα ίχνη μεγαλοεπιχειρηματιών που ευθύνονται για την οικονομική δικτατορία. Με διευθυντικά στελέχη του κυκλώματος την πρώην εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου (εκλεκτή και συντοπίτισσα του Χ. Αθανασίου) Ευτέρπη Κουτζαμάνη και τον πρώην προϊστάμενο εισαγγελέα Εφετών (γνωστό και ως “παναθηναϊκάκια” από τις συνομιλίες του πρώην πρωθυπουργού Α. Σαμαρά) Ισίδωρο Ντογιάκο, η Tσατάνη απέσπασε τη δικογραφία Βγενόπουλου και την απενεργοποίησε αρχειοθετώντας την.
Για αυτούς και για όλους τους λόγους του κόσμου επιλέξαμε και χτυπήσαμε τη
Γεωργία Τσατάνη. Οι σύντροφοι του πυρήνα μας, που ανέλαβαν την εκτέλεση της επίθεσης, αναζήτησαν και εντόπισαν την εισαγγελέα και το σπίτι της. Επειδή έμενε σε πολυκατοικία στην οδό Ιπποκράτους 112 και υπήρχε κίνδυνος να τραυματιστούν άσχετοι άνθρωποι απ’ το στόχο μας επιλέξαμε να τοποθετήσουμε εκρηκτικό μηχανισμό μέτριας ισχύος με 3kg εκρηκτικής ύλης και διπλό σύστημα
χρονοκαθυστέρησης. Γνωστοποιούμε στους ανθρώπους, που έχουν την ατυχία να είναι γείτονες δικαστικών, ότι οι δικαστές είναι στόχοι του αντάρτικου πόλης για τις βρώμικες υπηρεσίες που παρέχουν στην εξουσία. Για αυτό να τους
απομονώσουν και να τους κάνουν σαφές ότι είναι δακτυλοδεικτούμενοι και
ανεπιθύμητοι στη γειτονιά. Οι σύντροφοι που τοποθέτησαν τη βόμβα, αφού
επιβιβάστηκαν στο όχημα διαφυγής, πραγματοποίησαν δύο προειδοποιητικά
τηλεφωνήματα και απομακρύνθηκαν από την περιοχή.

iv) Δικαστές στην υπηρεσία της αντεπανάστασης.
Τον τελευταίο καιρό, η δικαστική εξουσία φαίνεται να χάνει το “αλάθητο του πάπα” με το οποίο είχε χρίσει τον εαυτό της. Τα άδυτα της δικαστικής μαφίας είναι διάτρητα από εσωτερικές ίντριγκες και ανταγωνισμούς, εξυπηρέτηση
επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων, διαρροή e-mail για την τοποθέτηση δικών τους ανθρώπων σε δικαστικά αξιώματα, παράνομο πλουτισμό… Η συντηρητική κλίκα των δικαστών, που είχε γαντζωθεί στα ανώτερα κλιμάκια της δικαιοσύνης τόσα χρόνια, παραγκωνίζεται πλέον από την κυβερνητική πολιτική εξουσία που θέλει να τοποθετήσει μια πιο “μετριοπαθή” δικαστική τάξη στην ηγεσία της δικαιοσύνης. Όμως η σύγκρουση των δύο εξουσιών είναι σύγκρουση αποχρώσεων και όχι ρήξης. Η δικαστική και πολιτική εξουσία μπορεί να συγκρούονται, αλλά μοιάζουν με τα κεφάλια του κέρβερου. Αλληλοδαγκώνονται, αλλά ανήκουν στο ίδιο σώμα…
Γιατί αυτό που δε θα αλλάξει ποτέ, είναι πως η δικαιοσύνη θα αποτελεί πάντα ένα
εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και το φόβητρο της εξουσίας για όποιον την
αμφισβητεί. Ιδιαίτερα το 2015-2016 κορυφώθηκε η δικαστική αντεπαναστατική
εκστρατεία. Η δικαστική μαφία εκδικήθηκε τους φυλακισμένους αντάρτες πόλης που παραμένουν αμετανόητοι και δεν προσκυνούν την εξουσία. Προφυλάκισε και άσκησε διώξεις στους συγγενείς των συντρόφων της Σ.Π.Φ. Γεράσιμου Τσάκαλου, Χρήστου Τσάκαλου και Γιώργου Πολύδωρου, για συμμετοχή στην απόπειρα απόδρασης από τις φυλακές Κορυδαλλού, καταδίκασε σε ισόβια τον Νίκο Μαζιώτητου Επαναστατικού Αγώνα, για την έκρηξη στην Τράπεζα της Ελλάδας και αρνείται πεισματικά να δώσει άδεια στον Δημήτρη Κουφοντίνα της 17Ν. Οι δικαστές όταν έχουν απέναντί τους αντάρτες πόλεων δε δικάζουν μόνο άτομα, αλλά συνολικά την επιλογή του ένοπλου αγώνα. Γιατί αυτό που φοβάται η εξουσία είναι η κάνη ενός όπλου, στο όνομα της ελευθερίας, να τη σημαδεύει στο κεφάλι.

v) Χωρίς εξουσία… Χωρίς δικαστές.
Η δικαιοσύνη στηρίζει το άλλοθι της ύπαρξής της στην εγκληματικότητα.
Εμφανίζεται ως ο τιμωρός απέναντι στο “έγκλημα”. Όμως στην πραγματικότητα
είναι ο προστάτης της εξουσίας. Γιατί είναι η ίδια η εξουσία που δημιουργεί το
“έγκλημα”. Αν δεν υπήρχαν οικονομικές ανισότητες, εκμετάλλευση από τα
αφεντικά, κοινωνικός αποκλεισμός, κανιβαλικά πρότυπα πλουτισμού, τότε το
“έγκλημα” δε θα είχε ρίζες. Οι περισσότεροι παραβατικοί και “εγκληματίες”, θέλουν αυτό που διαφημίζει το σύστημα… πλούτη και δύναμη, χωρίς το τίμημα της μισθωτής εργασίας. Συχνά η ηθική τους δε διαφέρει από των μικροαστών… συντηρητικά πρότυπα, σεξισμός, ρατσισμός, θεοποίηση του χρήματος.
Ως αναρχικοί θέλουμε έναν κόσμο που οι δουλικές αξίες αυτής της κοινωνίας δε
θα περιφέρονται στοιχειώνοντας τη ζωή μας. Επιθυμούμε ένα κόσμο δίχως
εξουσία, δίχως ιδιοκτησία, δίχως χρήμα, που οι άνθρωποι μέσα από ένα κοινοτικό τρόπο ζωής θα μοιράζονται τα υλικά αγαθά που θα παράγουν οι ίδιοι και δε θα τα κρατάνε κλειδωμένα. Δεν θα χρειαζόμαστε επαγγελματίες δικαστές και ειδικούς των νόμων, γιατί οι νόμοι θα καταργηθούν και θα υπάρχει ένας κώδικας αξιών που θα μοιράζονται οι κοινότητες. Αξίες του αγώνα, της αλληλεγγύης, της ελευθερίας…
Φυσικά γνωρίζουμε ότι αυτό δε θα καταργήσει τις ρήξεις ή τις διαφορές που
μπορούν να προκύψουν μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων. Όμως και πάλι αυτό δε θα είναι αρμοδιότητα κανενός επαγγελματία δικαστή για να το λύσει, αλλά των ατομικοτήτων που συγκροτούν την κοινότητα και μπορούν να υπερασπίσουν τον ατομικό και συλλογικό αξιακό τους κώδικα ακόμα και με την αυτοδικία. Όλα αυτά μοιάζουν εξαιρετικά απλοϊκά, για το σημερινό άνθρωπο, καθώς έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε με ένα σύνθετο τρόπο. Όμως αυτός ο σύνθετος τρόπος σκέψης του “πολιτισμένου κόσμου” έχει οδηγήσει στα τέρατα του παραλογισμού που ζούμε σήμερα, που εκατό άνθρωποι συγκεντρώνουν στα χέρια τους τον πλούτο του μισού πληθυσμού της γης.

vi) Απ’ τη θεωρία στην πράξη
Ξέρουμε πως είναι πολλά αυτά που χρειάζεται να ειπωθούν για τον τρόπο που
φανταζόμαστε μια ζωή δίχως εξουσία. Όμως θεωρούμε πως δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις και συνταγές. Εμείς οι ίδιοι μέσα στην πορεία του αγώνα, θα ανακαλύπτουμε όλο και πιο πολύ απελευθερωμένες πτυχές της ύπαρξής μας και έτσι θα σκιαγραφούμε τη διάθεση και το όραμά μας για έναν αναρχικό τρόπο ζωής. Σε αυτό όμως που πρέπει να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι είναι ο αγώνας στο εδώ και τώρα και η οργάνωσή του. Όσοι πιστεύουν στην αναρχία, οφείλουν να χρησιμοποιούν τα βίαια μέσα για την προώθησή της και να μην ψάχνουν μόνο στα βιβλία και στα πληκτρολόγια για άσφαιρα πυρά.
Υπάρχουν σύντροφοι που θεωρούν ότι ο ένοπλος αγώνας είναι ο τρόπος
πραγμάτωσης της αναρχικής επανάστασης στο εδώ και τώρα και άλλοι που
αντιλαμβάνονται τον ένοπλο αγώνα ως στρατηγική επιλογή για το πέρασμα στην
επανάσταση. Για εμάς είναι και τα δύο. Είναι ο συνδυασμός του δημόσιου και του παράνομου, των ένοπλων ομάδων και των συνελεύσεων, των αντάρτικων
χτυπημάτων και των συγκρουσιακών διαδηλώσεων, των προκηρύξεων και των
αφισών, με την πυξίδα μας πάντα να δείχνει στην ένοπλη αναμέτρηση με το υπάρχον.
Πάντα ο χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ. Δεν πιστεύουμε σε προφητείες για την έλευση των αντικειμενικών συνθηκών που θα έρθει η επανάσταση. Θεωρούμε ότι οι επιλογές μας διαμορφώνουν νέες συνθήκες. Σε αντίθεση με τις
κομμουνιστικές οργανώσεις των περασμένων δεκαετιών που ανακηρύσσουν την
εργατική τάξη ως το μόνο επαναστατικό υποκείμενο, εμείς θεωρούμε ότι ο καθένας μπορεί να γίνει επαναστατικό υποκείμενο. Γιατί ο καθένας είναι οι επιλογές του. Για αυτό ένας αναρχικός οφείλει να είναι πάντα σε εγρήγορση. Να επιλέγει προσεκτικά τους στόχους του, ώστε κάθε επίθεση να απελευθερώνει όσο το δυνατόν περισσότερα επαναστατικά νοήματα, καθώς και να βραχυκυκλώνει τον εχθρό, αποδεικνύοντας τα τρωτά του σημεία, τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του.
Στις 15-16 Νοεμβρίου επισκέπτεται την Ελλάδα ο απερχόμενος αμερικανός
πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama. Η αριστερή κυβέρνηση, που μέχρι χθες
διαδήλωνε κάτω από το σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», τώρα θα
τον υποδεχθεί με τιμές. Η φιέστα της εξουσίας θα μετατρέψει την Αθήνα σε μία
πόλη υπό στρατιωτική κατοχή, με χιλιάδες μπάτσους στους δρόμους να επιβάλλουν την ισχύ του καθεστώτος. Οι αναρχικοί, ως ο μόνος εσωτερικός εχθρός της εξουσίας, μπορούμε να γίνουμε ο καταλύτης της σύγκρουσης και να τους χαλάσουμε τη γιορτή… Μπορούμε να τους επιστρέψουμε ελάχιστη από τη βία που ασκούν καθημερινά πάνω μας… τη βία της οικονομικής κρίσης, των πολέμων στη Μέση Ανατολή, των δολοφονιών στην Παλαιστίνη, του φασισμού στην Ουκρανία, των συγκρούσεων στην Αφρική, των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση… Όμως η οργάνωση επιθέσεων και συγκρούσεων, κατά την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου, δεν θέλουμε να περιοριστεί σε μια περιστασιακή εκτόνωση, περιμένοντας την επόμενη διαδήλωση, την επόμενη απεργία, τον επόμενο πόλεμο…
Το σαμποτάζ της επίσκεψης του αμερικανού προέδρου μπορεί να είναι η αρχή
της δημιουργίας ενός οργανωμένου αναρχικού κινήματος, με σκοπό την επίθεση
στο εδώ και τώρα και την καταστροφή του κράτους και της εξουσίας.
Εμείς θέλουμε να ξαναβάλουμε τη λέξη «αναρχία» στα στόματα, στην καρδιά και
στο μυαλό μας. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να φτιάξουμε υποδομές αυτομόρφωσης για να αναλύουμε τον εχθρό και τους σχεδιασμούς του, να στηρίζουμε τις αναρχικές διαδικασίες και συνελεύσεις για να επικοινωνούμε με τους συντρόφους, να μοιραζόμαστε σκέψεις, ιδέες, προτάσεις και να δημιουργούμε ανοιχτούς τόπους συνάντησης με ανθρώπους που δεν χωράνε στον κόσμο της εξουσίας και παράλληλα να οργανώσουμε παράνομες ένοπλες υποδομές και πυρήνες άμεσης δράσης, που θα πραγματοποιούν επιθέσεις, θα χτυπούν τον εχθρό και θα αποτελούν μια πρόταση
για το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη για τη διαρκή αναρχική επανάσταση
«…και μόλις φτάσουμε στον σκοπό μας, θα τον μετατοπίσουμε λίγο πιο πέρα
ακόμα, για να συνεχίσουμε τον αγώνα».
ΑΝΑΡΧΙΑ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς/FAI-IRF
11/11/2016

(Πηγή : athens.indymedia)

Παναγιώτης Αργυρού, μέλος ΣΠΦ: Η επιλεκτική μνήμη της καταστολής

181789-pirines

Η επιλεκτική μνήμη της καταστολής

Με την ολοκλήρωση των καταθέσεων των τεσσάρων ανδρών της αντιτρομοκρατικής, των τριών ως φερόμενων μελών της ομάδας παρακολούθησης του σπιτιού στο Χαλάνδρι και του προϊσταμένου τους, ολοκληρώθηκε ένας πρώτος κύκλος εξέτασης μαρτύρων που έχουν σχέση με την έναρξη της κατασταλτικής επιχείρησης εναντίον της Σ.Π.Φ. Τι μάθαμε όμως κατά την εξέταση αυτών των μαρτύρων;

Το σημαντικότερο απ΄ όσα μάθαμε είναι ότι στην υπηρεσία της αντιτρομοκρατικής, τη θεωρούμενη και ως ελίτ της αστυνομίας κι ως νούμερο ένα πυλώνα αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού της Δημοκρατίας, μικρή σημασία έχει το να θυμάται κανείς λεπτομέρειες σχετικές με τη φύση της δουλειάς τους.

Για παράδειγμα μάθαμε ότι υπήρξαν πληροφορίες σε κεντρικό επίπεδο στην αντιτρομοκρατική ότι στο σπίτι στο Χαλάνδρι συνέβαιναν παράνομες πράξεις του ενδιαφέροντος της υπηρεσίας. Στο σπίτι αυτό είναι γεγονός ότι διέμεναν αναρχικοί κι ότι ήταν κέντρο επίσκεψης και από πολλούς άλλους αναρχικούς κι αντιεξουσιαστές κι εντελώς συμπτωματικά υπάρχει και ένα τρίτο Τμήμα στην αντιτρομοκρατική με αρμοδιότητα τον έλεγχο αντι-εξουσιαστικών οργανώσεων ( που ως γνωστόν αποτελούν τμήμα του ευρύτερου αναρχικού – αντιεξουσιαστικού χώρου. Παρόλα αυτά οι πληροφορίες σε “κεντρικό επίπεδο” διοχετεύονται περιέργως στο 1ο τμήμα της αντιτρομοκρατικής με τμηματάρχη τότε τον Φραγκίσκο και προϊστάμενο τον Χωριανόπουλο. Φυσικά αυτά τα τελευταία τα μάθαμε μετά από πίεση που ασκήθηκε σε αστυνομικούς της αντιτρομοκρατικής και συγκεκριμένα στον Χηνόπουλο στην εξέταση του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Μάθαμε ακόμα ότι υπό την επίβλεψη του συγκεκριμένου αξιωματικού, του Χηνόπουλου δηλαδή, συστήθηκε 20μελής επιχειρησιακή ομάδα επιτήρησης του σπιτιού. Από αυτούς τους 20 όμως μόνο 3 ήρθαν να καταθέσουν ( κι αυτοί επιλέχθηκαν από τον ίδιο τον Χηνόπουλο) κι οι υπόλοιποι 17 δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Κι όχι μόνο δεν εμφανίστηκαν αλλά κανένας από τους υπόλοιπους 3 δεν θυμόταν ή δεν γνώριζε ποιοί ήταν οι υπόλοιποι 17, ούτε καν ο ίδιος ο προϊστάμενος της επιχείρησης στον οποίο υποτίθεται έδιναν και αναφορά. Θα περίμενε κανείς πως τέτοια επιχειρησιακά στελέχη ενός τέτοιου επίλεκτου σώματος θα είχαν μια ανωτέρου επιπέδου ικανότητα μνήμης και συλλογής πληροφοριών αλλά από ότι φαίνεται τελικά μάλλον αυτές οι ικανότητες είναι πολυτέλεια για τους συγκεκριμένους αστυνομικούς που κατέθεσαν. Όχι μόνο δε θυμάται κανείς ή δεν ξέρει ποιοι ήταν οι υπόλοιποι 17 που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση αλλά η μνήμη και οι γνώσεις τους περιορίζονται αισθητά σε εξαιρετικά κομβικά και νευραλγικά σημεία της υπόθεσης στα οποία οι απαντήσεις επαναλαμβάνονται στο ίδιο μονότονο τέμπο: δεν ξέρω, δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι…

Τι άλλο μάθαμε απ΄ τους μάρτυρες της αντιτρομοκρατικής; Μάθαμε ότι η όλη επιχείρηση ήταν επιτήρηση λέει και όχι παρακολούθηση. Τι σημαίνει αυτό; Όπως ο ίδιος ο επιβλέπων της επιχείρησης ο Χηνόπουλος διευκρίνισε δίνοντας σε παλιότερη απάντηση του τον ορισμό του τι είναι επιτήρηση: η επιτήρηση συνίσταται στη μη στατική και σταθερή παρουσία αστυνομικών στο σημείο αλλά στη συχνή διέλευση τους ανά διαστήματα, χωρίς μάλιστα να τους απασχολεί αν θα γίνουν αντιληπτοί. Όπως προέκυψε όμως τελικά από τα ίδια τους τα λεγόμενα οι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση του σπιτιού αστυνομικοί έκαναν το εντελώς αντίθετο καθώς όχι μόνο είχαν σταθερή και στατική παρουσία πέριξ του σπιτιού αλλά έπαιρναν και μέτρα προφύλαξης ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί (είτε μέσα σε κάποιο αυτοκίνητο σε διακριτική απόσταση, ή σε στάση λεωφορείων παριστάνοντας τους επιβάτες). Πως εξηγείται αυτή η αντίφαση; Όπως είπε κι ένας από αυτούς όταν ρωτήθηκε( και συγκεκριμένα ο Ξένος) είχαν το ελεύθερο για ορισμένες πρωτοβουλίες. Πράγμα που κι αυτό από μόνο του είναι μια αντίφαση διότι στο συντριπτικό ποσοστό των απαντήσεων τους σχετικά με τις ενέργειες τους ακούγαμε συνέχεια το ίδιο: “εγώ δεν ξέρω απλά εντολές έπαιρνα”. Τελικά τι ισχύει;

Μάθαμε ακόμα πως οι πληροφορίες σε “κεντρικό επίπεδο” για το σπίτι στο Χαλάνδρι έφτασαν τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη. Πράγμα όμως που διέψευδαν πλήθος δημοσιευμάτων και ρεπορτάζ στα ΜΜΕ/τα οποία επικαλούμενα άκρως έγκυρες και εμπιστευτικές πληροφορίες εκ των έσω, μέσα από την ίδια την αντιτρομοκρατική δηλαδή, έκαναν λόγο για ένα καλά οργανωμένο σχέδιο της αντιτρομοκρατικής, που εκπονήθηκε τρεις μήνες πριν την εισβολή στις 23/9 και περιελάμβανε την εντατική παρακολούθηση συγκεκριμένων ατόμων του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου που θεωρούνταν ύποπτοι για συμμετοχή σε οργανώσεις αντάρτικου πόλης. Τα δημοσιεύματα έκαναν λόγο, μάλιστα, για συγκεκριμένη επιχείρηση σε νησί του Αιγαίου και πιο ειδικά στην Ικαρία, όπου αστυνομικοί της αντιτρομοκρατικής υποδύονταν τους τουρίστες προκειμένου να παρακολουθούν ύποπτους για συμμετοχή στη Σ.Π.Φ. Επρόκειτο για την περιβόητη “επιχείρηση βερμούδα” για την οποία τόσος λόγος έγινε στα κανάλια και τον Τύπο και η οποία υποτίθεται ήταν η καθοριστική επιχείρηση που οδήγησε στο σπίτι στο Χαλάνδρι. Πως τώρα φτάσαμε από την υποτιθέμενη εντατική παρακολούθηση ενός κύκλων υπόπτων για τρομοκρατία στην υποτιθέμενη διακριτική επιτήρηση του ίδιου κύκλου υπόπτων; Φυσικά και σε αυτή την περίπτωση όλοι οι αστυνομικοί που κατέθεσαν επικαλέστηκαν άγνοια για τα δημοσιεύματα και αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι έχουν ακούσει να έγινε κάποια τέτοια επιχείρηση το καλοκαίρι του 2009. Σε ερωτήσεις που του έγιναν όμως ο Χηνόπουλος αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι είναι συνήθης πρακτική των ΜΜΕ να υπερβάλουν για να δημιουργήσουν κλίμα μετά από παρόμοιες αστυνομικές επιχειρήσεις και μάλιστα δήλωσε εμφατικά και λίγο ενοχλημένος γιατί στριμώχτηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση “κακώς βγήκαν αυτά τα δημοσιεύματα”. Αυτές οι δηλώσεις από έναν αξιωματικό της αντιτρομοκρατικής, υπεύθυνο μάλιστα για μια ολόκληρη επιχείρηση που παρουσιάστηκε κι ως εξάρθρωση της Σ.Π.Φ. έχουν ιδιαίτερη σημασία αν και έρχονται κάπως καθυστερημένες κατά εφτά χρόνια. Ουσιαστικά όμως μάλλον είναι η πρώτη φορά που στέλεχος της αντιτρομοκρατικής παραδέχεται ότι τα ΜΜΕ έχουν ένα ιδιαίτερο ρόλο σε τέτοιες κατασταλτικές επιχειρήσεις και μπορεί ο στόχος του Χηνόπουλου να ήταν η αποστασιοποίηση του από τα δημοσιεύματα, με αυτό που είπε ωστόσο ομολογεί άθελα του αυτό που όλοι ξέρουμε: ότι η αντιτρομοκρατική και τα ΜΜΕ βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια.

Αυτό που επίσης μάθαμε από την εξέταση των αντιτρομοκρατικάριων είναι ότι κανείς τους δεν αναγνώρισε πρόσωπα παρά μόνο όταν τους επιδείχθηκαν φωτογραφίες ταυτότητας (ή τουλάχιστον έτσι είπαν) οι οποίες με τη σειρά τους προέκυψαν μετά από ταυτοποίηση συγκεκριμένων οχημάτων με τους φερόμενους κατόχους τους. Φυσικά και σε αυτή την περίπτωση οι λεπτομέρειες και η χρονική ακολουθία των γεγονότων παρέμειναν θολές καθώς για ακόμα μια φορά κανείς δεν ήξερε ή δεν θυμόταν. Παραβλέποντας ωστόσο την αναγνώριση προσώπων των οποίων η ταυτότητα δεν προέκυψε από κάπου, διότι τα οχήματα που οδηγούσαν ήταν στο όνομα συγγενών τους, φτάνουμε στο άκρως παράδοξο: την ταυτοποίηση και αναγνώριση προσώπου για το οποίο εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και μάλιστα φωτογραφιζόταν για μήνες από τα ΜΜΕ κι ως μέλος του “σκληρού πυρήνα” της Σ.Π.Φ. Πρόκειται για ένα υποτιθέμενο πρόσωπο με όνομα Ελένη Κοντοπούλου, ηλικίας 19-20 χρονών το 2009. Μόνο που τέτοιο πρόσωπο με αυτό το όνομα κι αυτή την ηλικία δεν υπήρξε ποτέ το 2009. Ο Χηνόπουλος όταν αρχικά ρωτήθηκε προσπάθησε να τα μπαλώσει λέγοντας πως η ταυτοποίηση του συγκεκριμένου ατόμου τελικώς ήταν λάθος διότι δεν είχε σχέση με την υπόθεση. Όταν βέβαια πιέστηκε κι άλλο αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι επρόκειτο για ένα ανύπαρκτο πρόσωπο εξαρχής κι ότι η υπηρεσία του προέβη σε γκάφα.

Τελειώνοντας λοιπόν ο πρώτος κύκλος εξέτασης μαρτύρων σχετικά με την υπόθεση της καταστολής της Σ.Π.Φ. μένουν πίσω κάποια βασικά χαρακτηριστικά μιας βιαστικής, κακοσχεδιασμένης και πρόχειρης προετοιμασίας καθώς μέχρι τώρα έχουν φανεί και θα φανούν κι άλλα συνέχεια, καίρια λάθη της αντιτρομοκρατικής. Λάθη τα οποία σε λιγότερο από δυο μήνες μετά τις 23/9 κόστισε όλο το ξήλωμα της ηγεσίας της αντιτρομοκρατικής. Ένα ξήλωμα που κι ο ίδιος ο Χηνόπουλος χαρακτήρισε άδικο δεδομένης της πολύ πρόσφατης επιτυχίας της αντιτρομοκρατικής που τελικά δεν ήταν τόσο επιτυχία καθώς σχεδόν όλο το επιχειρησιακό σκέλος της οργάνωσης κατάφερε να διαφύγει και να οργανώσει σε διάστημα περίπου δέκα ημερών τη βομβιστική επίθεση στην προεκλογική ομιλία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Φυσικά για όσους από εμάς έχουν αναλάβει περήφανα την ευθύνη για τη συμμετοχή τους στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς χωρίς ΠΟΤΕ να μετανιώσουν όλα αυτά, δεν έχουν καμία σημασία όσον αφορά τη νομική τους διάσταση. Αυτό που έχει σημασία όμως για εμάς και που θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε είναι κάτω από ποιες πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες έγινε η συγκεκριμένη επιχείρηση, ποιες πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρετούσε, ποιες μεθοδεύσεις έγιναν σε πολλαπλά θεσμικά επίπεδα και κάτω υπό ποιες συνθήκες ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που είτε λόγω πολιτικής στράτευσης τους στον αναρχικό χώρο, είτε επειδή ανήκουν σε ένα ευρύτερο συγγενικό-φιλικό περιβάλλον βρέθηκαν να διώκονται, να καταζητούνται, να προφυλακίζονται ακόμα και να καταδικάζονται χωρίς να έχουν την οποιαδήποτε σχέση με την Σ.Π.Φ. Αυτά είναι πράγματα που θα προκύψουν και στη συνέχεια με την εξέταση κομβικών ηγετικών στελεχών της αντιτρομοκρατικής, οι οποίοι θα κληθούν να απαντήσουν σε ζητήματα που θα ρίξουν περισσότερο φως στην υπόθεση, στελέχη όπως ο Δημήτρης Χωριανόπουλος, ο οποίος διατηρούσε και στενές σχέσεις με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο ίδιος ο Χηνόπουλος μάλιστα τον αναγνώρισε σε φωτογραφία στην οποία βρισκόταν στα βαφτίσια της οικογένειας Καραμανλή και μάλιστα απάντησε ότι από όσο γνωρίζει δεν είναι στις αρμοδιότητες των στελεχών της υπηρεσίας τέτοιου επιπέδου κοινωνικές συναναστροφές.

Παναγιώτης Αργυρού
μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς- FAI/IRF

topothetisi_argurou_polyefeteio

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – Βόμβα στην Τσατάνη

181789-pirines

ΣΧΕΔΙΟ ΝΕΜΕΣΙΣ

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

 

 

 

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την επίθεση στην κατοικία της εισαγγελέως Γεωργίας Τσατάνη, στην οδό Ιπποκράτους, στο κέντρο της Αθήνας δίπλα από το Α.Τ. Εξαρχείων.

 

Γνωρίζαμε ότι η Τσατάνη έχει αστυνομική συνοδεία και αποτελεί φυλασόμενο στόχο, όμως αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στο να πραγματοποιηθεί η επίθεσή μας. Επιλέξαμε μια συμβολική ενέργεια με στόχο μόνο υλικές ζημιές, αλλά στο μέλλον η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς δεν θα περιοριστεί εκεί…

 

Η επιλογή της συγκεκριμένης δικαστικού έγινε για δύο βασικούς λόγους.

 

Ο πρώτος λόγος είναι ότι η Γ. Τσατάνη αποτελεί μέλος του παραδικαστικού κυκλώματος, που αναλαμβάνει να “εξαφανίζει” δικογραφίες που θίγουν τα συμφέροντα της επιχειρηματικής και πολιτικής μαφίας (με το αζημίωτο βέβαια). Είναι η δικαστική εμπροσθοφυλακή των αφεντικών της.

 

Αποκορύφωμα της βρώμικης σταδιοδρομίας της είναι η υπόθεση Βγενόπουλου, που η Τσατάνη την έβαλε στο αρχείο, βοηθώντας τον να απαλλαγεί από τη σίγουρη καταδίκη του. Ο χρηματισμός της απ’ τον επιχειρηματία Βγενόπουλο φούσκωσε κι άλλο τον αόρατο παραδικαστικό της λογαριασμό . Είναι αυτές οι αφανείς ευγενικές χορηγίες επιχειρηματιών που χτίζουν τα πολυτελή εξοχικά των δικαστών ως αντάλλαγμα στη “δικαιοσύνη” τους.

 

Άλλο ένα δείγμα γραφής της εισαγγελέως Τσατάνη, που κρατείται επιμελώς κρυφό απ’ τα media, είναι η υπόθεση Μεϊμαράκη. Η Τσατάνη ήταν αυτή που ανέλαβε τη δικογραφία για τα εξοπλιστικά και τις μίζες του τότε υπουργού Εθνικής Αμύνης Βαγγέλη Μεϊμαράκη και φρόντισε να “ξεχάσει” να τη στείλει στη Βουλή, με σκοπό να τον καλύψει. Το αντάλλαγμα αυτής της συνδιαλλαγής ήταν η τοποθέτηση της κόρης και του άντρα της Τσατάνη ως υποψήφιους βουλευτές στη Ν.Δ. επί προεδρίας Μεϊμαράκη.

 

Η Τσατάνη είχε εμπλοκή και στην υπόθεση Βατοπεδίου επικυρώνοντας για άλλη μια φορά τη μαφιόζικη σύμπραξη Εκκλησίας-Δικαιοσύνης, όπως και σε πολλές ακόμα γνωστές υποθέσεις που τις “χειρουργούσε” με σκοπό την απόκρυψή τους και την προστασία των συμφερόντων της εξουσίας.

 

 

 

 

 

Ο δεύτερος λόγος που επιλέξαμε να χτυπήσουμε την εισαγγελέα Τσατάνη ήταν η συμμετοχή της στη δικαστική ομηρία συγγενών των συντρόφων μας.

 

Η Τσατάνη ήταν αυτή που έκρινε ως απαράδεκτη μία από τις αιτήσεις αποφυλάκισης της Εύης Στατήρη, συζύγου του μέλους της Σ.Π.Φ Γεράσιμου Τσάκαλου. Συνέβαλε έτσι και αυτή με τη σειρά της στην αντι-αντάρτικη δικαστική εκστρατεία και σε έναν απ’ τους πιο ανήθικους εκβιασμούς εναντίον αναρχικών επαναστατών.

 

Η εκδικητική μανία των δικαστών απέναντι στις οικογένειες των συντρόφων μας είναι μία επιλογή που θα κληθούν να πληρώσουν με ακριβό τίμημα όλοι οι δικαστικοί που συμμετέχουν σε αυτόν τον εκβιασμό και οι οικείοι τους.

Έχουμε μνήμη και πάνω από όλα υπομονή, επιμονή και συνέπεια…

 

Αφιερώνουμε αυτήν την ενέργεια στα φυλακισμένα μέλη της Σ.Π.Φ. Γεράσιμο Τσάκαλο, Χρήστο Τσάκαλο, Γιώργο Πολύδωρο και Όλγα Οικονομίδου.

 

Στέλνουμε την Αλληλεγγύη μας στην αναρχική συντρόφισσα Αγγελική Σπυροπούλου, σε όλους τους αμετανόητους πολιτικούς κρατουμένους που βρίσκονται στα κελιά της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς και στους ιταλούς συντρόφους Alfredo Cospito, Nicola Gai και τους αναρχικούς που διώκονται στην Ιταλία στα πλαίσια της επιχείρησης “scripta manent” εναντίον της F.A.I..

 

Σύντομα θα ακολουθήσει ολόκληρη η προκύρηξη, καθώς και η πρότασή μας για το σχέδιο «Νέμεσις».

 

Θα επανέλθουμε…

(Πηγή : athens.indymedia)

Τοποθετηση μελών της Συνωμοσιας Πυρηνων της Φωτιας σε εκδηλωση για τη Διεθνη Εβδομαδα Αλληλεγγυης στη Βραζιλια

181789-pirines

Sacco και Vanzeti : Ένα ταξίδι στο χρόνο

Προς όλα τα συντρόφια, τους αναρχικούς αδερφούς και αδερφές μας που βρίσκονται στην εκδήλωση που διοργανώνει η Αναρχική Βιβλιοθήκη Kaos.
Αφήνουμε την σκέψη μας να δραπετεύσει και να ταξιδέψει μέχρι τη κεντρική Βραζιλία και στέλνουμε αυτές τις λίγες λέξεις με την ελπίδα, πως έστω και για λίγο, θα μπορέσετε να αισθανθείτε την παρουσία μας δίπλα σας.

Με αφορμή το θέμα της εκδήλωσης που γίνεται στα πλαίσια της Διεθνούς Εβδομάδας Αλληλεγγύης στους αναρχικούς αιχμαλώτους και που αφορά την υπόθεση των Nicola Sacco και Vartholomeo Vanzetti θα θέλαμε και εμείς να καταθέσουμε τη δική μας προσωπική και ιστορική συνεισφορά.

Η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς ήταν από τη πρώτη στιγμή μια ομάδα άμεσης δράσης που φιλοδοξούσε σε μια γενικότερη όξυνση της αναρχικής επιθετικής παρουσίας στην Ελλάδα. Για αυτό τον λόγο, πέρα από το όποιο επίπεδο της δικής της δράσης, δε δίσταζε να ασκήσει συχνά κριτική στις θέσεις εκείνες που πίστευε πως αποτελούσαν τροχοπέδη στη γενίκευση αυτής της όξυνσης. Όταν τελικά έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και η καταστολή χτύπησε τη δική μας πόρτα, είχαμε πλήρη αντίληψη ότι η σταση μας θα ήταν κατώτερη των περιστάσεων, δικαιώνοντας ίσως και κάποιες κακές γλώσσες, εαν δεν υπερασπιζομασταν την ταυτότητα, τη δράση και την υπόσταση μας, κι ότι μάλιστα μια τετοια σταση θα ηταν εντελώς αναντίστοιχη απέναντι στις δικές μας προγενέστερες κριτικές. Έτσι λοιπόν, επτά χρόνια μετά τη μέρα που μας χτύπησε η καταστολή, παραμένουμε στις επάλξεις της αναρχικής αξιοπρέπειας, έτσι όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Ακριβώς το γεγονός ότι αρνηθήκαμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τον αυτοεξευτελισμό μας και υπερασπιστήκαμε δίχως να υποχωρησουμε τις πολιτικες μας θέσεις, το πληρώνουμε μεχρι και σήμερα.

Πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο λοιπόν, σε εκείνη την εποχή όπου άλλοι δύο αναρχικοί της πράξης, δύο σύντροφοι σφυρηλατημένοι στη φλόγα της αναρχικής εξέγερσης, οι Nicola Sacco και Vartholomeo Vanzetti, συνελήφθησαν με την κατηγορία της ένοπλης απαλλοτρίωσης μετά φόνου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με προκλήσεις που δεν είναι καθόλου άγνωστες σε ολόκληρη την ιστορία του αναρχικού κινήματος.

Είναι γεγονός πλέον που προκύπτει από πληθώρα στοιχείων πως οι δύο σύντροφοι,συμμετείχαν σε άτυπα μαχητικά δίκτυα αναρχικής συγγένειας που όλα τους περιστρέφονταν γύρω από πολιτικά έντυπα, όπως η αναρχική εφημερίδα Cronaca Sovversiva. στην έκδοση της οποίας βοηθούσαν και οι ίδιοι, και η οποία ανοιχτά προωθούσε την αναγκαιότητα της προπαγάνδας μέσω της πράξης. Είναι, επίσης, γνωστό πως αυτά τα άτυπα μαχητικά δίκτυα ήταν υπεύθυνα για μια σειρά επιθέσεων που συγκλόνησαν τις ΗΠΑ από το 1914 και μετά, και πως χρηματοδοτούνταν από ένοπλες απαλλοτριώσεις. Είναι τέλος γεγονός ότι οι ίδιοι οι σύντροφοι των Sacco και Vanzetti είχαν εκμηστερευθεί, μετά την εκτέλεση των δυο συντρόφων, πως ήταν δύο από τους πέντε ληστές του εργοστασίου παπουτσιών στο Braintree της Μαουχουσέτης. Ένας από τους συντρόφους των Sacco και Vanzetti για παράδειγμα, ο Mario Buda, σε συνέντευξη που του είχαν πάρει σχετικά με τη χρηματοδότηση της ομάδας του είχε απαντήσει: “Συνήθως πηγαίναμε και τα παίρναμε από εκεί που ήταν”, εννοώντας τις τράπεζες και τα εργοστάσια. Ο ίδιος, επίσης, πολλά χρόνια αργότερα, το 1955, είχε δεχθεί επίσκεψη από τον αναρχικό Charles Poggi, ο οποίος ερευνούσε για ιστορικούς λόγους την υπόθεση των Sacco και Vanzetti. Στη μεταξύ τους συζήτηση ο Buda παραδέχτηκε τουλάχιστον τη συμμετοχή του Sacco στη συγκεκριμένη ληστεία στο Braintree με τη φράση “Sacco c’era” (ο Sacco ήταν εκεί). Ο Poggi έμεινε με την εντύπωση πως και ο ίδιος ο Buda ήταν ένας από τους ληστές αλλά από διακριτικότητα δεν έθιξε το θέμα.

Οι δύο σύντροφοι είχαν συλληφθεί μετά από καταδίωξη και ενώ οπλοφορούσαν . Χωρίς την τεχνική της βαλιστικής έρευνας, που τότε δεν είχε τελειοποιηθεί, δεν υπήρχε κανένα άλλο επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον τους καθώς το σύνολο των μαρτύρων δεν μπορούσε να καταθέσει κάτι αξιόπιστο. Έτσι λοιπόν, οι δύο σύντροφοι επέλεξαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους δηλώνοντας αθώοι για τη ληστεία αλλά ένοχοι ως αναρχικοί σε μια εποχή που ακόμα και αυτό αρκούσε για να διωχθείς, να βασανιστείς, να φυλακιστείς ή να απελαθείς καθώς το κύμα αναρχικών επιθέσεων που συγκλόνιζε τις ΗΠΑ είχε οδηγήσει το κράτος να λάβει έκτακτα μέτρα εναντίον αναρχικών, ντόπιων ή μεταναστών, με μια σειρά ειδικών νόμων.

Στο αποκορύφωμα αυτής της αντι-αναρχικής υστερίας που εύσχημα βαφτίστηκε “Κόκκινος τρόμος”, οι δύο σύντροφοι προσπάθησαν να ισορροπήσουν σε μια λεπτή γραμμή, ώστε να αποφύγουν αφενός την θανατική ποινή και αφετέρου να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια τους καθώς ποτέ τους δεν αρνήθηκαν τις πολιτικές τους θέσεις, παρά το γεγονός ότι αυτό από μόνο του αρκούσε για να λειτουργήσει επιβαρυντικά.

Δυστυχώς όμως, στην ιστορία τόσα χρόνια μετά, δεν εχει μείνει παρά η αναγωγή της υπόθεσης των δυο συντρόφων σε σύμβολο κρατικής σκευωρίας. Έχει επικρατήσει μια ιστορική αφήγηση που ρίχνει πέπλο στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής στην οποία εξελίχθηκε η δίωξη των δύο συντρόφων αλλά και που σκοπίμως παραπλανά εμφανίζοντας τους ως οργανωμένους συνδικαλιστές, τη στιγμή που οι Sacco και Vanzetti όπως και το σύνολο σχεδόν των συντρόφων τους γύρω από την Cronaca Sovversiva απεχθάνονταν τις επίσημες φορμαλιστικές αναρχικές οργανώσεις ερχόμενοι συχνά σε αντιπαράθεση μαζί τους. Αντί λοιπόν η υπόθεση των δυο συντρόφων να αποτελεί ένα διαχρονικό έρεισμα για τη διαρκή αναρχική εξέγερση, έχει καταλήξει μια ιστορία που εξυψώνει την αξία της θυματοποίησης.

 

Η νοοτροπία αυτή δεν μας είναι καθόλου άγνωστη καθώς τη συναντάμε και στις μέρες μας. Φυσικά κάθε σύντροφος έχει πάντοτε το δικαίωμα να μην παραχωρεί ούτε χιλιοστό από τον εαυτό του στον εχθρό, ειδικά όταν δεν μπορούν να προκύψουν στοιχεία ικανά να τον καταδικάσουν. Όμως μία τέτοια θέση απέχει πολύ από τον πολιτικό φετιχισμό της θυματοποίησης που ξεχνά εντέχνως όσους επιλέγουν να υπερασπιστούν αυτοπροσώπως τη μαχητική τους στράτευση στην αναρχία. Κι αν αμφιβάλει κανείς, δεν έχει παρά να αναρωτηθεί γιατί ποτέ δεν γίνεται μνεία για τους υπόλοιπους συντρόφους των Sacco και Vanzetti. Αλήθεια, ποιοί θυμούνται ή ποιοί γνωρίζουν για το κορίτσι-δυναμίτη , τη 19χρονη συντρόφισσα Gabriella Antollini που ανέλαβε την ευθύνη για την μεταφορά όπλων και εκρηκτικών; Πόσοι θυμούνται τον Nicola Recci που έχασε σχεδόν ολόκληρο το χέρι του ενώ κατασκεύαζε εκρηκτικούς μηχανισμούς; Πόσο συχνά μνημονεύεται ο Carlo Valdinoci που σκοτώθηκε από την έκρηξη βόμβας που σχεδίαζε να τοποθετήσει στο σπίτι του υπουργού δικαιοσύνης Palmer ή ο Andrea Salsedo που εκπαραθυρώθηκε από τα γραφεία των μπάτσων στη διάρκεια της ανάκρισης του για μια ανάληψη ευθύνης που βρέθηκε στο τυπογραφείο του; Όλοι αυτοί και πόσοι άλλοι αναγράφονται με ψιλά γράμματα στην ιστορία, γιατί έτυχε να μην είναι αθώοι.

 

Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι παρά το γεγονός ότι οι σύντροφοι Sacco και Vanzetti διατήρησαν την προαναφερθείσα υπερασπιστική γραμμή ουδέποτε αποκηρυξαν την εξεγερτική κληρονομιά που μοιράζονταν με τους υπόλοιπους συντρόφους τους. Και αυτό πιστοποιείται από το πλήθος επιθετικών ενεργειών σε όλο τον κόσμο που έγιναν ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους δύο συντρόφους. Από την έκρηξη άμαξας-βόμβας στην Wall Street μέχρι την αποστολή δέματος βόμβας στον Αμερικάνο πρέσβη στο Παρίσι, καθώς και τις δεκάδες βόμβες σε Αμερικάνικες πρεσβείες πολλών χωρών. Οι ίδιοι οι σύντροφοι πολύ συχνά προέτρεπαν σε αντίποινα ενάντια στο κράτος και τους δικαστές. Τον Ιούνιο του 1926 σε ένα τεύχος της Protesta Umana ο Vanzetti έγραφε μεταξύ άλλων: “Θα προσπαθήσω να δω τον Thayer νεκρό πριν ανακοινώσει την ποινή μας”, και συνέχιζε με μια προτροπή προς τους συντρόφους του, “εκδίκηση, εκδίκηση στο όνομα μας και στα ονόματα των ζωντανών και των νεκρών μας”. Το κείμενο τελείωνε με το “Η Υγεία Βρίσκεται Μέσα Σου”, που ήταν ο τίτλος ενός εγχειριδίου κατασκευής εκρηκτικών μηχανισμών που είχε δημοσιεύσει η Cronaca Sovversiva.. Για κάποιους μάλιστα το εγχειρίδιο αυτό είχε μεταφραστεί από τα ιταλικά στα αγγλικά από την Emma Goldman.

Όμως ακόμα και σήμερα παραγνωρίζεται η πλούσια συνεισφορά της εξεγερτικής αναρχίας στο κίνημα αλληλεγγύης στους Sacco και Vanzetti, το οποίο, ειδικά ενόψει του καλέσματος για τη Διεθνή Εβδομάδα Δράσης αξίζει να θυμόμαστε στην πληρότητα του. Εξάλλου όποιος νομίζει ότι η αποστασιοποίηση από την εκδήλωση της επιθετικής αναρχικής αλληλεγγύης είναι κάτι νέο, είναι βαθιά γελασμένος. Την ίδια εποχή που στην Αργεντινή ορισμένοι αναρχικοί κύκλοι έβαζαν στο στόχαστρο της κριτικής τους τον Severinno Di Giovani κατηγορώντας τον ακόμα κι ως φασίστα, η χήρα του Sacco του έστελνε μια επιστολή λίγες μέρες μετά την εκτέλεση των δυο συντρόφων για να του εκφράσει τις ευχαριστίες της για την στήριξη που τους είχε δείξει. Στην ίδια μάλιστα επιστολή του υποδείκνυε τον διευθυντή της εταιρείας τσιγάρων Combinador που είχε προσφερθεί να δώσει σε μια συγκεκριμένη μάρκα τσιγάρων την επωνυμία “Sacco & Vanzetti”, προσπαθώντας να αποκομίσει κέρδος από τη δημοσιότητα που είχε πάρει η υπόθεση τους. Στις 26 Νοεμβρίου του 1927 ένα υποκατάστημα της συγκεκριμένης εταιρείας ανατινάχτηκε στο Buenos Aires από τον Di Giovani και τους συντρόφους του. Μάλιστα στην ίδια ομάδα φέρεται να συμμετείχε και ο σύντροφος των Sacco και Vanzetti, ο Ferrecio Coacci, από τότε που απελάθηκε από τις ΗΠΑ. Ο Coacci ήταν επίσης ύποπτος για την ληστεία για την οποία τελικά καταδικάστηκαν οι δύο σύντροφοι και μάλιστα το δικό του σπίτι ήταν το πρώτο που ερευνήθηκε για την υπόθεση αυτή.

Ελπίζουμε με αυτά τα λίγα λόγια να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των παρευρισκόμενων για μια αυθεντική και συντροφική συζήτηση πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα καθώς δυστυχώς προκύπτει ότι είμαστε καταδικασμένοι να μη μαθαίνουμε τίποτα από την ιστορία μας καταλήγοντας να κάνουμε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά.

Στέλνουμε μέσα από την καρδιά μας τους πιο θερμούς μας χαιρετισμούς σε όλους σας.

Για το τέλος ας κρατήσουμε μια φράση του αναρχικού Luigi Galleani, συντρόφου των Sacco και Vanzetti, και ιδρυτή της Cronaca Sovversiva : “Καμιά πράξη εξέγερσης δεν είναι άχρηστη, καμία πράξη εξέγερσης δεν είναι βλαβερή”.

Τα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς

 

 

Μιχάλης Νικολόπουλος

Γιώργος Νικολόπουλος

Χάρης Χατζημιχελάκης

Παναγιώτης Αργυρού

Θεόφιλος Μαυρόπουλος

Δαμιανός Μπολάνο

Πολιτική δήλωση του Παναγιώτη Αργυρού σχετικά με το δικαστήριο της απόπειρας απόδρασης

181789-pirines

“Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ που λένε, σαν μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον με αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξει ποτέ.
Και εμείς τι την κάνουμε ρε αντί να την ζήσουμε?
Τι την κάνουμε? Την σέρνουμε από εδώ και από εκεί δολοφονώντας την…”
(Χρόνης Μίσσιος)

Τα δικαστήρια διαθέτουν μια δική τους μονάδα μέτρησης της ζωής και της ελευθερίας, μια μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιεί τύπους και αλγόριθμους της νομικής γλώσσας για να ζυγίσει το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος, το κανονικό και το αποκλίνον. Και μέσα στη διαδικασία αυτή όπου ζωές και ελευθερίες τοποθετούνται στη ζυγαριά του νόμου, σου δίνεται κάποια στιγμή η δυνατότητα να κοιτάξεις πίσω, νιώθεις ένοχος ή δεν νιώθεις. Είναι μια στιγμή με βαρύτητα γιατί ότι πεις ίσως ρίξει κι άλλο τσιμέντο γύρω σου, ίσως μεγαλώσει το μέτρημα εκείνων των στιγμών που η πόρτα ανοίγει και κλείνει, ίσως κάνει το αυτί σου να συνηθίσει ακόμα περισσότερο στον ήχο του κλειδιού που γυρνάει στην σχισμή της πόρτας τόσο ώστε να νομίζεις ότι πάντα άκουγες αυτόν τον ήχο, ότι δεν υπήρχε πρωινό ή σούρουπο που δεν άκουσες αυτόν τον ήχο στην προκαθορισμένη ώρα.

Εδώ είμαστε λοιπόν… Πεντέμισι χρόνια ακούω αυτό το κλειδί. Πεντέμισι χρόνια το μάτι μου τρακάρει σε τοίχους. Πεντέμισι χρόνια με δύο καταδίκες (37 και 19 χρόνια αντίστοιχα) και άλλες δύο στα υπ’ όψιν. Και τώρα σε αυτήν εδώ την δίκη ακόμα μια. Αυτή θα είναι η πέμπτη κατά σειρά δίκη που περιμένω “να δω τι θα πάθω” ή “που θα μου βγουν ξινά τα γέλια”. Και είναι ξανά εκείνη η στιγμή που πρέπει να βάλω έναν καθρέφτη μπροστά στο παρελθόν και τις επιλογές μου και να κοιτάξω πίσω. Κοιτάζω λοιπόν…

Κοιτάζω και βλέπω τον εαυτό μου να μεγαλώνει την εποχή των εγκληματικά αδιάφορων, των φιλήσυχων τεράτων. Κοιτάζω και θυμάμαι πως από μικρό μου έλεγαν να μην σκαλίζω πολύ πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Θυμάμαι πως προσπάθησαν να με διδάξουν πως είναι λάθος να νοιάζεσαι για πράγματα που κανείς άλλος δεν φαινόταν να νοιάζεται. Θυμάμαι, μαθητής δημοτικού ακόμα τους ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς στο Κόσοβο και τις διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις να έρχονται στα σχολεία να μας πείσουν ότι η ζωής ενός ορφανού παιδιού στην Γιουγκοσλαβία αξίζει όσο ένα τετράδιο Unicef. Θυμάμαι τις νύχτες στο σαλόνι του σπιτιού μου να βλέπω στην τηλεόραση νεκροθάφτες να παρουσιάζουν εκπομπές μετρώντας νούμερα νεκρών το ίδιο αδιάφορα σαν να μετρούσαν τα νούμερα κάποιας τυχερής κλήρωσης. Θυμάμαι την ανθρωπιστική μόδα υιοθεσίας παιδιών του τρίτου κόσμου, παιδιών που υπέφεραν και πέθαιναν διψασμένα και πεινασμένα κάπου πολύ μακριά για να στεναχωρηθούμε εμείς.

Θυμάμαι τους δρόμους γεμάτους ανάπηρους πρόσφυγες πολέμου και τον κόσμο να τους πετάει κέρματα σαν να τους φτύνει. Θυμάμαι τα παιδιά των φαναριών, θυμάμαι τους οδηγούς να βρίζουν τους μετανάστες που σαν ελατήρια πετάγονταν μέσα στην κίνηση για να καθαρίσουν παμπριζ και αυτό το “πίσω στην χώρα σας”. Θυμάμαι τους άστεγους στις γωνίες των εμπορικών δρόμων, μπροστά ή λίγο πιο πέρα από λαμπερές βιτρίνες γεμάτα άχρηστα προϊόντα που κατασκευάζονταν από ανήλικους σε κάποιο εργοστάσιο μιας τριτοκοσμικής χώρας για να μπορεί να τα απολαμβάνει κάθε δυτικός πολίτης, και τους περαστικούς που τους προσπερνούσαν αδιάφοροι και ίσως λίγο ενοχλημένοι που η παρουσία τους εκεί διατάρασσε την αισθητική τους.

Θυμάμαι τους μετανάστες μικροπωλητές που κουβαλούσαν μέσα σε ένα σεντόνι την πραμάτεια τους και τους μπάτσους να τους κυνηγούν, να τους χτυπάνε και να τους τραβάνε από τον λαιμό σέρνοντας τους στο δρόμο εκεί μπροστά στα μάτια των περαστικών που το μόνο που φαινόταν να τους ενοχλεί ήταν ότι αυτό έτυχε να συμβεί στην διάρκεια της δικής τους βόλτας.

Θυμάμαι να μπαίνω στην εφηβεία στην αυγή του millennium. Τότε που όλοι γιόρταζαν και χαίρονταν μόνο και μόνο επειδή είχαμε 2000 και κυκλοφορούσαν νέες εκδώσεις λογισμικών για υπολογιστές. Θυμάμαι πως η πλειοψηφία των συμμαθητών μου δεν έδιναν δεκάρα για όλα αυτά παρά μόνο για τις νέες κυκλοφορίες επώνυμων ρούχων, παπουτσιών, κινητών και video games. Μια ολόκληρη γενιά ξόδευε τις εφηβικές της ανησυχίες σε ακριβά σκουπίδια νιώθοντας ικανοποίηση για το γεγονός ότι είχαν την δυνατότητα να ξοδεύουν για αυτά ακριβώς τα σκουπίδια. Μια ολόκληρη γενιά έμαθε να διασκεδάζει παρακολουθώντας ηλίθια reality show τύπου Big Brother όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εκμηδενίζονταν εθελοντικά για λίγη δημοσιότητα και ένα οικονομικό έπαθλο, την ίδια ακριβώς στιγμή που έβρεχε ατσάλι και θάνατο στην Μέση Ανατολή στο όνομα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Ήταν εκείνη η εποχή που το ηθικό και το αξιακό υπόβαθρο της κοινωνίας ήταν ισάξιο με εκείνο του πιο βρωμερού απόπατου. Ήταν η εποχή των λυμένων κοινωνικών προβλημάτων. Χρηματιστήριο, είσοδος στο Ευρώ, εξάρθρωση της τρομοκρατίας και το άνοιγμα της πιο πανηγυρικής περιόδου : η προετοιμασία της περήφανης Ολυμπιάδας του 2004. Η πρωτεύουσα εκσυγχρονίστηκε ακολουθώντας τα πρότυπα των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, οι δημόσιες συγκοινωνίες αναβαθμίστηκαν με μετρό, τραμ και καινούρια οικολογικά λεωφορεία, ενώ άνοιξαν και νέα οδικά δίκτυα για να μην πάνε χαμένα τόσα στρέμματα καμένης δασικής έκτασης από τους προηγούμενους καλοκαιρινούς εμπρησμούς των οικοπεδοφάγων. Ήταν το άνοιγμα μιας μακράς τουριστικής περιόδου και κάπως έπρεπε να αναβαθμιστούν και οι οδικές αρτηρίες της επαρχίας, για να είναι πιο προσβάσιμα όλων των ειδών τα μπουρδέλα, εκεί δηλαδή όπου και αναδείχθηκε το πραγματικό ιερό πνεύμα του νέο ελληναράδικου πολιτισμού, εκεί όπου η τιμημένη ελληνική αγροτιά ξόδευε τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις προκειμένου να επιδοθεί στον βιασμό χιλιάδων μεταναστριών του πρώην ανατολικού μπλοκ ώστε να αποκτήσουν και οι Ελληνίδες νοικοκυρές μια νέα εθνική ταυτότητα στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον καθώς μοιράζονταν την ίδια κοινή ανησυχία “ήρθε η τσουλάρα να μας κλέψει τον άντρα”. Θυμάμαι την χυδαία ανεμελιά εκείνης της εποχής. Όταν οι μετανάστες που πνίγονταν στο Αιγαίο δεν ήταν αρκετοί ώστε να απασχολούν τις ειδήσεις και να μπορούν οι τότε πολιτικοί να χαρίζουν σωσίβια σε όσα παιδιά γλύτωναν από τα ναυάγια.

Τότε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών ήταν λιγότερα και οι δολοφονίες και βασανισμοί που γίνονταν σε αυτά δεν έφταναν τόσο συχνά προς τα έξω και αν έφταναν ήταν στα ψιλά των ειδήσεων για να μην στεναχωρηθούν οι τηλεθεατές. Οπότε ποιους ενδιέφερε αν τα εργοτάξια των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων χτίζονταν πάνω στα πτώματα μεταναστών εργατών από τα εκατοντάδες εργατικά ατυχήματα προκειμένου να παραδοθούν στην ώρα τους για να μπορεί το φίλαθλο κοινό να παρακολουθήσει ντοπαρισμένους αθλητές να κερδίζουν μετάλλια, ήταν ένα υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι όπου όλοι ανακάλυψαν την κρυφή γοητεία του να είσαι Έλληνας. Τότε που ο κόσμος γεμάτος εθνική αλλοφροσύνη πλημμύριζε τις πλατείες των πόλεων για να πανηγυρίσει τις νίκες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου σε συγκεντρώσεις που θα ζήλευαν ίσως μέχρι και οι αγανακτισμένοι, φωνάζοντας με ένα στόμα μια ψυχή “είναι βαριά η πούτσα του τσολιά”. Ήταν το καλοκαίρι της περήφανης Ελλάδας και τίποτα δεν φαίνονταν να στεναχωρεί το “λαό” εκτός από τους πανηγυρισμούς των αλβανών μεταναστών για την νίκη της δικής τους εθνικής ομάδας. Ιερή αγανάκτηση κατέκλυσε το ντόπιο στοιχείο καθώς “δεν φτάνει που τα παιδιά τους κλέβουν την σημαία στις παρελάσεις από τους λεβέντες μας έχουν το θράσος να μας ρεζιλεύουν κιόλας στις πλατείες μας”. Μια ιερή αγανάκτηση που προκάλεσε πανελλαδικό πογκρόμ που κόστισε τουλάχιστον μια ζωή ενός μετανάστη και τον τραυματισμό εκατοντάδων άλλων. Το κοινωνικό θυμικό εκείνης της εποχής δεν επηρεάζονταν από το γεγονός ότι οδεύαμε προς μια “κοινωνία ελέγχου και επιτήρησης” με τα πολυδιαφημισμένα ζέπελιν με τις κάμερες που έβλεπαν μέσα από τοίχους και κάμερες κυκλοφορίας με αναγνώριση βιομετρικών χαρακτηριστικών να φυτρώνουν παντού αλλά μπορούσε να βγάλει τον κόσμο στους δρόμους με μαχαίρια και καραμπίνες επειδή πληγώθηκε το “εθνικό τους φιλότιμο”.

Για μένα όμως τότε ήταν η στιγμή που κάτι θα έσπαγε οριστικά μέσα μου και θα περνούσα στην απέναντι όχθη. Γιατί δεν είναι μόνο ότι συνέβαιναν όλα αυτά και ακόμα χειρότερα αλλά κυρίως η παντελής κοινωνική αδιαφορία και σιωπή. Θυμάμαι από πολύ μικρός να ρωτάω, να ρωτάω, να ρωτάω… Να ρωτάω για τους βομβαρδισμούς στην τηλεόραση, για τα παιδιά στην Αφρική, για τους άστεγους, για τους επαίτες, για τους μετανάστες, για την αστυνομική βία και η απάντηση, ψυχρή, στυγνή, κυνική, “συμβαίνουν αυτά”. Έτσι απλά. Λες και επρόκειτο για κάποια φυσική καταστροφή, ένα σεισμό ή μια πλημμύρα.

Παντού μικροί και μεγάλοι παπαγάλιζαν ωμά την ίδια απάντηση “συμβαίνουν αυτά”, και οι πιο θρασείς προσέθεταν “ωραία και τι θες να κάνω εγώ τώρα ;” Όταν κοιτάζω πίσω λοιπόν σε εκείνο το καλοκαίρι του 2004 βλέπω τον εαυτό μου, 15 χρονών αηδιασμένο και οργισμένο με τον κόσμο γύρω μου με διάθεση κινηθώ εναντίων του. Ναι για αυτό είμαι ένοχος. Για αυτό να με καταδικάσετε. Γιατί από πολύ νωρίς διέπραξα το έγκλημα να κοιτάξω στην καρδιά αυτού του κόσμου και να δω την σαπίλα του, από τότε λοιπόν δεν θα ήμουν ποτέ ξανά ο ίδιος. Δεν θα έβρισκα ησυχία πουθενά αν δεν έκανα κάτι, οτιδήποτε, έστω και ολομόναχος.

Από εκείνη την στιγμή και μετά ορκίστηκα μέσα μου πως σε αυτή την κοινωνία θα είμαι για πάντα ένα αναρχικό, ένα αντικοινωνικό στοιχείο που θα μάχεται για την καταστροφή του πολιτισμού που γεννάει τόση αθλιότητα.

Στις 17 Νοέμβρη 2004, κατεβαίνω για πρώτη μου φορά μαζί με το οργανωμένο αναρχικό μπλοκ στην πορεία. Μια επέτειο που κάθε χρόνο έπαιρνε εργολαβία το ΚΚΕ, το οποίο όμως τότε είχε καταδικάσει ως έργο προβοκατόρικων στοιχείων, μια καραμέλα που αναμασούσε σε όλη την μεταπολίτευση όποτε ξεσπούσαν ταραχές αποδεικνύοντας ότι είναι ένας εχθρικός, ρουφιάνικος μηχανισμός που πρέπει να χτυπιέται, γιατί σε αντίθεση με τους ξεκάθαρους εχθρούς το ΚΚΕ πουλάει και επαναστατικότητα. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον αναρχικό χώρο ή πρώτη φορά που μύρισα δακρυγόνα, η πρώτη μου φορά που είδα τα ΜΑΤ να λιντσάρουν διαδηλωτές. Ήξερα ότι ήμουν εκεί που έπρεπε να είμαι.

Από τότε ως τώρα λίγα έχουν αλλάξει μέσα μου. Απλώς το μίσος μέσα μου καταστάλαξε, ωρίμασε και ακονίστηκε ώστε να γίνει ακόμα πιο αιχμηρό. Χρόνο με τον χρόνο, όχι μόνο δεν τα παρατούσα αλλά οι πρώτες μου προσαγωγές, η πρώτη μου επαφή με τις χειροπέδες λίγους μήνες μετά την 17Νοέμβη του 2004 ενίσχυσαν και άλλο το μίσος μου. Διωγμένος τότε, όπως και πολλοί άλλοι της ηλικίας μου, από τα πάρκα και τις πλατείες των δικών μας γειτονιών λόγο της πολεοδομικής καταστολής ( η οποία πέρα από έναν κατακλυσμό καφετεριών που μετάλλαζαν τελείως τις περιοχές που μεγαλώναμε, περιελάμβανε και καθημερινές προσαγωγές, συλλήψεις και τραμπουκισμούς στα τοπικά αστυνομικά τμήματα) άρχιζα να γνωρίζω τα Εξάρχεια. Ένα μέρος που ένιωθα πραγματικά να πάλλεται. Νόμιζες ότι οι ίδιοι τοίχοι, τα ίδια τα στενά απέπνεαν μια εξεγερτικότητα. Ήταν εκεί που πολλοί συναντηθήκαμε, γνωριστήκαμε και νιώσαμε ελεύθεροι από την καταπίεση που νιώθαμε στις δικές μας γειτονιές που έπρεπε σώνει και ντε να εκσυγχρονιστούν, να αναβαθμιστούν, να γίνουν εμπορικές και τουριστικές επομένως εκεί δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Στα Εξάρχεια νιώθαμε ότι αναπνέουμε έναν αέρα ελευθερίας. Δεν φοβόμασταν να αράξουμε έξω στον δρόμο, στην πλατεία ή τα στενά μήπως μας μαζέψει κάποιο περιπολικό. Πολλές φορές προκειμένου να φτάσουμε στα Εξάρχεια ρισκάραμε εξακριβώσεις από τις διμοιρίες των ΜΑΤ και τους ασφαλίτες που τα περικύκλωναν και παρ’ όλα αυτά συνεχίσαμε να πηγαίνουμε μαθαίνοντας πώς να προσεγγίζουμε την πλατεία αποφεύγοντας τις αστυνομικές δυνάμεις.

Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσω να είμαι κομμάτι των μικρών ή μεγάλων εξεγερτικών γεγονότων που κάνουν αυτή την περιοχή ξεχωριστή και διάσημη ακόμα και στο εξωτερικό. Μέσα σε αυτά τα γεγονότα πολλές φορές δεν υπήρχε ούτε στόχευση, ούτε ξεκάθαρη πολιτική στρατηγική, ούτε τίποτα. Ήταν μια απλή, γνήσια έκφραση οργής που αντανακλούσε την καταπίεση που δεχόταν ο καθένας μας απ’ όπου και αν ερχόταν. Πολλές φορές καταστρέφονταν πράγματα που προφανώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικού προτάγματος.

Εξάλλου αυτό που πραγματικά αποτελούσαν αυτά τα εξεγερτικά γεγονότα ήταν μικρές, σπασμωδικές, αποσπασματικά ατομικές εξεγέρσεις μιας νεολαίας που αντιλαμβάνονταν την μητρόπολη στο σύνολο της σαν ένα κλουβί, μέσα στο οποίο ασφυκτιά και όπως ένα αφηνιασμένο θηρίο προσπαθεί να καταστρέψει το κλουβί του έτσι και εμείς τότε καταστρέφαμε οτιδήποτε θεωρούσαμε οργανικό κομμάτι της μητρόπολης – φυλακής. Όχι γιατί θα πετυχαίναμε κάτι. Όχι γιατί θα έπεφτε το κράτος. Όχι γιατί θα στέλναμε κάποιο μήνυμα. Και προφανώς όχι επειδή ήμασταν μηδενιστές. Επρόκειτο για έναν υποσυνείδητο εξεγερτικό εξαγνισμό καθώς αντλούσαμε ικανοποίηση τραυματίζοντας τις νευρικές απολήξεις μια μητρόπολης- τέρατος που νιώθαμε ότι στραγγαλίζει τις υπάρξεις μας. Για αυτό λοιπόν τώρα όλοι αυτοί οι “παλιοί”, οι “έμπειροι”, οι “βετεράνοι” που στο δικό τους πέρασμα από αυτή την φάση έκαναν τα ίδια και χειρότερα ας σκύψουν το κεφάλι και ας αφουγκραστούν τον παλμό αυτής της εξεγερμένης νεολαίας και τι αυτός έχει να προσφέρει και ας κοιτάξουν πως μπορούν να μεταβιβάσουν τις δικές τους εμπειρίες και βιώματα ώστε να υπάρξει κάποια συνειδητή εξέλιξη και προοπτική. Αν αντ’ αυτού όμως επιλέγουν την εύκολη λύση της κατακεραύνωσης, της ειρωνείας, του χλευασμού και των απειλών προκειμένου να είναι συνεπής με την μεταστροφή και μετεξέλιξη τους που σηματοδοτεί μια στροφή προς την δήθεν ποιότητα της μεσήλικης πολιτικής ωρίμανσης τους ας ξεκινήσουν πρώτα από τους εαυτούς τους. Ας αυτομαστιγωθούν αναδρομικά και μετά ας αρχίσουν τις απειλές.
Διότι μόνο αυτοκριτική δεν αρκεί.

Στην συνέχεια, ξεπερνώντας τον αρχικό ενθουσιασμό μου επιδίωξα από τα αυθόρμητα εξεγερτικά ξεσπάσματα, να εντάσσομαι σε πιο οργανωμένες ομαδοποιήσεις στις οποίες θα μπορούσα να συλλογικοποιήσω τις αρνήσεις μου μαζί με άλλα άτομα που ένιωθαν και σκέφτονταν όπως και εγώ. Έτσι αναζητώντας συνεχώς τον δρόμο μου μέσα από διαδικασίες, ομαδοποιήσεις και συνωμοτικά δίκτυα έφτασα να ενταχθώ στην Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και να γίνω ο ίδιος στην συνέχεια αντάρτης πόλης. Στην διάρκεια όλων αυτών των χρόνων έσπασα, έκαψα, λεηλάτησα και ανατίναξα όσα περισσότερα σύμβολα αυτού του σιχαμένου πολιτισμού στο όνομα του οποίου είμαι αιχμάλωτος και με δικάζουν, με δικάζουν, με δικάζουν…

Αυτή ήταν η πορεία μου πάνω κάτω ως την φυλακή με ένα μικρό πέρασμα από την επιθετική παρανομία όπου επέλεξα να καταφύγω ως καταζητούμενος, όχι μόνο για να μην αιχμαλωτιστώ αλλά και γιατί ήθελα να παραμείνω σε θέση επίθεσης ενάντια στην κυριαρχία. Κοιτώντας πίσω λοιπόν όχι μόνο δεν μετανιώνω για τίποτα αλλά αντίθετα είμαι υπερήφανος για τις επιλογές μου.
Επέλεξα να είμαι αναρχικός γιατί πιστεύω στην καταστροφή κάθε μορφής εξουσίας, ρητής ή υπόρρητης και είμαι αποφασισμένος να μάχομαι κάθε εξουσιαστική εναλλακτική με όποιον μανδύα και αν παρουσιάζεται κάθε φορά.
Είμαι αναρχικός γιατί πιστεύω στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ελεύθερη ζωή που θα ανοίγονταν μπροστά σε μια τέτοια προοπτική.

Επέλεξα να είμαι ατομικιστής γιατί σε έναν κόσμο που η σαπίλα διοχετεύεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής δεν είχα καμία άλλη επιλογή αλλά επιπλέον θεωρώ ότι η κοινωνική νομιμοποίηση είναι μια άχρηστη πολυτέλεια και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την επιλογή της δράσης μου.
Κάποια πράγματα δεν μεταδίδονται όσες προκηρύξεις και αν μοιράσουμε, όσες αφίσες και αν κολλήσουμε, όσες παρεμβάσεις και αν κάνουμε. Η ευαισθησία, το

ενδιαφέρον για την αδικία που συμβαίνει κοντά ή μακριά, είναι χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας που έχει καθένας και η καθεμιά μας, όπως ακριβώς και η αδιαφορία, η μισαλλοδοξία και ο φόβος για το διαφορετικό. Αυτό που πολλοί φοβούνται να παραδεχτούν στον εαυτό τους είναι ότι πίσω από κάθε στάση ζωής μπορεί να κρύβεται μια ελεύθερη βούληση. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των θρησκοληψιών και ιδεοληψιών είναι ότι οι φορείς τους πιστεύουν πάντα ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι θύματα, παραπλανημένοι, εξαπατημένοι, απολωλότα πρόβατα που αναζητούν διαρκώς τον καλό ποιμένα. Και αυτό γιατί τρομάζουν στην ιδέα ότι μπορεί να υπάρχουν άτομα που ελεύθερα επιλέγουν να αποστασιοποιηθούν από τα δόγματα που οι ίδιοι στηρίζουν φανατικά.

Επέλεξα να είμαι μηδενιστής όχι γιατί δεν πιστεύω στην κοινωνική επανάσταση αλλά γιατί η μόνη κοινωνική επανάσταση που θα με ενδιέφερε είναι αυτή που θα γινόταν από συνειδητές αναρχικές ατομικότητες. Εξάλλου μόνο τότε θα ήταν εφικτή μια αυθεντική αναρχική επανάσταση. Οτιδήποτε διαφορετικό πάει σε άλλες λογικές. Σε λογικές περί πρωτοποριών, περί ένοπλων κομμάτων, περί ηγεσιών, περί μεταβατικών σταδίων, σε λογικές δηλαδή που απέχουν από την αναρχία. Κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό λένε διάφοροι καλοθελητές. Ίσως για αυτό εσχάτως παρατηρείται και μια στροφή στον πραγματιστικό ρεαλισμό που αρχίζει να μιλάει ολοένα και πιο πολύ την γλώσσα των πρωτοποριών και των μεταβατικών σταδίων. Ίσως πείστηκαν και οι ίδιοι ότι η αναρχία είναι ένα ουτοπικό ιδανικό και υιοθέτησαν πιο ρεαλιστικές επαναστατικές προτάσεις.
Για μένα ωστόσο δεν έχει αλλάξει κάτι. Ας είναι ουτοπία η αναρχία. Προτιμώ να παραμείνω συνειδητά στο περιθώριο μαζί με όλους εκείνους τους ανυπότακτους τρελούς, τους αντικοινωνικούς, τους προκλητικούς, τους ρομαντικούς και οργισμένους ονειροπόλους.

Είμαι μηδενιστής λοιπόν γιατί πιστεύω πως μόνο μέσα από την συνολική καταστροφή του πολιτισμού, των ηθικών και των αξιών του μπορεί να γεννηθεί κάτι πραγματικά καινούριο. Και είμαι πρόθυμος να πολεμήσω μέχρι τέλους για αυτή την καταστροφή.

Επέλεξα να γίνω αντάρτης πόλης προκειμένου να κάνω πράξη την επιθυμία μου να οπλίσω τις αρνήσεις μου εναντίων αυτού του κόσμου. Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι η δράση μου και οι επιλογές μου συγκινούν τον κόσμο γιατί οι περισσότεροι έχουν μάθει να έχουν ανοσία σε οποιαδήποτε συγκίνηση δεν προκαλείται από την τηλεόραση. Ίσως να μπορούσα να κεντρίσω το ενδιαφέρον τους αν ήμουν κάποιος που θα τους έταζε μια ήσυχη και άνετη ζωή με ασφάλεια και ευημερία. Γιατί αυτές είναι οι αξίες που προσκυνούν οι σύγχρονοι υπήκοοι και φυσικά είναι το ίδιο άθλιες όσο και ο πολιτισμός που τις γεννάει και τις αναπαράγει. Επέλεξα λοιπόν να γίνω αντάρτης πόλης διότι για μένα ήταν μια υπαρξιακή διαφυγή από τον κενό κόσμο της οργανωμένης σήψης.
Δεν προέβησα σε αυτή την επιλογή γιατί ήταν η καλύτερη, η αποτελεσματικότερη ή η αντικειμενικά πιο ορθή επιλογή για έναν επαναστάτη αλλά γιατί ακριβώς η ζωή μας μια φορά μας δίνεται και εγώ προσωπικά δεν επιθυμούσα να την σέρνω από εδώ και από εκεί δολοφονώντας την καθημερινά.
Εξάλλου δεν πιστεύω στην προοπτική ενός προσχεδιασμένου μετεπαναστατικού μέλλοντος και για αυτό δεν αντιλαμβάνομαι το αντάρτικο πόλης ως την πιο ενδεδειγμένη μορφή δράσης για την “επανάσταση” αλλά το αντιλαμβάνομαι ως μια έμπρακτη διαρκής και συνολική άρνηση του υπάρχοντος κόσμου, ως ένα μόνο κομμάτι ενός συνολικότερου ψηφιδωτού όπου οι αναρχικές αρνήσεις βρίσκουν χιλιάδες τρόπους να συναντιούνται.

Αυτή είναι η δική μου ανασκόπηση των έως τώρα επιλογών μου. Γυρνώντας στο τώρα βρίσκομαι ξανά κατηγορούμενος για μια σχεδιαζόμενη απόπειρα οργανωμένης φυγής από τις φυλακές. Για μια συνωμοσία που σκόπευε στην ανατίναξη του εξωτερικού τοίχους των φυλακών Κορυδαλλού και στην απόδραση των μελών της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς. Το σχέδιο είχε στηθεί, τα εκρηκτικά και ο οπλισμός ήταν έτοιμα, όμως η τύχη δεν στάθηκε ευνοϊκή. Τα κρησφύγετα, ο οπλισμός και τα εκρηκτικά πέφτουν στα χέρια του εχθρό, το κυνηγητό ξεκινάει και ακολουθούν απανωτές συλλήψεις. Συλλήψεις άσχετων ανθρώπων, άγνωστων σε εμάς, αλλά και συλλήψεις γνωστών, φίλων, και συγγενών που όλοι του ς κατηγορούνται για τρομοκρατία, μια κατηγορία που στην περίπτωση των τελευταίων θα θεμελιωθεί με αφορμή την σύλληψη της αναρχικής Αγγελικής Σπυροπούλου. Ο κρατικός μηχανισμός ξεδιπλώνει το ρεβανσισμό του.
Δεν έχει σημασία που αυτή η απόπειρα απέτυχε ή απετράπη αρκεί που τώρα γνωρίζουν τι είναι διατεθειμένη να πράξει μια αποφασισμένη μειοψηφία αναρχικών που επιθυμούν να ρισκάρουν την ίδια τους τη ζωή για να ζήσουν ελεύθερα, με τη δυνατότητα να μπορούν να περάσουν στην επίθεση ξανά.

Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να ρισκάρεις τη ζωή σου για να μπορέσεις ελεύθερος να επιτεθείς ξανά από την αρχή με την ίδια λύσσα απέναντι στο τέρας της σύγχρονης ολοκληρωτικής κοινωνίας, όπου η προκαθορισμένη ζωή επιβάλλει να σκέφτονται όλοι το ίδιο, να ζουν το ίδιο, να ερωτεύονται το ίδιο, και να πεθαίνουν το ίδιο. Επειδή όμως πολλά λέγονται και ίσως ειπωθούν ακόμα περισσότερα νιώθω την ανάγκη να ξεκαθαρίσω προκαταβολικά το εξής : αυτό που με ωθούσε από ένα σημείο και μετά πάντα στις επιλογές μου, στις πράξεις μου και στις αποφάσεις μου ήταν μια εσωτερική παρόρμηση να εναντιώνομαι σε κάθε εξουσία , μια παρόρμηση που αργότερα έγινε συνείδηση και οπλίστηκε. Όπως όμως αρνήθηκα να είμαι ένα καλολαδωμένο γρανάζι της κοινωνικής μηχανής που αλέθει ανθρώπινες ζωές και ψυχές σαν μηχανή του κιμά, έτσι θα αρνούμαι πάντα να είμαι μια αναλώσιμη μονάδα που θα εξυπηρετεί σχέδια και φιλοδοξίες άλλων. Προφανώς η ζωή που έχω επιλέξει είναι μια ζωή με ρίσκα. Ρίσκα που άλλοτε υπακούν και άλλοτε δεν υπακούν σε λογικές σταθμίσεις. Εκεί που όμως κάποιος αφήνεται να αποφασίσουν άλλοι για τα ρίσκα που αυτός θα πάρει (λόγω τεχνικών ή άλλων δυσκολιών) τότε παύει να είναι μια αναρχική ατομικότητα και γίνεται ξανά γρανάζι σε κάποιου άλλου είδους μηχανή που οτιδήποτε διαφεύγει από τον έλεγχο της το βαφτίζει δειλία και δικαιολογίες. Λέω λοιπόν πως θα μπορούσα να κάψω τη ζωή μου, να την πετάξω όλη στη φωτιά ακόμα και για τα πιο παράλογα και αυτοκαταστροφικά ρίσκα αρκεί να ήταν δική μου επιλογή και αρκεί να είχα απέναντι μου πραγματικούς και αυθεντικούς συντρόφους που κι αυτοί θα με θεωρούσαν ίσο με αυτούς. Αρκεί βέβαια να αναγνώριζαν ειλικρινά το άνισο διακύβευμα και να μην προσπαθούσαν να καταστήσουν ωφελιμιστικά μια συναισθηματική απόφαση ως αντικειμενικά ορθή. Γιατί προφανώς στη ζωή δεν υπάρχουν μόνο οι ψυχροί υπολογισμοί αλλά και τα δυνατά και συντροφικά συναισθήματα μεταξύ αδερφών που είναι πράγματι όμως τέτοιοι και όχι μόνο κατ΄ επίφαση. Ποτέ ξανά λοιπόν…

Αυτός ο κόσμος επομένως δε γίνεται να με χωρέσει. Πάντα θα τρέφω αυτό το άσβεστο μίσος εναντίον του που με ωθεί σχεδόν αντανακλαστικά να επιτίθομαι διαρκώς. Είναι σαν μια άσβεστη δίψα για εκδίκηση. Εκδίκηση για τα όνειρα που μας στραγγαλίζουν. Εκδίκηση που καθημερινά εκτελούν τις επιθυμίες μας αντικαθιστώντας τις με διαφημίσεις για σαμπουάν και κινητά.

Την πραγματικότητα που ζούμε δεν τη βλέπω αποκρουστική επειδή διάβασα μερικά ακαδημαΪκά έργα ή κάποιου είδους φιλοσοφικά πονήματα. Η πραγματικότητα είναι αποκρουστική επειδή αποτελεί τη σύνθεση χιλιάδων εκατομμυρίων εγκλημάτων στο όνομα της εξουσίας. Και όποιος δεν κάνει κάτι ενάντια σε αυτή την πραγματικότητα, οτιδήποτε, όποιος μένει αμέτοχος, δεν είναι απλά κάποιος με διαφορετική άποψη αλλά συνένοχος στη βαρβαρότητα.
Γιατί η μαζική σιωπή, η μαζική ανοχή,η μαζική αδιαφορία υπήρξε πάντοτε η μήτρα των πιο εφιαλτικών στιγμών της ιστορίας. Οπότε δε θα νιώσω υπόλογος εγώ επειδή επέλεξα τη διαφορετικότητα μιας εξεγερμένης ζωής,. Δεν είμαι ελιτιστής επειδή αποφάσισα να μην είμαι συνένοχος. Δε θεωρώ ότι είμαι ανώτερος από τους υπόλοιπους, πιο έξυπνος, πιο ικανός αντίθετα με βάζω στην ίδια μοίρα μαζί τους και για αυτό τους θεωρώ ακόμα περισσότερο ένοχους για την εγκληματική τους αδιαφορία. Αυτή η αδιαφορία, αυτή η απάθεια δε διαφέρει σε τίποτα από τη στάση εκείνων που ζούσαν δίπλα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κάνοντας κανονικά τη ζωή τους, πηγαίνοντας κανονικά στις δουλειές τους, δειπνώντας κανονικά στα οικογενειακά τους τραπέζια, κάνοντας κανονικά έρωτα στις κρεβατοκάμαρες τους σαν να μην συνέβαινε τίποτα ενώ την ίδια στιγμή έξω από τα σπίτια τους συντελούνταν η φρίκη του ολοκαυτώματος.
Αυτή η σιωπή είναι συνενοχή. Ήταν τότε, είναι σήμερα και πάντα θα είναι είτε στα μεγάλα είτε στα μικρά εγκλήματα της εξουσίας. Γιατί δε “συμβαίνουν αυτά” έτσι απλά. Συμβαίνουν όταν εμείς, ο καθένας μας ξεχωριστά και όλοι μαζί, επιτρέπουμε να συμβούν. Αυτή η ευθύνη δεν είναι δεν είναι κάτι που χάνεται στο πλήθος την έχουμε όλοι μας γιατί κανείς δεν δικαιούται να είναι αμέτοχος στην ιστορία εκτός αν έχει αποκηρύξει πλήρως τα εγκόσμια.

Για αυτό λοιπόν ξέρω ότι έχω δίκιο. Σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν, σε αυτήν την κοινωνία, είναι τίτλος τιμής για μένα να θεωρούμαι αντικοινωνικό στοιχείο και όχι βρισιά. Διότι αν το να επιλέγεις να είσαι άνθρωπος την εποχή που τα τέρατα φορούν τη μάσκα του φιλήσυχου και ευυπόληπτου πολίτη με κάνει αντικοινωνικό στοιχείο τότε είμαι διατεθειμένος να τιμήσω αυτόν τον τίτλο στο έπακρο. Γιατί είμαι ταγμένος με την αναρχική εξέγερση και κανένα δικαστήριο, και έχετε κάνει πολλά ως τώρα δε θα με κάνει να μετανοήσω για το ποιος επέλεξα να είμαι. Αποτελούμε τους εκπροσώπους δυο διαφορετικών κόσμων και για αυτό που είστε εσείς δεν θα είχα κανένα ενδοιασμό να αδειάσω ένα όπλο εν ψυχρώ στο κεφάλι σας, όπως και εσείς για αυτό που είμαι εγώ δεν έχετε κανέναν ενδοιασμό να με θάψετε κάτω από τόνους τσιμέντο. Και όμως δεν μετανιώνω.

Στην παρανομία στα 21 μου χρόνια και στην φυλακή από τα 22 μου μετράω ήδη σχεδόν έξι χρόνια αιχμαλωσίας με άγνωστη προοπτική εξόδου καθώς τόσο σε αυτή όσο και σε άλλες δίκες όλα είναι ανοιχτά. Ξέρω ότι τα χρόνια που έχω χάσει και αυτά που θα χάσω δεν αναπληρώνονται. Είναι πολύτιμος χρόνος ζωής που εξατμίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους. Είναι χρόνος ζωής στον οποίο οι δικοί σου άνθρωποι στριμώχνονται στους διαδρόμους των επισκεπτηρίων της φυλακής, κάποιες φορές διανύοντας ολόκληρες χιλιομετρικές αποστάσεις για να φτάσουν. Είναι ένας αισθητηριακός αποκλεισμός διότι όλες οι αισθήσεις εγκλωβίζονται στις διαστάσεις του γκρίζου. Είναι απονέκρωση επιθυμιών καθώς στερείσαι, στερείσαι, στερείσαι… Εκατομμύρια αυτονόητα καθημερινά πράγματα που κάποιος μπορεί να κάνει ανά πάσα στιγμή, μια βόλτα κάτω από τα αστέρια, έναν περίπατο στο ξέφωτο ενός δάσους, μια βουτιά στην θάλασσα, μια ερωτική αγκαλιά, εσύ το στερείσαι. Και όσο ανεβαίνει ο λογαριασμός στα δικαστήρια τόσο θα επιμηκύνεται ο χρόνος που θα στερείσαι. Και όμως προτιμώ χίλιες φορές αυτή την ζωή παρά οποιαδήποτε άλλη, πιο ευχάριστη, πιο ανέξοδη.

Εξάλλου δεν έπεσα από τα σύννεφα. Ήξερα από την αρχή ότι η εξουσία δεν χαρίζεται σε όσους τολμούν να την αμφισβητούν και να την μάχονται. Παρόλα αυτά δεν ήταν το θάρρος μου που με ώθησε να επιλέξω αυτό τον δρόμο αλλά το μίσος μου για την τάξη πραγμάτων που είναι διαμορφωμένη γύρω μας. Ένα μίσος που με βοήθησε να ξεπεράσω τους όποιους φόβους, τους όποιους δισταγμούς.
Ήταν σε τελική ανάλυση αυτή η βαθύτερη εσωτερική διαβεβαίωση πως δεν γίνεται να έχω άδικο εγώ και όχι οι κάθε λογής προσκυνημένοι που πλατσουρίζουν στον βούρκο της αδιαφορίας τους.

Επιλέγοντας την αναρχική συνωμοτική δράση έβαζα και εγώ ένα λιθαράκι στην διασάλευση της τάξης, της ηρεμίας, της κανονικότητας. Και αν ανέλαβα την ευθύνη για την συμμετοχή μου στην Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς ήταν επειδή έρχεται κάποτε στην ζωή που έχουμε επιλέξει κάποιοι, η στιγμή της σύλληψης και αναλόγως την περίπτωση και τις συνθήκες σύλληψης είναι ανάγκη να φανεί ότι η συνωμοτική δράση δεν συμβαίνει από φαντάσματα αλλά από ανθρώπους με όνομα και επώνυμο. Πραγματικούς αληθινούς ανθρώπους, με μια ζωή που αφήνουν πίσω τους, με αγαπημένα πρόσωπα να τους αποχωρίζονται και μια ζωή να μπαίνει στην αίθουσα αναμονής για όποτε…

Ανέλαβα λοιπό την ευθύνη όχι γιατί είμαι ένα μονοδιάστατο ον με μόνη μου ταυτότητα αυτή του μέλους της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, εξάλλου υπήρξα ενεργό κομμάτι και άλλων οργανικών διαδικασιών του αναρχικού κινήματος (παράνομες ή μη) αλλά γιατί το αντίθετο το να μην αναλάβω την ευθύνη την στιγμή της σύλληψης μου, θεώρησα πως θα μείωνε την ίδια την αξία της συνωμοτικής δράσης. Ασφαλώς θα είχα ευνοϊκότερη μεταχείριση αλλά θα τραυματίζονταν η προσωπική μου αξιοπρέπεια. Γιατί αν ένας αναρχικός συνωμότης συλλαμβάνεται επ’ αυτοφόρω και προσπαθεί μέσω νομικών ελιγμών να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω τότε η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω είναι ότι είμαστε όντως κάποιοι που στα δύσκολα ζορίζονται. Επομένως η ανάληψη ευθύνης δεν είναι κάτι που επιλέγεις για την όποια υστεροφημία, καθώς αυτό θα πήγαινε κόντρα στις αρχές της αναρχικής συνωμοτικότητας. Η ανάληψη ευθύνης είναι απαραίτητη μόνο όταν αξίζει να φανεί ότι η αναρχική επίθεση δεν είναι μόνο αφηρημένη υπόσταση αλλά ότι παίρνει και την μορφή μιας υλικής αναμέτρησης στα ίσια με το σύνολο του κρατικού μηχανισμού. Μια στάση ατομική όπου το υποκείμενο είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με σθένος, νόμους, τρομονόμους, υπουργεία δημόσιας τάξης και δικαιοσύνης, δικαστές, φυλακές και ανθρωποφύλακες δίχως φόβο.

Κλείνοντας με αφορμή αυτήν ακριβώς την δίκη θέλω να αποτυπώσω μερικές σκέψεις ακόμα που έχουν σφυρηλατηθεί στο σκοτάδι άσχημων στιγμών που όμως άφησαν βαθειά χαραγμένα μερικά συμπεράσματα που ελπίζω πως δεν θα αφήσω αναξιοποίητα στο μέλλον.

Πολλές φορές συμβαίνει πάνω στην έξαψη και στον ενθουσιασμό που μας συνεπαίρνει από την ακραία ζωή που έχουμε επιλέξει, μια ζωή συγκρουσιακή γεμάτη υπερβάσεις, να γινόμαστε απόλυτοι. Έτσι λοιπόν μεθυσμένοι από την απολυτότητα που αντλούμε από τις δικές μας υπερβάσεις καταλήγουμε να δικαιολογούμε στους εαυτούς μας αυτή την στάση και να την αποδίδουμε στο ηθικό πλεονέκτημα της δικής μας συνέπειας.

Τι γίνεται όμως όταν έρχεται η στιγμή που διαπιστώνεις με τον πιο ακραίο τρόπο ότι εσύ ο ίδιος δεν είσαι το τέρας συνέπειας που θες να πιστεύουν και να πιστεύεις ότι είσαι;

Τι γίνεται όταν και εσύ κοιτώντας τον καθρέφτη βλέπεις ότι όχι μόνο έχεις ακραίες αντιφάσεις, αλλά ότι τις τρως με το κουτάλι, ότι κολυμπάς σε αυτές, ότι πνίγεσαι σε αυτές;

Τότε όχι μόνο χάνεις το ηθικό σου πλεονέκτημα απέναντι σε άλλους αλλά αρχίζεις να αμφιβάλλεις πραγματικά μέσα σου ποιος είσαι. Είσαι πράγματι αυτός που λες ή απλώς έχεις μετατραπεί σε έναν τύπο με όπλα και εκρηκτικά που παγιδευμένος σε μια πλαστή εικόνα για τον εαυτό του έχει εγκλωβιστεί μέσα στις ίδιες του τις αντιφάσεις;

Η απάντηση ποτέ δεν είναι απλή. Και δεν απαιτεί μονάχα μια αυτοκριτική όσο σκληρή και αν είναι αυτή, διότι η αυτοκριτική αν δεν αρχίσει να υλοποιείται και σε μια άλλη, διαφορετική στάση ζωής, μπορεί απλώς να εξυπηρετεί κάτι άλλο, μια τακτική, μια σκοπιμότητα ή τις ίδιες σου τις αυταπάτες στο τέλος της γραφής. Για αυτό για μένα η απολυτότητα είναι κακός σύμβουλος όταν έχεις δει ο ίδιος σε τι ακραίες αντιφάσεις μπορεί να βρεθείς όσο συνεπής και αν θες να είσαι με τον εαυτό σου. Το πιο σημαντικό πράγμα που πάντα αξίζει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας είναι ότι οτιδήποτε κάνουμε, οτιδήποτε θυσιάζουμε δεν αποτελεί λόγο κομπασμού ή αυτοβαυκαλισμού.

Συνεπής είσαι όταν συνειδητοποιείς ότι οι θυσίες σου είναι μια προσωπική επιλογή ανιδιοτέλειας και όχι ένα μετάλλιο ή ένα αξίωμα στην ιεραρχία του αντάρτικου. Συνεπής είσαι όταν μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις τις αντιφάσεις σου με αξιοπρέπεια και ταπεινότητα ώστε να μπορείς να δείχνεις κατανόηση στις αντιφάσεις των άλλων.

Το σίγουρο είναι πως αν δεν διδαχθείς τίποτα από τα σκληρά και πικρά μαθήματα που επιφυλάσσει η ζωή τότε η ακραιφνής αλαζονεία θα σε κάνει ακόμα πιο απόλυτο από την μια και ακόμα πιο βυθισμένο στις αντιφάσεις σου από την άλλη.

Μια στάση που μπορεί να σε κάνει να λησμονήσεις πράγματα που ποτέ δεν θα πρέπει να λησμονιούνται : την μέρα που κάποιος σου άνοιξε το σπίτι του όταν ήσουν κυνηγημένος όταν κανείς άλλος δεν το έκανε, την μέρα που κάποιος ήρθε να σε πάρει από τις φυλακές, τις φορές που κάποιος κινδύνεψε να πεθάνει για σένα ή την διαθεσιμότητα που έβαλε κάποιος για την ίδια του την ζωή για σένα. Αυτά είναι πράγματα που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιούνται όσο μακριά και αν βρεθείς με τον άλλον.

Όταν λοιπόν το παρελθόν δεν είναι όσο καθαρό θα ήθελες οφείλεις στον ίδιο σου τον εαυτό να είσαι πιο συγκρατημένος από δω και πέρα. Να προχωράς προσεκτικά γιατί ποτέ δε ξέρεις πότε θα χρειαστεί ξανά να αντιμετωπίσεις κάποια μελλοντική αντίφαση που προκύπτει από το γεγονός ότι δε το βάζεις κάτω, ότι συνεχίζεις στο ίδιο μονοπάτι, κινούμενος διαρκώς προς την κατεύθυνση εκείνη που έχεις επιλέξει εδώ και καιρό.

Καμιά παραίτηση λοιπόν, καμιά μετάνοια, καμιά οπισθοχώρηση… 

Παραμένω σε θέση μάχης με τη διαρκή αναρχική εξέγερση πάντα μέσα στην καρδιά μου.

Ζήτω η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς!

Ζήτω η Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία / Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο!

Για τον Εξεγερτικό Σύνδεσμο Θεωρίας και Πράξης!

Όλα συνεχίζονται…

Παναγιώτης Αργυρού – μέλος της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς / FAI-IRF